Εκδόσεις ΑρχείοΦιλολογική επιμέλεια - Κείμενα: Νίκος ΣαραντάκοςΕπιμέλεια έκδοσης: Ηρώ Διαμαντούρου, Νίκος ΑλπαντάκηςΣελιδοποίηση - Σύνθεση εξωφύλλου: Νίκος ΑλπαντάκηςΕκτυπώθηκε σε χαρτί διαπιστευμένο κατά FSC με οικολογικά μελάνιααπό την Macart, Μ. Βαρουξής και Σια Ο.Ε. για λογαριασμό των Εκδόσεων Αρχείο© Copyright 2021Ηρωνικός Ε.Π.Ε. - Εκδόσεις Αρχείοκαι Ευγενία ΒάρναληISBN 978-618-5234-26-3Ηρωνικός Ε.Π.Ε. - Εκδόσεις ΑρχείοΜιμνέρμου 5, 106 74 ΑθήναΤηλ: 210 7211187info@archeiobooks.grΕικόνα εξωφύλλου: Αντέρως (Anteros), Shaftesbury Memorial Fountain, Piccadilly Circus, Λονδίνο. Ο Αντέρως, κατά μία εκδοχή της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, εκπροσωπούσε τον ατυχή έρωτα ή ήταν τιμωρός της σκληρότητας και της μη ανταπόδοσης του ερωτικού καλέσματος, καθώς και της έλλειψης πίστης στον έρωτα.
Κώστας ΒάρναληςΕρωτικά181 χρονογραφήματα (1939-1954) εμπνευσμένα από τον έρωτα, τον γάμο και τις σχέσεις των δύο φύλων Φιλολογική επιμέλεια - ΚείμεναΝίκος Σαραντάκος
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑΕΙΣΑΓΩΓΗ από τον Νίκο Σαραντάκο 11Χρονογραφήματα 1939-19541939Ο δεκάλογος του Μολιέρου (24.8.39) 27Η τουαλέτα της Ρωμαίας (9.9.39) 30Αρσενικές παραμάνες (18.9.29) 32Υπηρετείν (13.11.39) 331940Η τουαλέτα της Γαλλορωμαίας (25.2.40) 37Ερωτικά γράμματα (2.3.40) 38Το ρομάντσο της «Ξένης» (27.8.40) 401941Εωθινόν... (14.5.41) 43«Ασπασμός των αγγέλων...» (8.8.41) 44Οι αστακοί (26.8.41) 46Αίνος (18.9.41) 47«Ζητώ εις γάμον...» (25.9.41) 49Ληξιαρχείον (1.10.41) 51Περί οθόνης σκιάς (15.10.41) 52Ο μύθος του γάμου (19.10.41) 54Ατζαμοσύνη και καλπουζανιά (18.11.41) 55Γεροντική φλόγα (23.11.41) 57Το μετέωρο (27.11.41) 59
Γυμνισμός (18.12.41) 60«...Αι δε γυναίκες άνδρες» (21.12.41) 62«Οι μεν άνδρες γυναίκες...» (24.12.41) 631942Εξέλιξις (15.1.1942) 65Τύποι ανθρώπων (30.1.1942) 66Ερωτολογικά (12.2.42) 68Συζυγοφοβία (13.2.42) 69Μισογυνισμός (17.3.42) 70«Να κλάψω…» (22.3.42) 72Μοντέρνος γάμος (27.3.42) 73Οι δύο γέροι (29.3.42) 74Πασχαλινή ιστορία (8.4.42) 76Τι προσέχουν οι γυναίκες (9.4.42) 77Από τη γυναικεία σκοπιά (11.4.42) 78Η γυναικεία λογική (1.5.42) 80Η ασυνεννοησία (5.5.42) 81Η απολογία της (8.5.42) 82Το μεγάλο θαύμα (16.5.42) 83Γεροντική άνοια (28.6.42) 85Απολογία των άσπρων μαλλιών (2.7.42) 86Άναυλη μετακόμιση (28.7.42) 87Εμπορίνες κλπ. (13.8.42) 89Φτερά στον άνεμο (30.8.42) 90Ο νιόπαντρος (3.9.42) 91Ο υιός του οίνου (6.9.42) 93Τα αραπάκια (8.9.42) 94Ο πανδαμάτωρ χρόνος (10.9.42) 95Γέροι και γριάδες (11.9.42) 96Του ’φυγε (19.9.42) 97Οι μπογιές (25.9.42) 99Δώδεκα μαχαιριές (14.11.42) 100Η κακή πεθερά (17.11.42) 101Τα παιδιά (27.11.42) 102Τα γυναικεία ψέματα (5.12.42) 103Γλώσσα κι εγωισμός (10.12.42) 104Τι τα κρύβουν (15.12.42) 105Και οι άντρες (18.12.42) 1071943Γράμμα γυναικός (13.1.43) 109Γυναικεία παράπονα (27.2.43) 110Η ερωτική εποχή (4.3.43) 111Τα ζευγαράκια (16.3.43) 113Πώς να διαλέγετε (11.4.43) 114Άνοιξη (24.4.43) 115Ρεβάνς (5.5.43) 117Τα περιστεράκια (9.5.43) 118Τα παιδία παίζει (23.5.43) 120Η τιμωρία της (28.5.43) 121
Ζήλιες (27.6.43) 122Ο άλλος τύπος (1.7.43) 124Μοντέρνα κορίτσια (20.7.43) 125Μάνα μου, τους θέλω δυο... (29.7.43) 126Η αμίλητη (26.8.43) 127Οι νεαρές αμαζόνες (27.8.43) 129Παράπονα παντρεμένου (28.8.43) 130Προκριματικός γάμος (1.9.43) 131Οι αντιρρήσεις (2.9.43) 133Τυχερά (16.9.43) 134Οι άτυχοι σύζυγοι (25.9.43) 135Το έξυπνο πουλί (22.10.43) 137Η απάντησή του (24.10.43) 138Οι πιλοτίνες (12.11.43) 139Το θάρρος της ζωής (28.11.43) 140Γράμμα του Πτωχοπροδρόμου (19.12.43) 1421944Γράμμα της Πτωχοπροδρομίνας (3.1.44) 145Ο φόβος του χρόνου (4.3.44) 147Ένα ενδιαφέρον βιβλίο (10.3.44) 148Έρως (16.3.44) 149Έξι κι ένας (17.3.44) 150Μισογυνισμός (22.3.44) 151Ο δεκάλογος των αντρών (30.3.44) 153Ο Μαργαρώς κι η Μαργαρώ (11.4.44) 154Η νέα γενεά (27.4.44) 155Η ώρα (28.4.44) 156Ο τσίρος (1.6.44) 157Δεμένα φτερά (15.8.44) 1581950Ερωτικά εγκλήματα (26.4.50) 161Απίθανη ιστορία (8.5.50) 163Μέχρι θανάτου (19.5.50) 164Θνητοί γάμοι (22.5.50) 165Θα εκλείψει… (3.6.50) 167Γυμνισμός (6.6.50) 168Το κρεβάτι της Ιουλιέτας (16.6.50) 169Ασυνεννοησίες (29.6.50) 171Πολυγαμία (12.7.50) 172Περί εμβουτίων κλπ. (19.7.50) 173Δυσφήμιση ομορφιάς (29.7.50) 174Γυναικοεμπόριο (31.7.50) 176Σκάνδαλο μια φορά! (17.8.50) 177Η απαγωγή (25.8.50) 178Δευτερολογία (26.8.50) 179Η «Σελάνα» της Σαπφώς (31.8.50) 181Ένα έκθετο (15.9.50) 182Η ζήλια (24.10.50) 183Γυναικών αρεταί (6.11.50) 184
Μισογυνισμός (18.12.50) 185Αισθηματικά (21.12.50) 1871951Σκιάς όναρ (9.1.51) 189Συζυγική ευτυχία (22.1.51) 190Τα γηρατειά (24.1.51) 191Ο Αλέκτωρ της Γαλλίας (24.2.51) 193Γυναικείες φοβέρες (26.2.51) 194Η ευτυχισμένη Σίτα (8.5.51) 195Η μέγαιρα (22.5.51) 196Άουτο ντα φε (8.6.51) 197Τα βαμμένα (13.6.51) 198Της πεθεράς το δίκιο (18.6.51) 199Δεν ενέδιδε (14.7.51) 201Εκ κλεψιγαμίας (18.7.51) 202Αγία οικογένεια (24.7.51) 203Λυσσάξανε; (26.7.51) 204Το προβάδισμα (31.7.51) 205Ελαφρά όπλα (8.8.51) 207Μαγιό νάιλον (20.8.51) 208Η Λάμια (27.8.51) 209Απώλεια συζύγων (4.9.51) 210Και πάλιν η Εύα (17.9.51) 211Επιθέσεις (2.10.51) 212Ζωή της πεντάρας (4.10.51) 214Γράμμα γυναίκας (5.10.51) 215Το παιδί της (13.10.51) 216Δεν παρηκολούθησε... (16.10.51) 217Εξηφανίσθη (25.10.51) 218Γκρίνια... (7.11.51) 219Η δαμάστρια (14.11.51) 220Συνοικέσια... (16.11.51) 2211952Ένα στίγμα (4.1.52) 223Απαγωγή πρωτότυπη (14.1.52) 224Βρικολάκιασμα (15.1.52) 225«Φιλοκαλούμεν γαρ...» (18.1.52) 226Η ταυρομαχία (23.1.52) 227Η γυναικεία ψήφος (12.2.52) 228Σουλτανάτο χαρέμι (23.5.52) 230Πόλεμος στηθοδέσμων (29.5.52) 231Η γυναικεία ψήφος (3.6.52) 232Συμφωνία αγγέλων (12.6.52) 233«Λίθος αιδέσεως» (1.7.52) 235«Σώστε μας…» (7.7.52) 236«Συνηθισμένα πράματα» (1.8.52) 237Παρθενογένεση (8.9.52) 238Ο Ολυμπιονίκης (5.12.52) 239Το ισχυρόν φύλον (19.12.52) 240
1953Ζώνη αγνείας (2.3.53) 243Λαρσινά θάματα (14.3.53) 244Φανατική υπαρξίστρια (24.4.53)* 245Γεροντικό τετράγωνο (27.4.53) 246Οι τυφλοί (2.5.53)* 247Αλληλοαπαγωγή γερόντων (4.5.53) 248«Η φανατική…» (6.5.53)* 250Το γυμνόν (27.5.53)* 251Η φουφούλα (30.5.53)* 252Σορτς και δε συμμαζεύεται (6.6.53)* 253Τα «αγόρια» τους! (7.6.53)* 254Ο θηλυκός Ηρακλής (14.6.53)* 256«...Αι δε γυναίκες άνδρες» (17.6.53)* 257Κύμα ηθικότητας (19.6.53)* 258Γεροντικά αθλήματα (20.6.53)* 259Μεσαίωνας (25.6.53) 260Η ωραία Ελένη (6.7.53) 262Το ηθικόν βάθος (7.8.53)* 263Το χαρέμι του Σουλτάνου (20.9.53) 264Φιλί, μαύρη αγορά (11.11.53) 2651954Αρετή στο χαρτί (Γράμμα Παυμένου) (21.2.54) 267Μετάθεση του ζητήματος (Γράμμα) (23.2.54) 268ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ 271
ΕΙΣΑΓΩΓΗΤο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας περιέχει 181 χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, που δημοσιεύτηκαν σε τέσσερις εφημερίδες της Αθήνας από το 1939 έως το 1954, και που είναι εμπνευσμένα από τον έρωτα, τον γάμο και τις σχέσεις των δύο φύλων. Τα Ερωτικά είναι ο πέμπτος τόμος με χρονογραφήματα του Βάρναλη που εκδίδε-ται από τις εκδόσεις Αρχείο· προηγήθηκαν, πάλι σε δική μου επιμέλεια, τα Αττι-κά, το 2016, με 400 χρονογραφήματα που είχαν ως θέμα τους την Αθήνα και την Αττική, το 2017 τα Αστυνομικά με 265 χρονογραφήματα με θέμα παρμένο από το αστυνομικό δελτίο, το 2019 τα Συμποσιακά με 154 χρονογραφήματα αφιερωμένα στην ταβέρνα και στο καφενείο, στο ποτό και το φαγητό, και το 2020 τα Πολεμι-κά με 81 χρονογραφήματα γραμμένα κατά τον πόλεμο του 1940-41.1 Έτσι, σιγά σιγά απέκτησε σάρκα και οστά ο χρονογράφος Κώστας Βάρναλης, αφού έχουν πλέον εκδοθεί περισσότερα από 1000 χρονογραφήματά του. Βέβαια, η έκδοση των χρονογραφημάτων δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Βάρναλης πρωταρχικά ποιητής ήταν και δίκαια καταλαμβάνει μια από τις πρώτες θέσεις στο λογοτεχνικό μας στερέωμα. Ωστόσο, η συνεργασία του με εφημερίδες ήταν όχι μόνο μακρόχρονη και πολύ δημιουργική, αλλά και βιοποριστικά απαραίτητη: μετά την απόλυσή του για πολιτικούς λόγους από τη Μέση Εκπαίδευση, ο ποιητής βρέθηκε στην ανάγκη να κερδίζει το ψωμί του με την πένα του· αρχικά δούλεψε σε λεξικά και εγκυκλοπαίδειες κι έπειτα άρχισε την τακτική, πρώτα εβδομαδιαία και αργότερα καθημερινή, συνεργασία με εφημερίδες. Οπότε, η ενασχόληση του Βάρναλη με το χρονογράφημα είναι απόρροια της ενα-1 Αναπόφευκτα, σε τούτην εδώ την εισαγωγή επαναλαμβάνονται αρκετά πράγματα από την εισα-γωγή των προηγούμενων τόμων.
σχόλησής του με τη δημοσιογραφία, και ο χρονογράφος Βάρναλης είναι συνέχεια του δημοσιογράφου Βάρναλη, που είναι άλλωστε και το επάγγελμα από το οποίο συνταξιοδοτήθηκε, από την Αυγή το 1958, αφού, αν δεν κάνω λάθος, δεν του ανα-γνωρίστηκε συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την προηγούμενη δημοσιοϋπαλληλική θητεία του στην εκπαίδευση (1908-1926).Φυσικά, ακόμα και τον καιρό που υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος, ο Βάρνα-λης είχε δημοσιεύσεις σε διάφορες εφημερίδες, όμως σποραδικές και ευκαιριακές. Η τακτική συνεργασία του αρχίζει μετά την απόλυσή του από τη Μέση Εκπαί-δευση, που έγινε τον Φεβρουάριο του 1926, επί δικτατορίας Πάγκαλου, ενώ είχε προηγηθεί εξάμηνη παύση του το 1925. Ο Βάρναλης πλήρωσε την εμπλοκή του στο λεγόμενο σκάνδαλο των Μαρασλειακών, που ήταν η επιτυχημένη τελικά προσπά-θεια των αντιδραστικών κύκλων να ακυρώσουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1923-24, μεταρρύθμιση που είχε βρει την υλοποίησή της στη δημιουργία της Παιδαγωγικής Ακαδημίας με επικεφαλής τον Δημήτρη Γληνό και στην αναβάθμι-ση του Μαράσλειου Διδασκαλείου με τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Πρώτος ο Βάρ-ναλης δέχτηκε τα βέλη της σκοταδιστικής συμμαχίας, η οποία επέσειε την απειλή του «μαλλιαροκομμουνισμού». Αφορμή ήταν οι «αντιπατριωτικοί» και «αντιθρη-σκευτικοί» στίχοι που είχε γράψει τρία χρόνια νωρίτερα στο Φως που καίει.Πρώτη τακτική, αν και βραχύβια, συνεργασία του Βάρναλη με εφημερίδα ήταν το 1926 όταν, με έξοδα της αθηναϊκής εφημερίδας Πρόοδος, μεταβαίνει ως αντα-ποκριτής στο Παρίσι και από εκεί στέλνει μια σειρά ανταποκρίσεις, άλλες αι-σθητικές και άλλες ταξιδιωτικές.2 Αυτή η πρώτη συνεργασία διάρκεσε λίγους μήνες. Για αρκετά από τα επόμενα χρόνια ο Βάρναλης θα δουλέψει σε εγκυκλο-παίδειες και λεξικά. Η επόμενη τακτική συνεργασία με εφημερίδα έρχεται το 1934, όταν ο Βάρναλης ταξιδεύει μαζί με τον Γληνό στη Μόσχα για να παρακολουθήσει το 1ο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων και δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στον Ελεύθερο Άνθρωπο,3 εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε «αριστερίζουσα». Στη συνέχεια, ο Βάρναλης συνεργάστη-κε το 1935 με τον Ανεξάρτητο, όπου δημοσίευσε κυρίως φιλολογικές αναμνήσεις,4 και το 1936 με τον Ριζοσπάστη, όπου δημοσιεύει λογοτεχνική κριτική και επι-φυλλίδες, χωρίς όμως να έχει τακτική στήλη. Ο Κώστας Βάρναλης, η Πρωία, και το χρονογράφημαΜετά την κήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, όταν ο Ριζοσπάστης έκλει-σε και το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου, ο Βάρναλης συνεργάστηκε με την εφημερίδα Πρωία, αφού προηγουμένως στις αρχές της δεκαετίας είχε συνεργαστεί με το Λεξι-κό της. Ξεκινώντας από τον Μάιο του 1937, άρχισε να δημοσιεύει κάθε εβδομάδα «φυσιογνωμίες λογοτεχνών που έλειψαν», δηλαδή φιλολογικά πορτρέτα, που αρ-γότερα τα συμπεριέλαβε στο βιβλίο του Ζωντανοί άνθρωποι. Το 1938 συνεχίζει, 2 Σήμερα στο βιβλίο Γράμματα από το Παρίσι (Εκδόσεις Αρχείο 2013) σε δική μου επιμέλεια.3 Σήμερα στο βιβλίο Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ (Εκδόσεις Αρχείο 2014) σε δική μου επιμέλεια.4 Σήμερα στο βιβλίο Φιλολογικά απομνημονεύματα σε επιμέλεια Κώστα Παπαγεωργίου (Κέδρος 1981).12 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
πάντοτε κάθε Δευτέρα, με αισθητικά δοκίμια (με τον γενικό τίτλο «Καλλιτεχνικά και φιλολογικά ζητήματα»). Τα περισσότερα από αυτά τα συμπεριέλαβε αργότε-ρα στο βιβλίο Αισθητικά-κριτικά ή στα Σολωμικά. Επίσης μέσα στο 1938 δημοσι-εύει μια σειρά με εντυπώσεις από το Δημόσιο Ψυχιατρείο, που αργότερα μπήκαν στο βιβλίο του Αληθινοί άνθρωποι.5 Όλες αυτές οι δημοσιεύσεις γίνονται ανώνυμα ή ψευδώνυμα. Ο λόγος είναι απλός: μέσα στη δικτατορία, ο Βάρναλης μπορεί μεν να γράφει, αλλά του απαγορεύε-ται αυστηρά να υπογράφει τα κείμενά του, έστω κι αν όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ήξεραν σε ποιον ανήκουν οι δημοσιεύσεις αυτές. Η απαγόρευση δεν αφορούσε μόνο τη δημοσιογραφική του δουλειά. Το 1938, ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο η κωμωδία του Μολιέρου «Οι ψευτοσπουδαίες» σε μετάφραση κάποιου Β., που βεβαίως ήταν ο Βάρναλης, ενώ το 1937 ο ποιητής συνεργάστηκε με τον Νώντα Έλατο [Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ] στη συλλογή παιδικών ποιημάτων «Ο Κορυδαλλός» αλλά κατόπιν συμφωνίας συγγραφέας αναφέρθηκε μόνο ο Έλατος.6Το 1939 ο Βάρναλης δημοσιεύει σε συνέχειες στην Πρωία, ανώνυμα, τη μυθιστο-ρηματική βιογραφία «Ο αυτοκράτωρ Νέρων», η οποία τελειώνει στις 6 Αυγού-στου. Από εκείνο το φύλλο και μετά, αρχίζει να δημοσιεύεται σε συνέχειες, πάλι ανώνυμα, η βιογραφία «Κλεοπάτρα, η εστεμμένη Αφροδίτη». Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα πεθαίνει ο φίλος του Γιώργος Σερούιος, που κρατούσε το καθημερινό χρονογράφημα στην Πρωία με τον γενικό τίτλο Τέχνη και ζωή, υπογράφοντας ως SER. Η διεύθυνση της Πρωίας ανέθεσε το καθημερινό χρονογράφημα στον Βάρ-ναλη, ο οποίος φαίνεται αρχικά να είχε κάποιες επιφυλάξεις.Στην τιμητική εκδήλωση που διοργάνωσε η ΕΣΗΕΑ το 1974 για να τιμήσει τον ποιητή, κατά σύμπτωση λίγες ώρες πριν από τον θάνατό του, μίλησε ο Γεώργιος Καράντζας, φίλος του Βάρναλη και πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ στην Κατοχή, και αφη-γήθηκε πώς άρχισε αυτή η συνεργασία:Επαγγελματίας δημοσιογράφος έγινε μόνον το 1940, χωρίς μάλιστα καλά καλά να το θέλει ο ίδιος. Η Πρωία έχασε τότε ένα εξαιρετικό συνεργά-τη της, τον αλησμόνητο Γιώργο Σερούιο, που έγραφε χρονογραφήματα με την υπογραφή “Σερ”. Δημιουργήθηκε λοιπόν θέμα διαδοχής τού “Σερ” και εγώ πρότεινα τότε στον Διευθυντή μας, τον κ. Στέφανο Πεσμαζόγλου, σαν χρονογράφο τον Βάρναλη. Ο κ. Πεσμαζόγλου, που νομίζω πως πρέπει σή-μερα να εξάρω ένα μεγάλο προτέρημά του, πως δεν είναι καθόλου μισαλ-λόδοξος, δέχθηκε προθυμότατα την εισήγησή μου. Δεν την δέχθηκε όμως με τόση προθυμία και ο Βάρναλης. «Το χρονογράφημα», μου είπε, «είναι κάτι πρόχειρο. Κι εγώ δεν μπορώ να γράφω έτσι πρόχειρα!». Εγώ επέμεινα: «Ίσα ίσα», του είπα. «Επειδή είσαι τέτοιος που σε ξέρω και δεν μπορείς να γράφεις τόσο πρόχειρα, θα δώσεις κάποιο βάθος στο χρονογράφημα, που είναι μια σπουδαία έπαλξη για όσους είναι αγωνιστές σαν εσένα.»7Ο Καράντζας κάνει ένα λαθάκι στη χρονολογία: ο θάνατος του Σερούιου συνέ-5 Τα δυο βιβλία «Ζωντανοί άνθρωποι» και «Αληθινοί άνθρωποι» κυκλοφορούν πλέον σε έναν τόμο από τον Κέδρο με τον τίτλο Άνθρωποι. 6 Δεν είναι ακριβές, και υποτιμά τον Βάρναλη, αυτό που γράφτηκε ότι, τάχα, ο Βάρναλης πούλησε τα ποιήματά του στον Παπαμιχαήλ. 7 Γ. Καράντζας, «Ο Βάρναλης στη δημοσιογραφία», Αιολικά Γράμματα τχ. 25 (1975) [Αφιέρωμα Βάρναλη] σ. 37.13ΕΙΣΑΓΩΓΗ
βη τον Αύγουστο του 1939· τότε ξεκίνησε η καθημερινή συνεργασία του Βάρνα-λη. Πράγματι, στις 18 Αυγούστου 1939, έξι μέρες μετά τον θάνατο του Σερούιου, δημοσιεύεται το πρώτο χρονογράφημα του Βάρναλη στην Πρωία, ανυπόγραφο αλλά αναγνωρίσιμο, με τον τίτλο «Ο ‘Ίντεξ’ της Αγίας Έδρας» και θέμα του τα βιβλία που απαγορεύτηκαν κατά καιρούς από την Καθολική Εκκλησία. Θα μπο-ρούσαμε να το χαρακτηρίσουμε και «επιφυλλίδα» αντί για «χρονογράφημα»· ο Βάρναλης, τον πρώτο χρόνο της καθημερινής του συνεργασίας διατήρησε σε με-γάλο βαθμό το πνεύμα των κειμένων του Σερούιου, που ήταν περισσότερο επιφυλ-λίδες ή εκλαϊκευτικά αισθητικά δοκίμια γύρω από την ιστορία της τέχνης και της φιλολογίας ή για τη διεθνή πνευματική κίνηση. Τα πρώτα πρώτα κείμενα του Βάρναλη στη στήλη «Τέχνη και ζωή» ήταν ανυ-πόγραφα, αλλά από τις 24 Αυγούστου καθιερώνει την υπογραφή Τ.κ.Ζ. (όπως είπαμε, δεν του επιτρεπόταν να υπογράψει με το πραγματικό του όνομα). Στις 4 Σεπτεμβρίου ο Βάρναλης αφιερώνει το χρονογράφημά του στη νεκρολογία του Σερούιου, αποτίοντας φόρο τιμής στον προκάτοχό του και παίρνοντας επίσημα, θα λέγαμε, τη σκυτάλη του χρονογράφου της εφημερίδας. Στους δεκατέσσερις μήνες από τον Σεπτέμβριο του 1939 έως και τον Οκτώβριο του 1940, ο Βάρναλης θα δημοσιεύσει στη στήλη «Τέχνη και ζωή» περί τα 420 κείμενα, αλλά από αυτά μόνο τα 100 περίπου μπορούν να χαρακτηριστούν χρονογραφή-ματα. Εφτά από τα κείμενα αυτά περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο και θα δείτε ότι τα περισσότερα έχουν διαφορετικό ύφος από τα χρονογραφήματα των επόμενων ετών –όπως είπαμε, στον πρώτο χρόνο της συνεργασίας του έγραφε πε-ρισσότερο επιφυλλίδες, μένοντας πιστός στο πνεύμα του Σερούιου.Όλα αλλάζουν με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τώρα πια, το χρονογράφημα του Βάρναλη παρακολουθεί την πολεμική καθημερινότητα, στρατεύεται κι αυτό στην πολεμική προσπάθεια. Ένα μικροφιλολογικό μυστήριο, στο οποίο δεν έχω να προτείνω κάποια πιθανή εξήγηση, είναι το γεγονός ότι ο Βάρναλης άρχισε να υπογράφει τα κείμενά του όχι μετά ή αμέσως με την κήρυξη του πολέμου, επωφελούμενος από την αυτονόητη χαλάρωση των λογοκριτικών περιορισμών, όπως έχει γραφτεί, αλλά από την προηγούμενη μέρα, από το φύλλο της 27ης Οκτωβρίου! Το πρώτο χρονογράφημα στην Πρωία που το υπέγραψε ο Βάρναλης με το όνομά του, στις 27.10.1940, έχει τίτλο «Ψυχαγωγία-διδασκαλία». Από τότε, η στήλη «Τέχνη και ζωή» φέρει την υπογραφή Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ.Στις 27 Απριλίου 1941 μπαίνουν στην Αθήνα οι Γερμανοί. Αρχίζει η Κατοχή. Ο Βάρναλης γράφει καθημερινά το χρονογράφημα στην Πρωία, η οποία, μέσα στις κατοχικές συνθήκες, κυκλοφορεί μόνο σε 2 σελίδες, ένα μονόφυλλο μεγάλου σχή-ματος, χωρίς καθόλου γελοιογραφίες, εικονογραφήσεις ή φωτογραφίες. Όπως γράφει ο Γιώργος Ζεβελάκης στην εισαγωγή της ανθολογίας κατοχικών χρονογραφημάτων του Βάρναλη που έχει εκδώσει,8 «αν το χρονογραφείν είναι δύ-σκολη δουλειά σε καιρό ειρήνης, την Κατοχή ήταν λίαν επικίνδυνη απασχόληση. Μια λέξη κοινωνικής κριτικής παραπάνω, μπορούσε να σε οδηγήσει στο Χαϊδάρι, ενώ μια έκφραση επαινετική να σου αποδώσει πρόθεση συνεργασίας». Τα κατοχικά χρονογραφήματα του Βάρναλη είναι περίπου χίλια. Μέσα στην Κα-τοχή, ο Βάρναλης έγραψε τις καλύτερες χρονογραφικές σελίδες του και με το κα-8 Κώστας Βάρναλης, Φέιγ βολάν της Κατοχής, επιμ. Γ. Ζεβελάκη, σελ. 20.14 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
θημερινό του χρονογράφημα βοηθούσε τους Αθηναίους να αντέξουν στα δεινά. Η στήλη του είχε μεγάλη απήχηση. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1944 η Πρωία, όπως και όλες οι καθημερινές αθηναϊκές εφη-μερίδες αναγκάστηκαν να κλείσουν, λόγω της έλλειψης δημοσιογραφικού χαρτιού και στη θέση τους εκδόθηκαν δύο μόνο εφημερίδες, μία πρωινή και μία απογευμα-τινή. Οι εφημερίδες Ακρόπολις, Ελεύθερον Βήμα, Καθημερινή, Πρωία, συγχωνεύ-θηκαν στον Ηνωμένο Τύπο με υπότιτλο «Ημερησία έκδοσις των πρωϊνών εφημερί-δων των Αθηνών», ενώ από τη σύμπραξη της Βραδυνής και των Αθηναϊκών Νέων προέκυψαν τα Βραδυνά Νέα.Ο Βάρναλης ανέλαβε το χρονογράφημα στον Ηνωμένο Τύπο, ένδειξη του κύρους του. Δεν υπάρχει πλήρες σώμα της βραχύβιας άλλωστε αυτής έκδοσης, αλλά στο αρχείο Βάρναλη σώζονται 2-3 χρονογραφήματα. Πάντως, στα τέλη Σεπτεμβρίου σταμάτησε και αυτή η έκδοση. Η Πρωία δεν επανεκδόθηκε μετά την Κατοχή, αλλά έτσι κι αλλιώς ο ποιητής είχε πια βρεθεί στον φυσικό του χώρο, αφού αμέσως μετά την απελευθέρωση άρχισε να συνεργάζεται με τον Ριζοσπάστη (και αργότερα με τον Ρίζο της Δευτέρας) με κριτική, δοκίμια και επιφυλλίδες. Ωστόσο, το καθημερινό χρονογράφημα του μεταπολεμικού Ριζοσπάστη το ανέλαβε ο Απόστολος Σπήλιος. Το 1946, με παρέμ-βαση του Ζαχαριάδη, ο Βάρναλης πήρε άδεια μετ’ αποδοχών από τον Ριζοσπάστη για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του Το ημερολόγιο της Πηνελόπης, που δη-μοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα. Στα τέλη του 1947 το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου και τα έντυπά του έκλεισαν και έτσι σταμάτησε αυτή η περίοδος δημοσιο-γραφικής δραστηριότητας του Κ. Βάρναλη.Δεκαετία του 1950:Προοδευτικός Φιλελεύθερος, Προοδευτική Αλλαγή και ΑυγήΕπόμενη συνεργασία, τον Απρίλιο του 1950, η εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύ-θερος. Επρόκειτο για νεότευκτη εφημερίδα, που είχε αρχικά εκδοθεί ως εβδομα-διαία (κυριακάτικη) στις 12.2.1950 προκειμένου να στηρίξει το κεντρώο κόμμα ΕΠΕΚ του Ν. Πλαστήρα στις επικείμενες εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 και στη συνέχεια μετατράπηκε, από τις αρχές Απριλίου, σε καθημερινή απογευματινή εφη-μερίδα «προοδευτικών φιλελευθέρων αρχών» σύμφωνα με την προμετωπίδα της. Ο Φιλελεύθερος φρόντιζε να έχει και αριστερούς συνεργάτες, τόσο για πολιτι-κούς λόγους όσο και για κυκλοφοριακούς, αφού οι αριστερές εφημερίδες, όταν και όπως κυκλοφορούσαν, βρίσκονταν διαρκώς υπό τη δαμόκλειο σπάθη της λο-γοκρισίας ή του κλεισίματος. Στις 8.4.1950, Μεγάλο Σάββατο, δημοσιεύεται στην εφημερίδα το διήγημα του Βάρναλη «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη» και από τις 24 Απριλίου 1950 ο ποιητής αναλαμβάνει το καθημερινό χρονογράφημα, με τον γενικό τίτλο «Από μέρα σε μέρα».Τώρα που δεν υπάρχουν οι κατοχικοί περιορισμοί, ο Βάρναλης δεν τσιγκουνεύε-ται τους τσουχτερούς πολιτικούς υπαινιγμούς ακόμα και στα μη πολιτικά χρονο-γραφήματά του (π.χ. για τους “κοχοψέρηδες”, τους μετανιωμένους ψηφοφόρους του Παπάγου), ενώ βεβαίως γράφει και άφθονα αμιγώς πολιτικά χρονογραφήμα-15ΕΙΣΑΓΩΓΗ
16τα. Και στα «ερωτικά» χρονογραφήματα του λοιπόν βρίσκουμε πολιτικά σχόλια και (μετά τον Νοέμβριο του 1952) κριτική στην κυβέρνηση.Το διάστημα που ήταν συνεργάτης του Προοδευτικού Φιλελεύθερου, ο Βάρνα-λης συνεργάστηκε και με δύο άλλες εφημερίδες. Καταρχάς, από τον Σεπτέμβριο του 1951 έως τις αρχές του 1952 δημοσίευε στην εβδομαδιαία αριστερή εφημερίδα Δημοκρατική ιστορικές επιφυλλίδες τις οποίες υπέγραφε με τα αρχικά Κ.Β. Η συ-νεργασία αυτή είχε μείνει εντελώς ακατάγραπτη, αφού ούτε στο αρχείο Βάρναλη σώζονται ίχνη της, με εξαίρεση ένα δικό μου άρθρο.9Πιο σχετική με το θέμα μας είναι η δεύτερη συνεργασία του, που άρχισε τον Μάιο του 1953, με την πρωινή εφημερίδα Προοδευτική Αλλαγή, η οποία είχε αρχίσει να εκδίδεται από το 1951 με διευθυντή τον Νικ. Παπαπολίτη, ηγετικό στέλεχος της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, αλλά, όπως και ο Προοδευτικός Φιλελεύθερος, είχε και αρι-στερούς συνεργάτες (Ο Γιάνης Κορδάτος έγραφε επιφυλλίδες, και μουσικοκριτική ο Μίκης Θεοδωράκης). Εδώ ο Βάρναλης γράφει καθημερινό χρονογράφημα, με τον γενικό τίτλο «Πρωινά λόγια». Έτσι, για μερικούς μήνες του 1953 δημοσιεύονταν καθημερινά δύο δικά του χρονογραφήματα. Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην Αλλαγή δεν διαφέρουν καθόλου στο πνεύμα από εκείνα στον Φιλελεύθερο. Να σημειωθεί ότι την περίοδο 1951-1953 ο Βάρναλης, εκτός από χρονογράφημα, δημοσίευσε στον Φιλελεύθερο τέσσερα ιστορικά μυθιστορήματα βιογραφικού χα-ρακτήρα σε συνέχειες, με θέμα την Κλεοπάτρα, τον Αλκιβιάδη, τη Σαπφώ και τον Αττίλα, ενώ επίσης δημοσίευσε άλλο ένα παρόμοιο αφήγημα με θέμα τον Ηρώδη το 1953 στην Αλλαγή. Σύμφωνα με τη Θεανώ Μιχαηλίδου, αυτές οι βιογραφίες, όπως και οι άλλες δύο που είχε δημοσιεύσει προπολεμικά στην Πρωία, δεν είναι πρωτότυπη δουλειά αλλά ελεύθερες αποδόσεις γαλλικών βιβλίων.Ωστόσο, από το 1952 έχει εκδοθεί, αρχικά εβδομαδιαία και από τα τέλη του χρό-νου καθημερινή, η Αυγή, το όργανο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς. Τον Αύγουστο του 1953 ο Βάρναλης αρχίζει να συνεργάζεται με την Αυγή, σταματώ-ντας τη συνεργασία του με τις δύο κεντρώες εφημερίδες, οι οποίες άλλωστε λίγο αργότερα διέκοψαν τη λειτουργία τους καθώς, ύστερα από τον θάνατο του Πλα-στήρα (26.7.1953) το κόμμα της ΕΠΕΚ διασπάστηκε και αποδυναμώθηκε.Στην Αυγή ο Βάρναλης δημοσίευε καθημερινό χρονογράφημα σε στήλη με τον γενικό τίτλο «Λόγια που καίνε». Όπως δείχνει και ο τίτλος, τα χρονογραφήματα του Βάρναλη ήταν, κατά κανόνα, πολιτικά και μαχητικά. Στην Αυγή ο Βάρναλης βρέθηκε ξανά στον φυσικό χώρο του. Μάλιστα, για πρώτη φορά γράφει χρονο-γράφημα σε μια εφημερίδα με της οποίας την πολιτική γραμμή συμφωνεί (στον Ρι-ζοσπάστη δεν έγραψε χρονογραφήματα). Σχολιάζει λοιπόν δηκτικά την πολιτική κατάσταση και ιδίως την πολιτική εξάρτηση της χώρας από τους υπερατλαντικούς πάτρωνες, δίνει αγώνα για τους εξόριστους και στους φυλακισμένους της Αριστε-ράς, γράφει πύρινα χρονογραφήματα για το Κυπριακό, ένα ζήτημα που δέσποζε στην πολιτική επικαιρότητα όλα εκείνα τα χρόνια. Βέβαια, τα χρόνια περνάνε, και ο Βάρναλης έχει πια περάσει τα 70, οπότε δεν γράφει χρονογράφημα αδιάλειπτα κάθε μέρα όπως πριν. Τελικά, όταν το 1958 μια σοβαρή ασθένεια τον αναγκάζει σε μακρά νοσηλεία, η δημοσιογραφική του θητεία τερματί-ζεται –και συνταξιοδοτείται, όπως είπαμε, ως δημοσιογράφος, από την Αυγή. 9 Νίκος Σαραντάκος, «Μια ακατάγραφτη συνεργασία του Κώστα Βάρναλη», Μικροφιλολογικά, τχ. 38 (2015), σελ. 25.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το χρονογράφημα, είδος εφήμεροΣύμφωνα με το Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, το χρονογράφημα εί-ναι «είδος έντεχνου πεζού λόγου, σύντομο συνήθως λογοτεχνικό κείμενο, το οποίο δημοσιεύεται στον Τύπο και σχολιάζει με εύθυμο τρόπο την επικαιρότητα». Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι βρίσκεται μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιο-γραφίας· ο Σπύρος Μελάς, που το υπηρέτησε επί δεκαετίες, το αποκάλεσε «πρε-σβευτή της λογοτεχνίας στη δημοσιογραφία», διότι, ακόμα κι αν το χαρακτηρίσου-με απλώς «είδος έντεχνου πεζού λόγου με λογοτεχνική χροιά», δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι το υπηρέτησαν κορυφαίοι λογοτέχνες, από τον Ροΐδη και τον Κονδυλάκη ίσαμε τον Παπαντωνίου και τον Νιρβάνα, και φυσικά τον Βάρναλη. Άλλωστε, αν σκεφτούμε ότι το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2015 απονεμήθηκε στη Λευκορωσίδα συγγραφέα και δημοσιογράφο Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, που έχει δώσει έργα που μπορούν να χαρακτηριστούν ρεπορτάζ, βλέπουμε ότι στην εποχή μας τα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας έχουν γίνει ακόμα πιο δυσδιάκριτα. Ο Νίκος Δήμου, θεράποντας και μελετητής του είδους, έγραψε το 1991 ότι «Το Ελληνικό χρονογράφημα πέθανε μια βραδιά της δεκαετίας του 70»10 και μάλιστα ότι το σκότωσε, άθελά του, ο Δημήτρης Ψαθάς επειδή το μόλυνε με το μικρόβιο της πολιτικής. Ωστόσο, χρονογραφήματα γράφονται και σήμερα, και το είδος υπηρε-τήθηκε και στον αιώνα μας από καλούς λογοτέχνες –θα αναφέρω μόνο τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη. Βέβαια, στις μέρες μας το σχήμα των εφημερίδων έχει αλλάξει και το χρονογράφημα έχει εκτοπιστεί από την πρώτη σελίδα, όπου δέσποζε επί έναν αιώνα πλάι στο κύριο άρθρο. Ούτε είναι απαραίτητο σήμερα για μια εφημερίδα να δημοσιεύει χρονογράφημα, όπως ήταν πριν από 100 χρόνια, όταν κάποιες εφη-μερίδες τις αγόραζαν πολλοί κυρίως ή και μόνο και μόνο για το χρονογράφημα (π.χ. την Εστία για τον Νιρβάνα). Οπότε, δεν είναι τυχαίο ότι το Χρηστικό Λεξικό, που τον ορισμό του δώσαμε παραπάνω, θεωρεί πως ο ορισμός, χωρίς να είναι πα-ρωχημένος, αφορά «κυρίως παλαιότερα» κείμενα.Όπως είπαμε, το χρονογράφημα είναι είδος εφήμερο: «Ιστορία του λεπτού και του δευτερολέπτου. Συμβάντα, επεισόδια, σκηναί της ζωής, ασήμαντα κάποτε γεγο-νότα, τα οποία θα περνούσαν απαρατήρητα, παραλαμβάνονται από τον χρονο-γράφον, ιστορούνται, διυλίζονται, καλούνται ν’ αποδώσουν την βαθυτέραν των ουσίαν και, κάποτε, την βαθυτέραν των έννοια», γράφει ο Παύλος Νιρβάνας,11 που διέπρεψε στο χρονογράφημα, υπηρετώντας το επί δεκαετίες. Ως είδος εφήμερο, που δημοσιεύεται σε μέσο εφήμερο, το χρονογράφημα, αντέχει λιγότερο στον χρόνο από άλλα είδη, κακογερνάει θα λέγαμε. Ωστόσο, τα χρονο-γραφήματα των μεγάλων λογοτεχνών, ιδίως όταν δεν αναφέρονται σε ξεχασμένα πια περιστατικά της πολιτικής επικαιρότητας, διατηρούν την αξία τους σε δυο επί-πεδα. Καταρχάς, δίνουν στον αναγνώστη την ευκαιρία να γνωρίσει μιαν ακόμα πτυχή του έργου του λογοτέχνη. Κι έπειτα, τα χρονογραφήματα ενός μεγάλου μά-στορα (όπως ήταν ο Βάρναλης) έχουν για τους αναγνώστες των επόμενων γενεών και μιαν άλλη αξία, ότι μας δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε μια εικόνα της ζωής πριν από μερικές δεκαετίες, για πράγματα που έχουν αναντίστρεπτα αλλάξει.10 Νίκος Δήμου, «Ο θάνατος του χρονογραφήματος», Δοκίμια ΙΙ, Τα πρόσωπα της ποίησης, Νεφέλη 1993, σελ. 167-177.11 Το παραθέτει ο Γ. Ζεβελάκης στον πρόλογό του (Φέιγ βολάν της Κατοχής, σ. 16).17ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από τα παλιά χρονογραφήματα λοιπόν παίρνουμε μιαν εικόνα για το πώς ζούσαν οι πατεράδες ή οι παππούδες μας που δεν μας τη δίνει η μεγάλη ιστορία. Γι’ αυτό και δεν είναι ασυνήθιστο να εκδίδονται ανθολογίες ή και πλήρεις συλλογές με τα χρονογραφήματα που έγραψαν οι μεγάλοι του είδους, είτε σε χρονολογική είτε σε θεματική ταξινόμηση, ακόμα και σε πολλούς τόμους (ο Νιρβάνας εξέδωσε οχτώ τόμους με χρονογραφήματά του, οργανωμένα θεματικά).Τα χρονογραφήματα του ΒάρναληΚαταρχάς, πόσα είναι; Συνολικά τα χρονογραφήματα του Βάρναλη ξεπερνούν τα 3500 κείμενα: περίπου 1450 στην Πρωία (ωστόσο περίπου 300 από αυτά πρέπει να χαρακτηριστούν επιφυλλίδες), καμιά δεκαριά στον Ηνωμένο Τύπο, 1020 στον Προ-οδευτικό Φιλελεύθερο, 115 στην Προοδευτική Αλλαγή και περίπου 980 στην Αυγή. Μια παράμετρος που ίσως δεν έχει προσεχτεί σε σχέση με την δημοσιογραφική δουλειά και τα χρονογραφήματα του Βάρναλη, είναι ότι, όσον καιρό συνεργαζό-ταν καθημερινά με εφημερίδες, πολύ λίγα λογοτεχνικά έργα έγραψε. Η δημοσιο-γραφική δουλειά, όπως και νωρίτερα η δουλειά στα λεξικά και τις εγκυκλοπαί-δειες, τον κούραζε ή ίσως τον αφυδάτωνε. Όπως άλλωστε έχει τονίσει κι ο ίδιος ήδη από το 1932, «για να δημιουργήσεις, χρειάζεται να ’χεις άνεση και κέφι, να περνάς μια ζωή ‘οτσιόζαμ’, τεμπέλικη, όπως λεν κι οι Λατίνοι».12 Μη μπορώντας να βρει την άνεση, οικονομική ή άνεση χρόνου, ο Βάρναλης σχεδόν σταμάτησε να γράφει λογοτεχνία. Ενδεικτικό είναι ότι, μόλις συνταξιοδοτήθηκε, στράφηκε και πάλι στη λογοτεχνία ολοκληρώνοντας, αν και άρρωστος, το θεατρικό του έργο Άτταλος ο Γ ΄ και γράφοντας, σε προχωρημένη πια ηλικία, τα ποιήματα της συλλογής Ελεύθερος κόσμος ύστερα από δεκαετίες σχεδόν ολικής ποιητικής σιγής. Οπότε, τα χρόνια εκείνα της λογοτεχνικής του αγρανάπαυσης στα χρονογραφή-ματα κυρίως διοχέτευε ο Βάρναλης την ποιητική του διάθεση, γι’ αυτό και πολλά από τα κομμάτια του τόμου αυτού δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από καθαυτό λογοτεχνικά έργα, καθώς λειτουργούν σαν «παραθύρια απ’ όπου μπορούσε να ξανασάνει ο ποιητικός του λογισμός. Μπορεί το καθένα να αποτελεί ένα πολύ συνοπτικό πεζογραφικό έργο, όμως σε πολλά από αυτά έχει εισχωρήσει η ποίησή του», όπως επισήμανε ο Αντώνης Μπουλούτζας στην ανακοίνωσή του στο 34ο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας, το αφιερωμένο στον Κ. Βάρναλη.13 Ο Βάρναλης δεν περιφρονούσε τη δημοσιογραφική δουλειά του, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι εξέδωσε σε βιβλίο και συμπεριέλαβε στα Άπαντά του αρκετά δημο-σιογραφικά του κείμενα. Και από τα χρονογραφήματα του πολλά, που έχουν φι-λολογικό θέμα, τα έχει συμπεριλάβει στα Αισθητικά-Κριτικά ή στα Σολωμικά του. Τα υπόλοιπα χρονογραφήματά του δεν τα αξιοποίησε, παρόλο που φαίνεται πως υπήρχε τέτοια σκέψη: όταν αναγγέλθηκε η έκδοση των Απάντων του από τον Κέδρο, στον αρχικό σχεδιασμό που ανακοινώθηκε στον Τύπο (π.χ. Αυγή 7.9.1956, σελ. 2) περιλαμβανόταν και μια ενότητα με Χρονογραφήματα. Επίσης, η επισκό-πηση του αρχείου του υποβάλλει την ιδέα ότι σχεδίαζε με κάποιον τρόπο να τα 12 Γ. Κοτζιούλας, «Μια ώρα με τον κ. Κώστα Βάρναλη», Μπουκέτο τχ. 420 (1932), σελ. 384.13 Αντώνης Μπουλούτζας, «Ο χρονογράφος Κώστας Βάρναλης» (εκκρεμεί δημοσίευση).18 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
αξιοποιήσει. Τα αποκόμματα των εφημερίδων με τα χρονογραφήματα είναι σχο-λαστικά φυλαγμένα, μερικά έχουν ιδιόγραφες διορθώσεις και προσθήκες που αφορούν όχι μόνο τυπογραφικά λάθη αλλά και τροποποιήσεις ουσίας, υπάρχουν χειρόγραφες παραπομπές ή μνεία ότι το τάδε χρονογράφημα λείπει ή ότι την τάδε μέρα δεν εκδόθηκε η εφημερίδα, ενώ κάποια είναι ταξινομημένα θεματικά. Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη δεν περνούσαν απαρατήρητα στην εποχή τους. Πολλά έδωσαν αφορμή για έντονες συζητήσεις, εντάχθηκαν στην αντιπα-ράθεση των ιδεών της εποχής τους (όπως, ας πούμε, η τετράδα χρονογραφημάτων «Περί σκότους» το 1942) και διαβάζονταν με πολλή προσοχή τόσο από επώνυ-μους όσο και από ανώνυμους. Στο αρχείο Βάρναλη, πλάι στις άφθονες επιστολές απλών αναγνωστών που εκφράζουν τον θαυμασμό τους για το τάδε ή το δείνα χρονογράφημα, υπάρχουν επίσης γράμματα λογίων (Ν. Β. Τωμαδάκης, Μ. Καρα-γάτσης, Κώστας Μπίρης, Γιώργος Κοτζιούλας) σχετικά με ζητήματα που είχε θίξει ο Βάρναλης σε κάποιο χρονογράφημά του ή με απορίες που είχε εκφράσει. Είναι δηλαδή σαφές ότι τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην εποχή τους αποτελού-σαν πνευματικό γεγονός και καθημερινό ανάγνωσμα. (Πάντως υπάρχουν στο αρχείο και μερικές ανώνυμες υβριστικές επιστολές: ένας ανώνυμος ρωτάει τον διευθυντή της Πρωίας πώς ανέχεται έναν απαίσιο συνεργάτη που «ρίχνει φαρ-μακερές σαΐτες εναντίον των χριστιανικών μας παραδόσεων», ενώ ένας άλλος, αγανακτισμένος για τον δημοτικισμό του Βάρναλη, λυπάται που «οι ενταύθα Γερμανοί δεν ηξεύρουν ελληνικά για να σε γραπώσουν και σε τακτοποιήσουν»!)Αρκετοί μελετητές έχουν αναφερθεί στα χρονογραφήματα του Βάρναλη. Πέρα από τον Γιώργο Ζεβελάκη, τον Αντώνη Μπουτζάλα και τον Γεράσιμο Σταύ-ρου, που ήδη αναφέραμε, μπορούμε επίσης να μνημονεύσουμε τον Κ. Πορφύρη, ο οποίος εξήρε τον ρόλο που έπαιξαν τα κατοχικά χρονογραφήματα στην εμ-ψύχωση του σκλαβωμένου λαού,14 τον Τάσο Ζάππα,15 την Μαρία Πριπάκη16 ή τον Γρηγόρη Τραγγανίδα.17 Σε κάποια αφιερώματα περιοδικών παρατίθενται και ένα-δυο χρονογραφήματα του Βάρναλη, ή αποσπάσματά τους, ενώ όχι λίγα έχουν παρουσιαστεί και στο ιστολόγιό μου σε ηλεκτρονική μορφή. Ωστόσο, μέ-χρι να ξεκινήσει η δική μου προσπάθεια το 2016, η μόνη ανθολογία χρονογρα-φημάτων του Βάρναλη που είχε εκδοθεί ήταν του Γιώργου Ζεβελάκη, ο οποίος, κάνοντας υποδειγματική δουλειά, συγκέντρωσε 80 χρονογραφήματα των ετών 1942 και 1943 στον τόμο Φέιγ βολάν της Κατοχής (Καστανιώτης 2007). Πιο πρό-σφατα, η Αυγή άρχισε να εκδίδει και να διανέμει στους αναγνώστες της τομίδια με τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην εφημερίδα. Και πάλι όμως, ο μεγάλος όγκος των βαρναλικών χρονογραφημάτων παραμένει δυσπρόσιτος στο νεότερο κοινό και επιπλέον η έκδοσή τους εκπληρώνει ένα χρέος προς τα γράμματά μας, αν και βέβαια παραμένει πάντοτε ανεξόφλητο ένα πολύ μεγαλύτερο χρέος, αφού ο σημερινός αναγνώστης εξακολουθεί να μην έχει πρόσβαση στο σύνολο των ποιημάτων του Βάρναλη.14 Κ. Πορφύρης, «Οι πνευματικοί άνθρωποι στην Εθνική Αντίσταση», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 87-88 (1962), σελ. 338-340.15 Τάσος Ζάππας, «Ο Βάρναλης μέσ’ απ’ τα χρονογραφήματά του», Νεοελληνικός Λόγος ’75-’76, τχ. 25 (1977), σελ. 151-163.16 Μαρία Πριπάκη, «Ο Κώστας Βάρναλης ως χρονογράφος», Αιολικά Γράμματα τχ. 25 (1975) [Αφι-έρωμα Βάρναλη] σελ. 43-45.17 Γρηγόρης Τραγγανίδας, «Ο δημοσιογράφος Κ. Βάρναλης», Κώστας Βάρναλης. Φως που πάντα καίει, Σύγχρονη Εποχή 2012, σελ. 333-337.19ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα χρονογραφήματα αυτού του τόμουΟ παρών τόμος είναι ο πέμπτος τόμος με χρονογραφήματα του Βάρναλη από τις εκδόσεις Αρχείο. Φιλοδοξούμε να ακολουθήσουν και άλλοι, πάντοτε οργανωμέ-νοι θεματικά, όσο βαστάνε οι δυνάμεις του εκδοτικού οίκου και του επιμελητή, έτσι ώστε τελικά να δημοσιευτεί το μεγαλύτερο μέρος των χρονογραφημάτων του Βάρναλη.Όπως είπαμε, τα χρονογραφήματα του Βάρναλη είναι πάνω από 3500. Από αυτά διαλέξαμε για τον παρόντα τόμο 181 κείμενα, με την εξής κατανομή: 7 προπολεμικά και 86 κατοχικά (Πρωία) 88 της μεταπολεμικής περιόδου 1950-54, από τα οποία 72 στον Προοδευτικό Φι-λελεύθερο, 12 στην Προοδευτική Αλλαγή και 4 στην Αυγή.18Βλέπουμε ότι οι δυο μεγάλες περίοδοι (κατοχή και μεταπόλεμος) εκπροσωπούνται περίπου εξίσου. Στα κείμενα του τόμου αυτού, λοιπόν, έχουμε συγκεντρώσει χρονογραφήματα που αναφέρονται στον έρωτα και στις γυναίκες, στον γάμο και τα προβλήματά του, στις σχέσεις των δύο φύλων και στις διαφορές τους, καθώς και στη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Πολλά χρονογραφήματα έχουν θέμα παρμένο από το αστυνομικό δελτίο ή από κάποιο παράξενο ειδησάριο, συνήθως του εξωτερικού. Οι σχέσεις των δύο φύλων ήταν ένα από τα αγαπημένα θέματα των παραδοσια-κών χρονογραφημάτων. Φυσικά, το θέμα εξεταζόταν ανάλαφρα, και βέβαια σχε-δόν πάντοτε από την οπτική γωνία των ανδρών, διότι η μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών της εφημερίδας αλλά και η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιο-γράφων και ειδικά των χρονογράφων ήταν άνδρες.19 Ο Βάρναλης δεν έρχεται σε ρήξη με το κυρίαρχο παράδειγμα, αλλά το αμφισβητεί έντονα και το υπονομεύει. Θα ήταν οπωσδήποτε άδικο να τον κρίνουμε με τα ση-μερινά μέτρα, ξεχνώντας πόσο έχουν αλλάξει –και προοδεύσει– οι αντιλήψεις και πόσο έχει βελτιωθεί η κοινωνική θέση της γυναίκας στα 70-80 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που γράφτηκαν τα χρονογραφήματα του τόμου αυτού. Πράγματι, σε πολλά από τα χρονογραφήματα του βιβλίου ο Βάρναλης υιοθετεί στερεότυπα της εποχής του, που αν τα εξέφραζε κάποιος σήμερα μπορεί να τα χαρακτηρίζαμε σεξιστικά, όπως π.χ. ότι η γυναίκα ζει μεν περισσότερο αλλά γερ-νάει πιο γρήγορα από τον άντρα ή τα παράπονα για τη γκρίνια και την κοφτερή γλώσσα των γυναικών. Από την άλλη, πολλές φορές ο Βάρναλης ξεδιπλώνει το στερεότυπο κατηγορητή-ριο κατά των γυναικών μόνο και μόνο για να το ανατρέψει στο τέλος. Για παρά-δειγμα, στο χρονογράφημα «Μισογυνισμός»,20 αφού διατυπώσει πλήρες κατηγο-ρητήριο κατά των γυναικών καταλήγει: «έχουμε να παρατηρήσουμε πως όλ’ αυτά είναι συκοφαντίες». Άλλες φορές, δέχεται το στερεότυπο αλλά το δικαιολογεί με 18 Επειδή όπως είπαμε η εφημερίδα Αυγή αποφάσισε να εκδώσει το σύνολο των χρονογραφημάτων του Βάρναλη που δημοσιεύτηκαν στις στήλες της, και ήδη έχουν κυκλοφορήσει τρεις τόμοι, στον παρόντα τόμο ανθολογήσαμε δειγματοληπτικά μερικά μόνο χρονογραφήματα.19 Στους δύο τόμους της Βασικής Βιβλιοθήκης με τον γενικό τίτλο «Ο Κονδυλάκης και το χρονογρά-φημα» (1955) ανθολογούνται 55 συνολικά χρονογράφοι, όλοι άνδρες!20 17.3.1942.20 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
κοινωνικούς όρους: «Αυτή η κοινωνική δηλ. διαφορά κάποτε θα λείψει. Και θα λείψει κι η αντίστοιχη ψυχολογική διαφορά, που κάνει τον άντρα αυταρχικό και τη γυναίκα υποκρίτρια. Μαζί με την κοινωνική και την οικονομική τους απελευ-θέρωση, θ’ αποχτήσουν και την ηθική και την πνευματική, άντρες και γυναίκες».21Γενικά, σε πολλά χρονογραφήματα ο Βάρναλης αρέσκεται να παρουσιάζει και τις δύο οπτικές, ανδρική και γυναικεία, ενώ πολλές φορές αυτό γίνεται σε επόμενο χρονογράφημα, όπου κάποιος αναγνώστης ή κάποια αναγνώστρια αναλαμβάνει να εκθέσει την altera pars. Βέβαια, είναι συχνό τέχνασμα των χρονογράφων να παρουσιάζουν διάφορους φανταστικούς αναγνώστες εκφράζοντας τις δικές τους απόψεις μέσα από ένα βολικό φερέφωνο, αλλά καθώς είναι γνωστή η απήχηση που είχε η στήλη του Βάρναλη, ιδίως κατά την Κατοχή, πιστεύω πως πολλά από τα «απαντητικά» χρονογραφήματα προέρχονται πράγματι από αναγνώστες.Είναι γεγονός λοιπόν ότι σε πολλά σημεία των χρονογραφημάτων διατυπώνο-νται οξύτατα «κατηγορώ» εναντίον των γυναικών, που και σήμερα τα ακούμε (όχι με τόση παρρησία διατυπωμένα) και που πριν από 80 χρόνια ήταν ο κυρί-αρχος λόγος. Αλλά σε εξίσου πολλά σημεία, είτε ο ίδιος ο Βάρναλης είτε κάποια γυναίκα-περσόνα του, διατυπώνει θαρραλέο και πειστικό υπερασπιστικό λόγο υπέρ των γυναικών και εναντίον της πατριαρχίας, που μπορεί να ακούγεται και σήμερα αλλά που τότε, ιδίως στην Ελλάδα, δεν ακουγόταν. Ο Βάρναλης φτάνει μάλιστα στο σημείο να δικαιολογεί μια φόνισσα που σκότωσε τον εραστή που την εξέθεσε: «Ζητήσατε όχι τη γυναίκα παρά τον άντρα. Και την Κοινή Γνώμη».22Όπως φάνηκε και από ένα προηγούμενο απόσπασμα, χαρακτηριστικό του Βάρ-ναλη είναι ότι εξετάζει τα πράγματα με την ταξική ματιά του αριστερού διανο-ούμενου, και δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι η ευθύνη για τα υποτιθέμενα «ελαττώματα των γυναικών» είναι η κοινωνική θέση της γυναίκας, π.χ. «Για-τί αν μια ή περισσότερες γυναίκες είναι ίσες ή ανώτερες από πολλούς άντρες, όμως κοινωνικά είναι κατώτερες. Σ’ αυτό δε φταίει η γυναίκα. Φταίει η... αν-δροκρατία. Οι άντρες είναι οι κυρίαρχοι της συγκροτημένης πολιτείας και της κοινωνίας. Εφόσον δεν υπάρχει νομική και πολιτική ισότητα των δυο φύλων, αλλ’ η κατανομή των δικαιωμάτων είναι ετεροβαρής, τι τα θέλετε, κι η καλύτερη γυναίκα σ’ αυτό το σπουδαίο κεφάλαιο δεν μπορεί να εξισωθεί με τον άντρα. Αυτή η υποδεέστερη θέση της την εμποδίζει ν’ αναπτύξει όλες τις ικανότητές της, που δεν είναι σε τίποτε κατώτερες από του άντρα. Στο σπίτι, στην ποίηση, στις επιστήμες, στα διάφορα επαγγέλματα, στην πολιτική, στη διπλωματία, στον πόλεμο, όπου έτυχε ως τώρα η γυναίκα να δράσει, βγήκε άσος. Τα ονόματα της Σαπφώς, της μαντάμ Κιουρί, της Μαρίας Θηρεσίας, της Μπουμπουλίνας φωνά-ζουνε την αξία της γυναίκας»,23 ή: «Μπορεί φυσιολογικά και ψυχολογικά να διαφέρ’ η γυναίκα από τον άντρα, αλλ’ ούτε πνευματικά ούτε ηθικά είναι κατώτερή του. Και θα θεωρείται κατώτε-ρη, όσο η κοινωνική και η νομική της θέση είναι κατώτερη από του αντρός.Η ιστορία διαψεύδει αυτήν την πρόληψη με πολλά παραδείγματα μεγαλοφυΐας στην πολιτική, στην ποίηση, στην επιστήμη. Κι όταν θα καταργηθεί αυτή η μάστιξ της ανθρωπότητας, το Δίκιο του Ισχυροτέρου, κι οι γυναίκες εξισωθούνε με τους 21 «Ασυνεννοησίες», 21.6.1950.22 «Ερωτικά εγκλήματα», 26.4.1950.23 «Οι νεαρές αμαζόνες», 27.8.1943.21ΕΙΣΑΓΩΓΗ
άντρες, δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα προσφέρουν ανυπολόγιστες δυνάμεις για την ειρηνική προκοπή των λαών».24Η ιδεολογική του τοποθέτηση φαίνεται επίσης στη δυσπιστία με την οποία αντι-μετωπίζει, στη δεκαετία του 1950, την παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες· σε ένα χρονογράφημά του βάζει μια λαϊκή γυναίκα να μη συμμερίζεται καθόλου τον ενθουσιασμό μιας νεότερης: «Τόσα χρόνια είχανε οι άντρες ψήφο. Εί-δανε καμιά προκοπή; Τόση προκοπή θα ιδούμε και εμείς. Με τη ψήφο δε σώζεται ο ψηφοφόρος, σώζεται ο υποψήφιος...».25 Η δυσπιστία αυτή θυμίζει τις επιφυλάξεις που είχε εκφράσει σχεδόν 3 δεκαετίες νωρίτερα για τις φεμινιστικές διεκδικήσεις των πλούσιων γυναικών της αστικής τάξης.26Ο Βάρναλης πιστεύει πως η χειραφέτηση της γυναίκας θα έρθει μέσα από τη συμ-μετοχή της στον επαγγελματικό στίβο· στηρίζεται σε αυτό και στα παραδείγματα των ευρωπαϊκών χωρών και ιδίως της Γαλλίας –χαρακτηριστικό είναι ότι στις αναμνήσεις του από τα χρόνια που έζησε στο Παρίσι ξεχωριστή θέση έχει η εντύ-πωση που του έκανε η «γυναικοκρατία»27 δηλαδή τα πλήθη των εργαζόμενων γυ-ναικών που κατέκλυζαν τους δρόμους του Παρισιού το 1919, ενώ ήταν θέαμα σπάνιο στην Αθήνα. Τέλος, σε μερικά μεταπολεμικά του χρονογραφήματα ο Βάρναλης κοροϊδεύει με πολύ κέφι τους σεμνότυφους που είχαν κηρύξει εκστρατεία ενάντια στην «ανηθι-κότητα» και στο «γυμνόν». Το χρονογράφημα «Περί εμβουτίων κλπ.» (19.7.1950) θα είχε θέση σε μια χιουμοριστική ανθολογία.Σε πολλά χρονογραφήματα ο συγγραφέας τους δείχνει απλόχερα (αλλά χωρίς να επιδεικνύει) την πολυμάθειά του και ειδικά την αρχαιομάθειά του. Και ακριβώς επειδή ο Βάρναλης συνηθίζει να διανθίζει τα χρονογραφήματά του με παραθέμα-τα στίχων και φιλολογικές αναφορές, ο επιμελητής έχει πολλή δουλειά να κάνει, κι έτσι ο τόμος έχει πολλές υποσημειώσεις. Προτίμησα να σχολιάσω και κάποια πράγματα που ορισμένοι αναγνώστες θα τα βρουν γνωστά και αυτονόητα. Η απόφαση για θεματική οργάνωση των τόμων αναπόφευκτα βάζει τον επιμελητή σε δύσκολα διλήμματα. Έτσι, ορισμένα χρονογραφήματα του παρόντος τόμου θα μπορούσαν να ταξινομηθούν και στα Αστυνομικά, αλλά και το αντίστροφο· για να έχει μεγαλύτερη πληρότητα ο τόμος, συμπεριέλαβα εδώ λίγα χρονογραφήματα που είχαν ήδη δημοσιευτεί στους τόμους Αττικά και Αστυνομικά αλλά ταιριάζουν εξίσου ή μάλλον περισσότερο στον τόμο που κρατάτε στα χέρια σας. Τα κείμενα έχουν μετατραπεί σε μονοτονικό και στη σημερινή ορθογραφία, κάτι που πιστεύω πως πρέπει να είναι ο γενικός κανόνας όταν εκδίδουμε σήμερα πα-λαιότερα νεοελληνικά κείμενα. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για κείμενα δημο-σιογραφικά, όπου η ορθογραφία της πρώτης δημοσίευσης δεν διασώζει τις προ-τιμήσεις του συγγραφέα (στην περίπτωση του Βάρναλη, θα ήταν γραφές όπως «μάβρος» ή «λέφτερος») αλλά απλώς απηχεί τις ορθογραφικές συμβάσεις της εκά-στοτε εφημερίδας, που επιπλέον ποικίλλουν (π.χ. αλλού «είναι» και αλλού «είνε», αλλού «σακκάκι» και αλλού «σακάκι»).24 «Γυναικών αρεταί», 6.11.1950.25 «Η γυναικεία ψήφος», 12.2.1952.26 «Το φεμινιστικό συνέδριο», στη συλλογή Γράμματα από το Παρίσι, εκδόσεις Αρχείο 2013, σελ. 29. 27 Βλ. π.χ. Φιλολογικά απομνημονεύματα, σελ. 211.22 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ευχαριστώ τον Νίκο Αλπαντάκη για την πολύτιμη τεχνική βοήθεια στην επι-μέλεια. Ευχαριστώ την Ευγενία Βάρναλη που παραχώρησε τα δικαιώματα της έκδοσης, το Αρχείο Βάρναλη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη για την παραχώρηση της πρόσβασης στο υλικό του και ιδίως την Ελευθερία Δαλέζιου για την πάντα πρόθυμη βοήθεια, καθώς και την κυρία Θεανώ Μιχαηλίδου για διευκρινίσεις σχε-τικά με το υλικό του αρχείου. Ευχαριστώ τον φίλο Γιώργο Ζεβελάκη, που με ενθάρρυνε να προχωρήσω στην έκδοση. Ευχαριστώ επίσης τον Αντώνη Μπου-λούτζα που ευγενικά μού παραχώρησε το χειρόγραφο της ανακοίνωσής του στο Συμπόσιο της Πάτρας, καθώς και τους φίλους Λουκά Βιδάλη, Θάνο Γιαννούδη και Βάσια Τσοκόπουλο για τις απαντήσεις τους σε συγκεκριμένα ερωτήματα. Τέλος, ευχαριστίες οφείλω και πάλι στην εκδότρια, τη φίλη Ηρώ Διαμαντούρου, που αγκάλιασε την ιδέα του βιβλίου και επέμεινε να μην περιοριστούμε σε μια χρονολογική ανθολογία αλλά να προσπαθήσουμε να εκδώσουμε το μεγαλύτερο μέρος των βαρναλικών χρονογραφημάτων σε θεματικούς τόμους, ενώ επίσης συν-διαμόρφωσε την επιλογή του υλικού.Νίκος ΣαραντάκοςΥπόμνημαΤα χρονογραφήματα παρουσιάζονται με τη χρονολογική σειρά της δημοσίευσής τους. Το έντυπο στο οποίο δημοσιεύτηκε κάθε χρονογράφημα δεν αναφέρεται κάθε φορά, αλλά τεκμαίρεται εύκολα, με βάση την εξής αντιστοιχία:Πρωία 24.8.1939 - 15.8.1944 Προοδευτικός Φιλελεύθερος 26.4.1950 - 6.7.1953Αυγή 20.9.1953 - 23.2.1954Τα χρονογραφήματα που δημοσιεύτηκαν στην Προοδευτική Αλλαγή το 1953 επισημαίνο-νται με αστερίσκο πλάι στην ημερομηνία που συνοδεύει τον τίτλο τους.23ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ερωτικά
193924 ΑυγούστουΟ δεκάλογος του ΜολιέρουΛίγοι ίσως θα ξέρουν, ότι ο Μολιέρος έχει φιλοτεχνήσει ένα δεκάλογο, που αποτείνεται εκ μέρους των αντρών προς τις γυναίκες και γι’ αυτό οι εντολές του δεν έχουνε σκοπό να ωφελήσουν τις ίδιες τις γυναίκες, παρά μονάχα τους άντρες! Δίνουνε στις γυναίκες ένα πρόγραμμα διαγωγής τέτοιο, ώστε να εξασφαλίζεται η τιμή και η ησυχία του συζύγου μέσα στο σπίτι, για να είναι αυτός ελεύθερος να κάνει έξω ό,τι του γουστάρει. Ωραίος δεκάλογος!Αυτόν το δεκάλογο ο Μολιέρος τον διατυπώνει έμμετρα στην κωμωδία του το «Σκολειό των Γυναικών». Είναι όλες του οι εντολές σπιρτόζες, χαριτωμένες και έχουνε εκείνο το bon sens,28 που τις κάνει να έχουνε αξία περισσότερο από κωμι-κή. Κι επειδή ο σκοπός τους είναι να εντυπώνονται στο μυαλό, γι’ αυτό ο ποιητής τούς έδωσε μιαν επιγραμματική συντομία, που τις απομακρύνει από τη σατιρική ποίηση και τις πλησιάζει προς τη γνωμική.Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, πώς στην εποχή του Μολιέρου, που τα κοινωνικά ήθη ελευθεριάζανε πολύ και η γκαλαντερί29 και ο ερωτισμός ήτανε τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κοσμικής ζωής, οι γυναίκες είχανε σπάσει τα δε-σμά της παράδοσης και μπήκανε μέσα στη ζωή... σημαιοστόλιστες κι αρχίσανε να κυριαρχούνε σ’ όλα τα πεδία της πολιτικής και της πνευματικής κίνησης. Είχανε φιλολογικά σαλόνια, δεχόντανε εκεί τους ποιητές, τους φιλοσόφους, τους συγ-γραφείς, συζητούσανε για όλα τα θέματα, γράφανε οι ίδιες και πρωτοστατούσανε στον αγώνα του νέου πνεύματος εναντίον του παλιού. Εννοείται, ότι μέσα σ’ αυτά τα σαλόνια η φιλία και ο έρωτας χάσανε τα σύνορά τους. Το παράδειγμα της αρι-στοκρατίας το μιμηθήκανε κι οι γυναίκες των μπουρζουάδων. Κι άμα κατέβαινε κανείς ακόμα ένα σκαλί, συναντούσε τις γυναίκες του λαού, όπου δεν έβρισκε 28 Η κοινή λογική. 29 Γαλλισμός· galanterie, αβροφροσύνη που πλησιάζει το φλερτ.
βέβαια φιλολογία και κομψότητα, έβρισκε όμως έρωτα, συζυγική απιστία και το πάντα αθάνατο και σπιθοβόλο γαλατικό πνεύμα.Ο Μολιέρος, βέβαια, δεν κάνει τον κοσμοδιορθωτή. Σαν κωμικός ποιητής, γε-λάει. Βρίσκει την κωμική πλευρά των πραγμάτων μέσα στη σύγκρουση, στην αντί-φαση, στην παρανόηση και στην ψευτιά, που δείχνει κάθε εποχή και τα ήθη και τις ιδέες του κόσμου και σ’ αυτήν την κωμική πλευρά ξέρει να δίνει μορφή και να την μπάζει στις ψυχές σαν ένα είδος γαργάλισμα!Ο δεκάλογος λοιπόν του Μολιέρου εκφράζει τη συνειδητήν αντίδραση των ανδρών της εποχής, που δε βλέπανε με καλό μάτι τις γυναίκες (και γυναίκες είναι οι παντρεμένες) να παραβιάζουν τα καλά συνήθεια του παλιού καιρού, ν’ αφή-νουνε το σπίτι τους (θα έλεγα το «γυναικωνίτη») και ν’ ανεβαίνουνε αυτές, το «ασθενές φύλον» στην... κοσμική εξουσία.Είναι μέσα στη φύση των «εντολών» περισσότερο η άρνηση (απαγόρευση) από την κατάφαση. Οι δέκα εντολές της Γραφής, οι περισσότερες, είναι απαγορευτικές. Το ίδιο γίνεται και με τις δέκα εντολές του Μολιέρου. Δε ζητάνε να παρακινήσουνε σε τίποτε νέο, αλλά να εμποδίσουνε αυτό το νέο. Έτσι ο Μολιέρος απαγορεύει στις γυναίκες ν’ απατούνε τους άντρες, να κάνουνε λούσα, να βάφονται, να γλυκοκοι-τάζουνε στο δρόμο τους άντρες, να δέχονται στο σπίτι ξένους άντρες, να δέχονται δώρα, να έχουν αλληλογραφία, να συχνάζουνε στα φιλολογικά σαλόνια, να παί-ζουνε χαρτιά και να πηγαίνουν εκδρομές να γλεντάνε. Λίγο πολύ οι Γάλλοι του 17ου αιώνα30 σκεφτόντανε όπως οι Ρωμιοί του 20ού και γενικά οι σύγχρονοι Ανατολίτες.Δίνουμε παρακάτω τις δέκα αυτές εντολές μεταφρασμένες στη γλώσσα μας. Ο μεταφραστής προσπάθησε,31 καθώς φαίνεται, να δώσει το πνεύμα του κειμένου προσαρμοσμένο με τη γλώσσα μας και με τα εκφραστικά μας μέσα –και με την ψυχολογία μας. Ολάκερο το έργο θα παιχτεί φέτος το χειμώνα από το θέατρο της Κοτοπούλη κι έτσι το ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία να θαυμάσει ένα από τα πιο πνευματώδη αριστουργήματα του Γάλλου Αριστοφάνη.Πρώτη εντολήΌποια μπαίνει με στεφάνιστο κρεβάτι τ’ αλλουνούσ’ ό,τι κάνει και δεν κάνειπάντα να κοιτάει ομπρός της·να μη βγάνει από το νου,πως δεν είναι κανενούπαρά μοναχά τ’ αντρός τηςΔεύτερηΓια φορέματα και λούσαη φτωχιά καθώς κι η πλούσα τον αφέντη θα ρωτά.Αυτός δίνει το ταΐνικι ό,τι θέλει αυτός θα γίνει.30 Στην εφημερίδα έχει τυπωθεί «του 7ου αιώνα», που είναι ολοφάνερο τυπογραφικό λάθος.31 Ο μεταφραστής, βεβαίως, είναι ο ίδιος ο Βάρναλης, που το 1962 εξέδωσε τη μετάφραση και σε βιβλίο (Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα»). Στο αρχείο Βάρναλη υπάρχουν χειρό-γραφα της μετάφρασης, με χρονολογική ένδειξη 1939. Η παράλειψη του ονόματός του δεν οφείλεται μόνο σε σεμνότητα: το δικτατορικό καθεστώς είχε απαγορέψει κάθε αναφορά του ονόματος του Βάρ-ναλη. Ο «δεκάλογος» στο βιβλίο έχει ελάχιστες δευτερεύουσες αλλαγές σε σχέση με το εδώ κείμενο. 28 ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Τήνε θέλει κάτου κάτουγια τα μάτια τα δικά του.ΤρίτηΆκου κι άλλη μιαν ορμήνια:σκόνες, αλοιφές, καρμίνιαόλ’ αυτά να μην τα ιδώσύνεργα του Οξαποδώ!Όποια βάφεται και σειέται γέρασε και δε μασιέται ή ζητάει με το κερί όσο πιότερους να βρει.ΤέταρτηΌταν βγαίνει, το φακιόλιχαμηλά θα το τραβά,για να μην κοιτάει στραβάκαι να τη ματιάζουν όλοι.Θα παγαίνει σαν κοκόνακι όλο θα ’χει την εικόνατου καλού τηςμες τα βάθη του μυαλού της.ΠέμπτηΔε θα μπαίνει,δε θα βγαίνει,μες το σπίτι σου κανείςάλλος από συγγενήςκι όποιος θέλει τον αφέντη.Αν ζητάνε την κυρά τουείναι μήνυμα κεράτου!ΈκτηΔε θα παίρνει δώρα, δώρα και ρεγάλαή μικρά ή μεγάλα.Ο καθένας τώρα, γέρος, παλικάρι,δίνει, για να πάρει.ΈβδομηΣτην κάμαρα δε θα ’χειχαρτί και καλαμάρικι άμα ποτέ τής λάχεικαμιά γραφή να πάρειστον άντρα της θα τρέχειχωρίς να χολοσκάνεικι αυτός καθήκον έχει απόκριση να κάνει!29ΕΡΩΤΙΚΑ 1939
30 ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣΌγδοηΤις ανοστοπαρέες,περί διαγραμμάτου,που κάνουν οι ωραίεςσαχλές μέχρι θανάτουτις μισούνε οι γνωστικοί,γιατί στα σαλόνια εκείόλες τούτες οι γαλιάντρεςδώσ’ του βρίζουνε τους άντρεςΈνατηΣτο πράσινο τραπέζιχαρτάκια δε θα παίζειη καλοκυρά.Αν παρατραβήξ’ η φέστα,συφορά:χάνει τον παράχάνει και τα... ρέστα!ΔέκατηΕκδρομές και φαγοπότιμε τον ένα κι άλλο ιππότηπότ’ εδώ και πότ’ εκείδεν το εγκρίν’ η Λογική.Πάντα με μούτρα λερωμέναο άντρας πλερώνει τα σπασμένα!9 ΣεπτεμβρίουΗ τουαλέτα της ΡωμαίαςΞέρουμε πως στα χρόνια της αυτοκρατορίας η παλιά «ρωμαϊκή αρετή» ήτανε απλή ανάμνηση. Τα ήθη των ανδρών και των γυναικών ήτανε πολύ διεφθαρμένα κι ο βίος πολύ ακόλαστος. Ανάλογος με τα ήθη ήτανε κι η πολυτέλεια και το λούσο, κυρίως στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις των αριστοκρατών και των νεοπλούτων. Όμως πολύ ολίγοι ξέρουνε πώς ντυνότανε και στολιζότανε μια φιλάρεσκη Ρωμαία στα καλά αυτοκρατορικά χρόνια των Κλαυδίων και των Αντωνίνων. Η διαφορά μιας Ρωμαίας του α΄ και β΄ αιώνος μ.Χ. δεν είναι και πολύ μεγάλη με μια κοκέτα κυρία της εποχής μας. Η Ρωμαία προτιμούσε να έχει ξεχωριστή κρεβατοκάμαρα. Κοιμότανε με όλα τα κατάσαρκα σύνεργα που φορεί κάθε γυναίκα, και με όλα της τα εσώρουχα. Όταν κρύωνε φορούσε και το μανδύα της... προς μεγάλη απελ-πισία του συζύγου! Οι γυναίκες ξυπνούσαν αργά το πρωί. Ήσαν τεμπέλες σαν τις τωρινές ανατολίτισσες και δεν είχανε άλλη δουλειά παρά να στολίζονται και να... παχαίνουν! Και γι’ αυτές το περιττό είχε μεγαλύτερη σημασία από το χρήσιμο.Η πρώτη τους δουλειά, άμα ξυπνούσαν, ήτανε να ταχτοποιήσουν την κόμμω-σή τους. Λέμε μια κουβέντα, κι όμως η κόμμωση αυτή ήτανε πολύ μεγάλη ιστορία. Αυτά τα χρόνια δεν κάνανε απλώς χωρίστρες και κότσους και πλεξούδες. «Χτίζα-
νε» απάνω στο κεφάλι τους ολόκληρους... πύργους με... εξέδρες! «Πόσα απανωτά πατώματα σ’ αυτήν την κόμμωση», φωνάζει ο Ιουβενάλιος. Σε όλα τα καλά σπίτια υπήρχανε σκλάβες καλλωπίστριες (ornatrices). Αυτές οι κακομοίρες τραβάγανε το διάβολό τους από τις ιδιότροπες κυρίες, όταν μάλιστα τις είχανε πάρει κάτω τα χρόνια. Τότε αν τύχαινε κανένας βόστρυχος να μην είναι στη θέση του ή αν η καλ-λωπίστρια ήτανε υποχρεωμένη να μαδάει τις άσπρες τρίχες της κυρίας, η κυρία κρατούσε το βούνευρο και χτυπούσε ανέλεγκτα τη φτωχιά τη σκλάβα. Να πώς περιγράφει ο Ιουβενάλιος μια τέτοια σκηνή σ’ ένα του επίγραμμα: «Μια μπούκλα, μια μονάχα, είχε κάποιο κουσούρι· και μια καρφίτσα δεν ήτανε καλά στερεωμένη. Αυτό το έγκλημα η Λαλάγκ το τιμώρησε με τον καθρέφτη που κρατούσε στο χέρι. Κι η χτενίστρα ξαπλώθηκε χάμου λιπόθυμη, θύμα αυτής της τρομερής κόμμωσης».Οι φαλακρές κυράδες χρησιμοποιούσανε πρόσθετα μαλλιά ή περούκες. Τα μαλλιά τα βάφανε ξανθά μ’ ένα μίγμα από κατσικίσιο ξίγκι και στάχτη βαλανι-διάς· όμως από τις Ινδίες φέρνανε μαλλιά κατάμαυρα σαν κατράμι και γινότανε τόσο μεγάλη εισαγωγή απ’ αυτά, ώστε η κυβέρνηση τα εφορολόγησε.Οι καλλωπίστριες δεν είχανε μοναχή τους δουλειά το «χτένισμα» της κυρίας. Έπρεπε να μαδούνε τις τρίχες του προσώπου της και να την βάφουν. Τους έβαφαν άσπρο το πρόσωπο με κιμωλία κι ανθρακικό μόλυβδο· κόκκινα τα μάγουλα και τα χείλη με ώχρα ή λάσπη κρασιού ή φύκι (fucus)· μαύρα τα τσίνορα και τους γύ-ρους των βλεφάρων με αιθάλη ή με σκόνη αντιμονίου (στίμμι ή μαύρο φκιασίδι). Όλ’ αυτά τα «μυστήρια» τα είχανε οι κυράδες φυλαγμένα στο ντουλάπι της κρε-βατοκάμαράς τους μέσα σε βάζα, αρυβάλλους, αλάβαστρα, πυξίδες και ρογιά. Το πρωί τ’ αραδιάζανε στο τραπέζι τους, δίπλα στο κοπανισμένο κέρατο, που μ’ αυτό τρίβανε τα δόντια τους για να τα γυαλίζουν. Όλες αυτές τις μπογιές και τις αλοι-φές θα τις κουβαλάει στα μούτρα της η κυρία ολημερίς. Πολύ σωστά λέει κάποιος σατιρικός: «Κατοικείς, ω Κλωδία, μέσα σ’ εκατοντάδες μπουκαλάκια· κι η φάτσα, που μας δείχνεις, δεν... κοιμάται μαζί σου!»Αφού έτσι στολιστεί και βαφεί η κυρία, θα φορέσει κατόπιν τα στολίδια της: το «διάδημά» της, τα σκουλαρίκια της, το κολιέ και τα μπρελόκ στο λαιμό της, το πανταντίφ στο στήθος της, τα βραχιόλια, τα δαχτυλίδια και τέλος τους χαλκάδες στο μπράτσο ψηλά ή στα σφυρά γύρω, όπως κι οι αραπίνες σήμερα ή οι Τούρκισ-σες άλλοτε του χαρεμιού.Αφού τελειώσει κι αυτή η ιστορία, θα τρέξουν οι σκλάβες που θα την ντύσου-νε. Της φέρνουνε από την γκαρνταρόμπα της το μακρύ εσωτερικό της πουκάμισο (tunica, χιτώνιον), από πάνω τη «στολή», πλατύτατο φόρεμα με χρυσοκεντημένη ούγια, θα της σφίξουνε τη ζώνη κι από πάνω θα της ρίξουνε ή ένα μακρύ σάλι, που φτάνει ως τα πόδια της ή το «πάλλιον», ένα είδος τετράγωνου μανδύα με κα-λοσιδερωμένες πιέτες και με πολύ ζωηρό χρώμα βαμμένο. Οι Ρωμαίες αγαπούσανε τα πολύ χτυπητά χρώματα και τα πολύ ακριβά υφάδια: ή μπαμπακερά, που ερχό-ντανε από τις Ινδίες, ή μεταξωτά, που ερχόντανε από τη μυστηριώδη χώρα Σηρική (Κίνα και ανατολικό Τουρκεστάν). Ήτανε υφάδια ελαφρά και μαλακά. Τα βάφανε ειδικοί με όλων των ειδών τα χρώματα: άσπρα, κόκκινα, ρεζεντά, πορφυρά, κρόκινα, μαύρα, μπλάβα –χρώμα-τα ανοιχτά ή σκούρα. Επιπλέον, ενώ οι άντρες δεν φορούσανε καλύμματα στο κεφάλι, οι γυναίκες φορούσανε πάνω από την κόμμωσή τους την πυργωτή ή το κεφαλοπάνι ή κόκκινες κορδέλες ή διαδήματα. Στο λαιμό της έδενε ένα φουλάρι και στο μπράτσο της κρατούσε ένα είδος μεγάλου μαντιλιού για να σκουπίζει τον ιδρώτα και τις σκόνες του προσώπου της. Το καλοκαίρι κουνούσε με το ένα της χέρι τη βεντάγια της από φτερά παγωνιού για να αερίζεται και να διώχνει τις... 31ΕΡΩΤΙΚΑ 1939
32ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣμύγες και με τ’ άλλο βαστούσε την ομπρέλα της. Αυτή η ομπρέλα δεν έκλεινε, όπως οι σημερινές ομπρέλες. Γι’ αυτό, άμα φυσούσε δυνατός αέρας, οι κυρίες δεν την παίρνανε μαζί τους. Συνήθως όμως την ομπρέλα την κρατούσανε ή καμιά σκλάβα (pedisequa) ή κανένας υποχρεωτικός φίλος της... οικογενείας!Έτσι λοιπόν αρματωμένη η Ρωμαία, σα θριαμβευτική φρεγάδα, έβγαινε σεινάμε-νη και κουνάμενη στο δρόμο, θάμπωνε με τα χρώματα των ρούχων της και του προ-σώπου της... γη και ουρανό και άνοιγε μέσα στον αέρα ένα... αυλάκι από μυρωδιές.Σχεδόν τίποτε δεν άλλαξε από τότε!18 ΣεπτεμβρίουΑρσενικές παραμάνεςΤις Κυριακές στα πάρκα των Αθηνών και προπάντων στο Ζάππειο και στον Βασιλικό Κήπο, συναντά κανείς αυτά τα αξιοδάκρυτα πλάσματα: τις αρσενικές παραμάνες. Είναι οι πατέρες, που είτε βαστούνε με το χέρι ή σηκώνουνε στην αγκαλιά τους τον μπέμπη ή την μπέμπα και τους πάνε περίπατο. Όσο συμπαθη-τικά κι ευτυχισμένα είναι τα μικρά, τόσο δυστυχισμένοι κι αντιπαθητικοί είναι οι πατέρες τους. Γιατί απλούστατα δεν είναι δουλειά τους να κάνουνε τη νταντά.Μια Κυριακή έχουνε οι κακομοίρηδες για να ησυχάσουνε κι αυτοί· να πάνε στο καφενείο, να καθίσουν έξω κάτω από τα δέντρα και να διαβάσουνε ξαπλωμέ-νοι την εφημερίδα τους· να πάνε μια βόλτα ίσαμε το Φάληρο να χαρούνε τη γαλά-ζια καλοσύνη της θάλασσας και ν’ αναπνεύσουν…. ιώδιο· ή να πάνε στο Ζάππειο και στον Βασιλικό Κήπο, αλλά μονάχοι τους! Ούτε παιδιά ούτε γυναίκα! Έτσι μονάχα θα ξεκουράσουνε το κορμί τους και θα φρεσκάρουν την ψυχή τους. Έτσι μονάχα θ’ ανανεώσουν τον εαυτό τους: ξεχνώντας ολότελα, πως είναι άνθρωποι της δουλειάς και πως είναι παντρεμένοι κι έχουνε και παιδιά.Αλλά η γυναίκα ακριβώς την Κυριακή περιμένει για να…. ησυχάσει κι αυτή. Συνήθως οι αρσενικές παραμάνες είναι νέοι άνθρωποι ανάμεσα στα 30 και στα 35. Ατζαμήδες της παντρειάς, τους τουμπάρουν εύκολα οι γυναίκες. Είναι βλέπεις σ’ αυτούς τους ατζαμήδες και τους πρωτάρηδες μπαμπάδες το φίλτρο πολύ ζωηρό. Αυτό εκμεταλλεύονται οι γυναίκες και τους φορτώνουνε τα δικά τους χρέη. Δε φτάνει ο δυστυχισμένος ο άντρας, που σκοτώνεται ολάκερη βδομάδα για να θρέ-ψει γυναίκα και παιδιά, μα πρέπει και το μοναδικό κυριακάτικο πρωινό του να το θυσιάσει κι αυτό. Συνηθέστατα θυσιάζει και το απόγευμά του: πηγαίνει την κυρία στον κινηματογράφο! Τι! Σκλάβα είναι να κάθεται όλο στο σπίτι!Παίρνει, λοιπόν, ο δυστυχής το παιδάκι –και πάλι καλά, αν πάρει μονάχα το παιδάκι, και δε ζευτεί να σέρνει και το καροτσάκι του!– το βαστάει με το ένα χέρι και με τ’ άλλο την… αρκούδα του ή τον κουβά του με το φκιαράκι. Και με πλήρη συνείδηση των ευθυνών του, που τον καθιστούν ακόμα πιο γελοίο σ’ όσους τον βλέπουν, ανοίγεται από το σπίτι εις το πέλαγος των τραμ και των αυτοκινήτων! Εκείνοι που τον ελεεινολογούν δεν είναι οι άντρες· είναι οι… άλλες γυναίκες. Θαυ-μάζουν την καπατσοσύνη της συναδέλφου και την κουταμάρα του αντρός, του… κοινού εχθρού όλων των παντρεμένων γυναικών!Αλλ’ αυτό το οικτρό θέαμα του «νικημένου εχθρού» είναι η τελευταία πράξη του δράματος, που επαίχτηκε στο σπίτι. Ο άντρας σηκώθηκε, ξυρίστηκε, άλλαξε και δένει τη γραβάτα του στον καθρέφτη. Η…. Άρπυια (έτσι ονομάζει όλες τις
γυναίκες ο Σοπενάουερ χωρίς να είναι μισογύνης· φαντάσου τι θα τους έλεγε αν ήτανε) τον στραβοκοιτάζει από πίσω:—Για πού με το καλό;Ο άντρας μυρίζεται το νόημα της ερώτησης.—Πάω να συναντήσω τον τάδε για μια σπουδαία δουλειά. Μα η γυναίκα σαν πιο έξυπνη πάντα από όλους τους άντρες, δεν το χάφτει.—Δεν τ’ αφήνεις αυτά; Για το καφενείο μού ετοιμάζεσαι! Να πάρεις το παιδί να το πας στον Κήπο…—Τι λες βρε γυναίκα, εγώ να κουβαλάω το παιδί; Γυναίκα είμαι;—Κι εγώ, που το κουβαλάω, άντρας είμαι; Θα το πας μια χαρά! Να το, κλαίει! Παρ’ το από δω να κάνω τη δουλειά μου… Μια Κυριακή έχω.—Κι εγώ μια Κυριακή έχω.—Αυτό να το σκεφτόσουν πριν κάνεις παιδιά. Τώρα είναι αργά. Πάρ’ το… και δεν νιώθω καλά τον εαυτό μου! Δώσ’ μου το θερμόμετρο…Το κορόιδο δίνει το θερμόμετρο και παίρνει το παιδί…Ο εξευτελισμός της αρσενικής παραμάνας είναι μεγαλύτερος στον Κήπο. Το μικρό ό,τι δει το θέλει. Θέλει κουλούρι, θέλει τον κύκνο, που είδε στη λίμνη, θέλει το ζαρκάδι και το παγώνι, που τα είδε πίσω από τους φράχτες. Και προπαντός θέλει… τσίσια! Σε κάθε όχι του μπαμπά, το μικρό βρέχει με τα δάκρυά του την καινούργια ποδίτσα· στο τελευταίο όμως δεν χωράει όχι, γιατί τότε θα βρέξει τα πάντα και τον μπαμπά του τον ίδιο.Το πηγαίνει, λοιπόν, παράμερα ο δυστυχής, και κοιτάει να του λύσει το πα-νταλονάκι του. Μα όπως είναι άντρας ατζαμής είναι και παραμάνα ατζαμίδισσα. Δε μπορεί να βρει τον κόμπο του λουριού. Κι όταν επιτέλους τόνε βρει, δεν ξέρει να τον λύσει. Κι όταν τον λύσει, είναι πολύ αργά! Το κακό έγινε!Ωραία Κυριακή πέρασε η αρσενική παραμάνα!13 Νοεμβρίου Υπηρετείν!...Η γυναίκα ήτανε άρρωστη. Δεν μπορούσε να βολεύει το σπίτι. Ο γιατρός είπε ανάπαυση. Οι παραδουλεύτρες δεν είναι προκοπή.—Πρέπει να βρούμε μιαν υπηρέτρια.—Να βρούμε!Αλλά το πράμα δεν είναι τόσο απλό. Η υπηρέτρια πρέπει να μην είναι μωρου-δέλι, να μην είναι και γριά. Να μην είναι πολύ όμορφη (σ’ αυτόν τον όρο επιμένει η γυναίκα που ξέρει τι κουμάσια είναι οι άντρες!), να μην είναι και τέρας. Να μην είναι καμιά ελαφρόμυαλη και να είναι καθαρή. Να είναι γρήγορη στα χέρια και στα πόδια κι όχι στη γλώσσα. Να μην είναι κλέφτρα και ν’ αγαπάει το σπίτι κι όχι τους δρόμους. Και τέλος να μην κλοτσάει τη γάτα του σπιτιού –γιατί το αντρόγυνο είναι άκληρο κι «όποιος δεν έχει παιδιά έχει σκυλιά και γατιά».Μια τέτοια υπηρέτρια και στο εργοστάσιο να την παραγγείλεις δε θα μπορέσου-νε να σου τη φκιάξουνε τόσο τέλεια. Γιατί απάνου στην πράξη θα βρεθούνε κουσού-ρια που δεν τα ’βαλε ο νους σου. Μπορεί να είναι καθαρή και να μην ξέρει να μαγει-ρεύει· μπορεί να ξέρει να μαγειρεύει και να μην ξέρει να πλένει· μπορεί να ξέρει να πλένει και να μην ξέρει να σιδερώνει... Μπορεί να τα ξέρει όλα και να είναι άρρωστη.33ΕΡΩΤΙΚΑ 1939
34ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣΈνα μεσημέρι, όταν ο άντρας γύρισε από τη δουλειά του, του είπε η κυρά του:—Βρήκα μια γυναίκα μάλαμα. Κάμνει όλες τις δουλειές. Είναι τίμια και σοβα-ρή (με το «σοβαρή» ο άντρας κάτι άρχισε να μυρίζεται). Έκανε δεκατρία χρόνια στο ίδιο σπίτι (με τα «δεκατρία χρόνια» ο άντρας άρχισε να καταλαβαίνει). Μα είναι λιγάκι... ηλικιωμένη και... όχι τόσο όμορφη. Είναι όμως «θησαυρός»!Ο άντρας είναι αποφασισμένος να τα υποστεί όλα.—Καλά! απάντησε.Το βράδυ, όταν γύρισε στο σπίτι, είχε ξεχάσει την κουβέντα του μεσημεριού. Χτύπησε το κουδούνι και... Θε μου! Τι ήτανε αυτό, όταν άνοιξε η πόρτα! Μια φώκια, που είχε την αναίδεια να στολίσει το μούτρο της και με ένα ζαχαρωτό χαμόγελο! Ολοστρόγγυλη, με μουστάκια και χωρίς λαιμό· και με μάτια μικρά και παμπόνηρα.Ο άντρας από κείνην την ημέρα άρχισε να ξυπνάει το πρωί αξημέρωτα και να φεύγει από το σπίτι για να μην αντικρίζει τα μούτρα της φώκιας· τα βράδια έτρωγε έξω με διάφορες δικαιολογίες... Δεν περάσανε λίγες μέρες κι η Μαρούσω «εκλήθη» να κάνει μπουγάδα. Ανέβηκε στο πλυσταριό, κοίταξε το σωρό τα άπλυτα κι άμα κατέβηκε εδήλωσε:—Δε μπουρώ, κυρία μ’. Μι πουνάνι τα νιφρά μ’...Την άλλη μέρα ο «θησαυρός» έφυγε...Νέα λοιπόν τρεχάματα. Μετά λίγες μέρες η γυναίκα ανάγγειλε πάλι, πως βρή-κε μιαν άλλη υπηρέτρια.—Μου είπανε πως είναι πολύ καλή, μα μου έθεσε τον όρο πως έχει συγγενείς και πως θα έρχονται να την βλέπουνε στο σπίτι.Δηλαδή δεν της έφτανε, που θα έβγαινε να τους βλέπει αυτή έξω, αλλά θα τους δίνανε και άσυλο στο σπίτι τους! Και ποιοι ήτανε αυτοί οι συγγενείς; Ένας λοχίας, ένας ηλεκτρολόγος, ένας επιθεωρητής των τραμ, ένας γαλατάς κτλ. Όλοι αρσενικοί και... βιαστικοί άνθρωποι! Ο άντρας εξαγριώθηκε:—Να μην πατήσει το πόδι της εδώ! Δεν εννοώ να με βγάλουν από το σπίτι μου οι αγαπητικοί!Ευτυχώς δεν προφτάσανε να της πούνε, πως δεν τους χρειάζονται οι... υπηρε-σίες της. Τους ειδοποίησε αυτή, πως πήγε καμαριέρα σε κάποια ξένη χορεύτρια των ντάνσιγκ.* * *Ένα πρωί χτύπησε η πόρτα της υπηρεσίας. Όταν ανοίξανε, μια ωραία κοπέλα λυγερή και με βαμμένα χείλη παρουσιάστηκε:—Με έστειλε η Βάσω (πρόκειται για μιαν άλλη υπηρέτρια που βρήκανε)... Μου είπε να σας πω: δεν θα έρθει. Κι αν θέλετε, να πάρετε εμένα.—Καλά. Δείξε μας τα χαρτιά σου.—Δεν έχω.—Πού υπηρετούσες πριν;—Στης κυρίας Τάδε (στην παρακάτω γειτονιά).—Γιατί έφυγες απ’ εκεί;—Πήγα να δουλέψω σε εργοστάσιο και αρρώστησα.—Καλά. Έλα το απόγευμα. Εγώ θα πάω να ζητήσω πληροφορίες από την κυ-ρία Τάδε και θα σου απαντήσω άμα θα έρθεις.Οι πληροφορίες ήτανε καλές. Μόνο ένα κουσούρι είχε η κοπέλα: ήτανε λιγάκι ιδιότροπη!Πραγματικά στις δουλειές ήτανε ξεφτέρι. Αλλά; Κοκέτα. Με τα σκαρπίνια σφουγγάριζε το σπίτι! Πάντα βαμμένη και τα μαλλιά περμανάντ και... εσώρουχα
μεταξωτά! (Αυτή τη λεπτομέρεια δεν την ανακάλυψε ο κύριος. Η ίδια την παινεύ-τηκε στην κυρία). Έβγαινε κάθε απόγευμα και πήγαινε στον... οδοντογιατρό και γυρνούσε στο σπίτι κάθε φορά ή με μιαν ανθοδέσμη ή μ’ ένα κουτί σοκολάτες. Φυσικά έφυγε σε δέκα μέρες!—Στο καλό, άγγελέ μου! Κι άμα μας δεις πάνω από το αυτοκίνητό σου, μη μας... κόψεις, να ζήσεις!Εν τω μεταξύ ο ατζαμής ο άντρας βοηθούσε την άρρωστη γυναίκα του στις δουλειές του σπιτιού. Αλλά αυτή η ιστορία δε μπορούσε να βαστάξει. Μια μέρα κει που τηγάνιζε μαρίδες πετάει τα πιρούνια και φωνάζει:—Υπηρέτρια ό,τι και να ’ναι! Παραδίδομαι άνευ όρων!35ΕΡΩΤΙΚΑ 1939
194025 Φεβρουαρίου Η τουαλέτα της ΓαλλορωμαίαςΌταν ο Ιούλιος Καίσαρ εδραίωσε στη Γαλατία τη ρωμαϊκή κυριαρχία, όλος ο υπερπολιτισμός των Ρωμαίων ξαπλώθηκε στη νέα και πλούσια αποικία της Γα-λατίας: η διοίκησις, η γλώσσα, τα ήθη και έθιμα των Ρωμαίων εξετόπισαν από τις πεδιάδες του Ροδανού και του Λείγηρος τον ιθαγενή πολιτισμό. Μαζί με όλα αυτά οι Γαλάται επήραν και το ντύσιμο των Ρωμαίων. Στο άρθρο μας αυτό θα ιδούμε την τουαλέτα μιας Γαλάτιδος από την αριστοκρατία του... Παρισιού.Η «εθνική» ενδυμασία των γυναικών της Γαλατίας δεν διέφερε και πολύ από των ανδρών. Φορούσανε ένα είδος μπλούζες από λινό και δέρμα προβάτου («σα-γία»), μανδύες με πλατιά μανίκια και με κουκούλες (καρακάλλες) και παπούτσια πέτσινα σαν τα δικά μας («καλίγαι»). Σιγά σιγά όμως η εξωτερική και η εσωτερική αφομοίωση των Γαλατών και των Γαλατίδων με τους Ρωμαίους και τις Ρωμαίες προχωρούσε σταθερά. Η Γαλατία διετέλεσε ρωμαϊκή επαρχία επί τέσσερις αιώνες: αρκετός καιρός για να μη μείνει στους Γαλάτες τίποτα δικό τους, εκτός από το πατριωτικό αίσθημα.Οι γυναίκες της Γαλατίας ήσαν ψηλές και καλοδεμένες, οι ωραιότερες γυναί-κες όλων των βαρβάρων λαών, όπως μας βεβαιώνει ο άριστα πληροφορημένος σ’ αυτά τα ζητήματα Αθήναιος. Και ιδού η τουαλέτα της ξανθής και γαλανομάτας Παριζιάνας της αριστοκρατίας.Μόλις ξυπνήσει η πεντάμορφη Βελλέδα (ας την ονομάσουμε έτσι) θα πάρει ένα μπάνιο με γάλα γαϊδουρινό. Στα χέρια της κρατεί και τσακίζει μυρτοκούκια για να ευωδιάζει η ατμόσφαιρα. Μασάει μαστίχα της Χίου για να δυναμώνει τα άσπρα της δόντια και τα γυαλίζει αυτά τα δόντια με σκόνη από λαφρόπετρα.Νεαρές σκλάβες ετοιμάζουνε το φκιασίδι, τα κοσμετίκια, τις ψεύτικες ελιές και το κάρβουνο για το μαύρισμα των βλεφαρίδων. Άλλες σκλάβες με ζεστά σίδερα και με μασιές τής φριζάρουνε τα μαλλιά, ενώ η ακατάδεχτη Βελλέδα παρακολου-θεί όλα αυτά μέσα σ’ έναν ατσαλένιο καθρέφτη. Τα μαλλιά της θα τα σηκώσουνε ψηλά και θα της κάνουν ένα ολόχρυσον κότσο.
38ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣΜέσα στα μαλλιά της αστράφτουνε τα μαργαριτάρια, τα ρουμπίνια και τα φρέσκα λουλούδια. Μια αράχνινη ρόμπα σκεπάζει το νεαρό κορμί της, χωρίς να κρύβει τις γοητευτικές φόρμες και τις τέλειες γραμμές του. Μια ελαφρή σάρπα εί-ναι ριγμένη στο κεφάλι της, στο στήθος της και στα μπράτσα της τα μισόγυμνα και ωραία μεταξωτά και κεντημένα παντουφλάκια σφίγγουν το κομψό της ποδαράκι.Ξαπλωμένη στο ντιβάνι δέχεται το μάντη, που θα της εξηγήσει τα όνειρά της ή ό,τι άλλο πρόκειται να της συμβεί· Ύστερα θα της φέρουν την αλληλογραφία της και τέλος ο βιβλιοπώλης θα της παρουσιάσει τα νέα βιβλία: «Μύθοι της Μιλήτου» και «Ανακρεόντειοι Ωδαί».Αφού τελειώσουν όλα αυτά, η Βελλέδα θα κάνει μια στράκα με τα δαχτυλά-κια της. Αυτό σημαίνει να φύγουν όλες οι σκλάβες και να την αφήσουν μοναχή της. Ύστερα βγαίνει στην αυλή, όπου την περιμένει το χρυσό της φορείο. Τέσσερις ρωμαλέοι δούλοι από την Καππαδοκία σηκώνουν επάνω στους ώμους την κομψή αυτή έδρα, βγαίνουν έξω στο δρόμο κι αργά κι επίσημα προχωρούνε. Προηγούνται δυο νέγροι για να διώχνουνε τον κόσμο και ν’ αφήνουν ελεύθερο το πέρασμα της ευγενικιάς κυρίας κι ακολουθούν δύο άλλοι σκλάβοι Λιβυρνοί (έθνος ιλλυρικό) που βαστούνε μια σκαλίτσα. Μ’ αυτήν θα κατέβει η Κυρία από το φορείο της, όταν επιθυμήσει να εγγίσει το ταπεινό χώμα με το θεϊκό της ποδάρι. Άλλοι δυο σκλάβοι περπατούνε δεξιά κι αριστερά του φορείου. Βαστούν ο ένας τη βεντάλια κι ο άλλος την ομπρέλα της Βελλέδας. Η βεντάλια είναι από φτερά παγωνιού και στρουθοκα-μήλου κι η ομπρέλα στηρίζεται επάνω σε ψηλό καλάμι μπαμπού των Ινδιών.Η Βελλέδα διάταξε να βγουν έξω στον κάμπο από μια πύλη των τειχών της πολιτείας. Εκεί σταματά για να καμαρώσει τη λεβεντιά και τα νιάτα των Γαλατών στρατιωτών, που κάνουν γυμνάσια. Ύστερα με το ίδιο αργό και επίσημο περπά-τημα γυρίζει στο σπίτι της. Είναι μεσημέρι. Αλλάζει τουαλέτα για το γεύμα. Κι η τουαλέτα της αυτή είναι ίδια με των δεσποινών της Ρώμης: ο εσωτερικός χιτών χω-ρίς μανίκια· το εξωτερικό φουστάνι, που έφτανε ως τα πόδια και το σφίγγανε στο κορμί με δυο ζώνες. Ο ποδόγυρος είχε γαρνιτούρες και το ύφασμα ήτανε λινό ή μπαμπακερό ή μεταξένιο. Το μπαμπάκι ερχότανε από τις Ινδίες και το μετάξι από την Κίνα. Το χρώμα του φουστανιού ήτανε πορφυρό ή άσπρο ή παρδαλό με χρυσά άστρα ή άλλα σχέδια. Απάνω απ’ αυτά φορούσανε τον πέπλο. Τα βαριά κοσμήμα-τα στα χέρια, στα πόδια, στο λαιμό, στα μαλλιά κάμνανε τη γυναίκα να θαμπώνει όσους την έβλεπαν και τα βαριά της αρώματα να μεθούν όσους την επλησίαζαν.Αλλά στον Ε΄ αιώνα μ.Χ. η ρωμαϊκή αυτοκρατορία διαλύεται. Οι Γαλάτες εί-χανε ξεχάσει επί 400 χρόνια να πολεμούν. Οι άλλοτες φοβεροί ξιφομάχοι φεύγουν μπροστά στους Γερμανούς. Ο γαλλορωμαϊκός πολιτισμός χάνεται. Η «ευγενής Γα-λάτις» ξαναγίνεται βάρβαρη.2 ΜαρτίουΕρωτικά γράμματαΗ επιστολιμιαία φιλολογία, πεζή και έμμετρος, έχει να δείξει αριστουργήματα από την αρχαία εποχή ίσαμε σήμερα. Αρκεί ν’ αναφέρουμε τις «Επιστολές» του Κικέρωνος, του Ορατίου, της Μαντάμ ντε Σεβινιέ και τις «Επιστολές του Ιακώβου Όρτις» του Φωσκόλου.Οι Έλληνες όμως δεν είχανε καλλιεργήσει αυτό το φιλολογικό είδος. Ωστόσο οι σοφισταί της παρακμής μάς αφήσανε μερικά δείγματα, που είναι κυρίως ρητορικά
39γυμνάσματα. Εξαιρούνται οι επιστολές του αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβά-του, που έχουν πολλή δροσιά και φυσιολατρισμό και πολλήν αλήθεια και σοφία.Από τους αρχαίους σοφιστάς ο Φιλόστρατος ο Λήμνιος (ο υπ’ αριθ. 2, γιατί οι Λήμνιοι Φιλόστρατοι και σοφισταί είναι τέσσερις), μας άφησε μια συλλογή από μικρά ερωτικά γράμματα, όλα συμβατικά κι απευθυνόμενα σε φανταστικά πρόσω-πα, που αν δεν έχουνε μεγάλη λογοτεχνική αξία, έχουν όμως αρκετό ενδιαφέρον, γιατί μας δίνουνε μερικές εικόνες από τον αρχαίο βίο, που μοιάζουνε σαν σημερινές.Και πρώτα πρώτα ιδού μια επιστολή32 ενός φλογερού και νέου, που είναι φτω-χός και δεν έχει άλλον τρόπο να κερδίσει την αγάπη της «σκληρής» παρά μονάχα τα ευγενικά του αισθήματα:«Εάν μου ζητάς χρήματα, είμαι φτωχός· εάν όμως θέλεις αγάπη και ντόμπρα καρδιά, είμαι πλούσιος. Και για μένα δεν είναι τόσο μεγάλο το κακό το να μη έχω χρήματα, όσο για σένα μεγάλη ντροπή το ν’ αγαπάς «επί πληρωμή». Διάταξέ με ό,τι θέλεις και θα υπακούσω. Διάταξέ με να ταξιδέψω, μπαίνω στο καΐκι· να σταθώ να με δείρουν, στέκομαι! Να σκοτωθώ, δε διστάζω. Να περάσω μέσα από τη φωτιά· δεν καίομαι!»Και τώρα ο εραστής, που θέλει την αγαπημένη του αφκιασίδωτη κι άβαφη, όπως την έπλασε ο Θεός:«Η γυναίκα που στολίζεται κοιτάει ν’ αναπληρώσει με τα στολίδια ό,τι της λείπει, γιατί φοβάται μήπως ανακαλύψουν όσα η φύσις τής εστέρησε· ενώ η όμορ-φη δεν έχει ανάγκη από διορθώματα· η ομορφιά της είναι αρκετή. Το μαύρισμα των βλεφάρων από κάτω, τα ψεύτικα μαλλιά, το βάψιμο των μάγουλων και το κοκκίνισμα των χειλιών και ό,τι άλλο καλλυντικό φάρμακο, όλα αυτά είναι... με-ρεμέτια της γυναίκας. Ενώ το φυσικό πρόσωπο είναι το πραγματικά ωραίο... Γι’ αυτό εγώ προπάντων σε αγαπώ. Δε βάζεις πούδρα στο πρόσωπο («ου γαρ κονιάς το πρόσωπον») αλλ’ είσαι άδολα όμορφη... Το φύκι (απ’ όπου έβγαζαν κοκκινάδι) και το κερί και τα λεπτά φορέματα από μαλλί της... πίνας (τα λεγόμενα «ταρα-ντινίδια») και τα φίδια του καρπού (= βραχιόλια) και οι χρυσοί χαλκάδες των ποδιών είναι «φάρμακα» για τη Θαΐδα και τη Λαΐδα και την Αρισταγόρα».33Αλλά ο υποτιθέμενος εραστής δε χωνεύει και το... κούρεμα των μαλλιών:«Ποιος, αγαπημένη μου, σε κούρεψε; Τι ανόητος και τι βάρβαρος άνθρωπος, που δε σεβάστηκε τα δώρα της Αφροδίτης! Ενώ εγώ ούτε αιχμάλωτο δε θα μπο-ρούσα να κουρέψω για να μη του χαλάσω την ομορφιά. Αλλά μια κι έγινε το κακό, πες μου, πού τα έχεις βάλει τα κομμένα σου μαλλιά, για να τα βρω και να σκύψω να τα φιλήσω χάμου στη γη. Ω φτερά του έρωτα, ω ακρόνοιχτα άνθη της κεφαλής, ω ιερά λείψανα της ομορφιάς»!Σε άλλο γράμμα με το ίδιο περίπου θέμα ο παραπονεμένος εραστής τελειώνει έτσι. «Ω ας κάνω το μοιρολόγι των μαλλιών σου! Ω ακρόπολη της ομορφιάς, ω λόγγε του έρωτα, ω άστρα της κεφαλής»!Αλλ’ ο φυσιολάτρης αυτός ερωτοκτυπημένος θέλει την αγαπημένη όχι μονάχα αφκιασίδωτη και ακούρευτη παρά και... ξυπόλυτη:«Ο Μώμος δεν είχε τι να κατηγορήσει την Αφροδίτη, αυτό μονάχα είπε, πως του πειράζει τα νεύρα: το ότι... τρίζουνε τα πέδιλά της! Και την ήθελε να είναι ξυπόλυτη έτσι όπως όταν γεννήθηκε από τον αφρό της θάλασσας... Ω! τ’ αγαπη-μένα ξυπόλυτα ποδαράκια, ω λεύτερη ομορφιά, ω τρισευτυχισμένος εγώ, εάν με πατήσεις μ’ αυτά!»32 Οι μεταφράσεις είναι προφανώς του Βάρναλη. 33 Δηλαδή για εταίρες. ΕΡΩΤΙΚΑ 1940
40ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣΚαι σ’ άλλα γράμματα λέγεται κάτι το παρόμοιο: «Μη βάλεις ποτέ παπούτσια και μη σκεπάσεις τα σφυρά σου με δολερά δέρματα... αλλά περπάτα μαλακά για να νιώσει χαρά η γης... Τίποτε να μη υπάρχει ανάμεσα στη γη και στο πόδι σου. Μη φοβηθείς. Η σκόνη θα δεχθεί την πατούσα σου όπως η χλόη...».27 ΑυγούστουΤο ρομάντσο της «Ξένης»Η «ξένη» αυτή είναι η περίφημη Πολωνέζα αριστοκράτισσα Εβελίν ή Εύα Χάνσκα, που την αγαπούσε επί 18 χρόνια ο μέγας μυθιστοριογράφος Μπαλζάκ και μόλις κατά το τέλος της ζωής του την παντρεύτηκε. Αληθινά, η ερωτική αυτή ιστορία είναι ένα σωστό ρομάντσο34 –και το έγραψε τελευταία η επίσης Πολωνέζα συγγραφεύς και θαυμάστρια του Μπαλζάκ κυρία ντε Κορβίν Πιοτρόφσκα.Η «άγνωστη», η «ξένη» αυτή κυρία, παρ’ όλες τις έρευνες των βιογράφων του Μπαλζάκ, εξακολουθεί να μένει ξένη και άγνωστη. Γιατί η Εύα έζησε μαζί με τον Μπαλζάκ μονάχα 5 μήνες στο Παρίσι και δεν πρόφτασε να γνωριστεί καλά από τους φιλολογικούς κύκλους του Παρισιού και γιατί όλα τα γράμματα που έστειλε στο δοξασμένο συγγραφέα, που τόνε θαύμαζε και τον αγαπούσε, τα έκαψε ο ίδιος με τα χέρια του. Έτσι, ό,τι ξέρουμε γι’ αυτήν το αντλούμε από τα γράμματα του ηφαιστει-ώδους αυτού γίγαντος, επομένως η εικόνα της μέσα σ’ αυτά είναι η εικόνα που εσχη-μάτισε γι’ αυτήν μέσα στην απέραντη και φλογερή φαντασία του ο πιο γόνιμος, ο πιο εργατικός, ο πιο αυθόρμητος συγγραφεύς του αιώνος του, που δεν πρόφταινε να κυνηγάει τη φαντασία του, δηλαδή να πραγματοποιεί τον κόσμο της φαντασίας του.Η Εβελίν Ριτζεβούσκα γεννήθηκε στα 1801 στον οικογενειακό της πύργο της Ουκρανίας. Στην ηλικία δεν διέφερε και πολύ από τον Μπαλζάκ· ήτανε μονάχα δυο χρόνια μικρότερή του. Διέφερε όμως πολύ στη γενιά. Η φαμίλια της ήταν από τις πιο αριστοκρατικές της Πολωνίας, ενώ ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, παρ’ όλο το «ντε» αυτό ήτανε πληβείος. Κι αυτή η διαφορά στην καταγωγή και στους τρόπους είναι ίσως μια από τις αιτίες που επιβράδυνε τόσο το γάμο τους. Η Εβελίν είχε χηρέψει στα 1842 και μόλις στα 1850 αποφάσισε να παντρευτεί το «είδωλόν» της.Αλλ’ ας πιάσουμε το ρομάντσο από την αρχή. Όταν έγινε 18 χρονών η αισθα-ντική κοπέλα με τη θερμή καρδιά και την καλλιεργημένη κρίση, αγάπησε κάποιον εξάδερφό της, φτωχόν. Οι γονείς της όμως την υποχρέωσαν να παντρευτεί τον κόμιτα Χάνσκι, που ήταν 25 χρόνια μεγαλύτερός της, αλλ’ από την ανώτατη αρι-στοκρατία της Πολωνίας και ένας από τους πιο πλούσιους γαιοκτήμονες. Μονάχα το κτήμα της Βερτζόβντα είχε 21 χιλιάδες εκτάρια και 2035 δούλους, χωρίς τις γυ-ναίκες και τα παιδιά τους! Σ’ αυτό το κτήμα η νεαρή κόμισσα φυλάκισε τα νιάτα της. Αλλ’ ό,τι στερήθηκε από τη ζωή κοίταξε να το κερδίσει μέσα στον κόσμο της φαντασίας. Το πάθος της καρδιάς της το ικανοποιούσε διαβάζοντας τους καλυ-τέρους συγγραφείς του καιρού της: τον Ουγκό, το Λαμαρτίνο, τη Γεωργία Σάνδη κλπ. Αλλά κανείς δεν της άρεσε τόσο, όσο ο Μπαλζάκ.Στις 28 Φεβρουαρίου του 1832 ο Μπαλζάκ βρήκε μέσα στην αλληλογραφία του ένα γράμμα από την Οντέσα.35 Υπογραφή: «Ξένη». Η εντύπωση που του έκανε 34 Δηλαδή μυθιστόρημα.35 Την Οδησσό. Κατά τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε ανεξάρτητο πολωνικό κράτος.
41αυτό το γράμμα υπήρξε τεραστία. Του έλεγε πως τον εθαύμαζε και ζητούσε να του είναι από μακριά μια φίλη. Και με τον τίτλο της φίλης είχε την αξίωση να του λέγει την αλήθεια γυμνή. «Η μεγαλοφυΐα σας φαίνεται άφθαστη, μα θέλω να γίνει θεϊκή. Φυλαχτείτε από τους σκοπέλους, που σας περιζώνουνε –το αισθάνομαι... Θέλω να είμαι για σας ο φύλακας άγγελός σας για να σας προφυλάγω από κάθε πλάνη... Θαυμάζω το τάλαντό σας, θαυμάζω την ψυχή σας, θέλω να με θεωρείτε αδελφή σας. Μονάχα με σας και μονάχα για σας θέλω να είμαι η δικαιοσύνη σας, η ηθική σας, η συνείδησή σας...». (Σημ. Απ’ όλα τα γράμματα της Χάνσκα δυο μονάχα σω-θήκανε κι απ’ αυτά πήραμε τα παραπάνω αποσπάσματα).Ο Μπαλζάκ πήρε φωτιά. «...Είμαι υποχρεωμένος να καταπιάνομαι με όλα για να μη με κατηγορήσουν ότι δεν μπορώ. Αλλ’ αν με γνωρίσετε προσωπικά, τότε θα ιδείτε πόση αντίθεση υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και τα έργα του... Η μοίρα μου είναι να ζωγραφίζω την ευτυχία που αισθάνονται οι άλλοι και να την ζητώ για τον εαυτό μου χωρίς να τη βρίσκω».Ο Μπαλζάκ συνάντησε για πρώτη φορά τη Χάνσκα στο Νιουσατέλ της Ελ-βετίας (1832). Τη συνόδευε ο άντρας της, που δεν την άφηνε ρούπι από κοντά. «Δυστυχώς, ο καταραμένος ο άντρας της δε μας άφησε ένα δευτερόλεπτο μόνους. Σε μια μικρή πολιτεία μια διάσημη ξένη δεν μπορεί να κρυφτεί. Θαρρείς και βρι-σκόμουνα μέσα σε φούρνο. Δε μπορώ να υποφέρω τα εμπόδια!». Έτσι έγραφε ο ίδιος στην αδελφή του.Στα 1833 την ξαναείδε στη Γενεύη, στα 1835 στη Βιέννη, στα 1845 στη Δρέσδη και στα 1847 στη Φραγκφούρτη.Όταν πέθανε ο άντρας της, η οικογένειά της δεν την άφηνε να ξαναπαντρευτεί και να πάρει αυτόν το «Γάλλο γραφιά». Επιτέλους όμως κατανίκησε όλα τα εμπό-δια. Το Μάρτη του 1850 ο Μπαλζάκ την παντρεύτηκε. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς απέθανε. Πάντως, ο έρωτάς του για τη γυναίκα αυτή τον εθέρμαινε στα καλύτερα χρόνια της δημιουργικής του ζωής. Και φαίνεται πως όταν επιτέλους την επήρε, δεν απογοητεύθηκε. Και η ίδια τον αγαπούσε, όπως φαίνεται καθαρά μέσα στα 17 γράμματά της, που έστειλε στον αδελφό της και που έχουν όλα δημοσιευτεί.ΕΡΩΤΙΚΑ 1940
194114 ΜαΐουΕωθινόν... Όποιος με το πρώτο σκάσιμο του ήλιου βγαίνει το πρωί από το σπίτι του, τα πρώτα ζωντανά πλάσματα που θα συναντήσει στους έρημους δρόμους, θα είναι, εκτός από τα χελιδόνια, οι ανθρώπινες... ουρές! Σε καμιά γωνιά του εξοχικού κα-φενείου θα συναντήσει κανέναν γέρο να βήχει· στη μέση του δρόμου θα αρμενίσει χωρίς σακάκι και χωρίς γιλέκο ο γνωστός μεθύστακας της συνοικίας, πηγαίνοντας ένα βήμα μπρος και δύο πίσω και καθώς αεροζυγιάζεται με τα μπράτσα ανοιχτά, αγκαλιάζει και φιλεί τον ήλιο· θα συναντήσει και κανένα υπηρετριάκι κουρεμένο, ξεκάλτσωτο και μαύρο να τρίβει με το σφουγγαρόπανο τα μαρμαρένια σκαλιά της πόρτας του δρόμου. Αλλ’ αυτοί όλοι είναι εξαιρέσεις. Ό,τι δε λείπει είναι οι ουρές –οι γυναικείες ουρές!Μπροστά στα κλεισμένα μαγαζιά: γαλατάδικα, μανάβικα, φούρνους και μπα-κάλικα, μπροστά στα κατεβασμένα ρολά και στις φοβερές κλειδαριές, οι γυναίκες έχουνε κάνει αξημέρωτα την ουρά τους. Γριάδες και νιές, κυράδες και υπηρέτρι-ες, με μποτίλιες στο χέρι, κατσαρόλια και δίχτυα, περιμένουνε από τη νύχτα του Θεού. Όπου το πράμα είναι λίγο, εκεί συνωστισμός. Όπου συνωστισμός, εκεί ουρά, εκεί τάξη και υπομονή.Όλες λοιπόν αυτές οι γυναίκες, γριάδες με τα τσεμπέρια, που βαρεθήκανε τη ζωή τους, κοπέλες με τα σκαρπινάκια που δεν τις χωράει ο τόπος και η μπλου-ζίτσα τους, περιμένουνε ώρες από τις πέντε το πρωί η μια πίσω από την άλλη, ώσπου ν’ ανοίξει το μαγαζί στις οκτώ. Ο μανάβης, είπανε, θα πουλήσει παντζά-ρια, ο μπακάλης οινόπνευμα. Αλλά ο φούρνος; Ο φούρνος δίνει ψωμί όλη μέρα. Αλλά στο φούρνο αυτόν τρέχει όλη η συνοικία να προλάβει να πάρει, γιατί κάνει το νοστιμότερο ψωμί. Τα γαλατάδικα μοιράζουνε γάλα στις έντεκα. Γιατί λοιπόν γίνεται αξημέρωτα η ουρά μπροστά στο μαγαζί; Για να πάρουν αριθμό και να εξασφαλίσουνε το γάλα τους.Όποια κάνει ουρά από τις πέντε δεν περιμένει λιγότερο από εκείνην που αρι-βάρει στις οκτώ. Τρεις ώρες τουλάχιστο θα περιμένουνε κι οι δυο τους. Αλλά η
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ44πρώτη θα ξεμπερδέψει τρεις ώρες νωρίτερα από τη δεύτερη. Γι’ αυτόν το λόγο κατεβαίνουνε με το φεγγάρι και γαντζώνονται στην πόρτα του μαγαζιού. Γιατί η καθεμιά απ’ αυτές που θα φύγει από το γαλατά, θα τρέξει στο μανάβη κι από κει στο φούρνο. Αν έχει να κάνει όλο αυτό το δρομολόγιο, ζήτημα αν θα είναι στο σπίτι της στις έντεκα!Κι ωστόσο, φρόνιμα και ήσυχα κάθονται, αν και γυναίκες. Ούτε φωνές, ούτε σπρωξίματα, ούτε μαλλιοτραβήγματα. Τι είπαμε; Όπου ουρά και τάξη. Όπου τάξη πολιτισμός. Όλες γνωρίζονται μεταξύ τους ύστερα από τόσον καιρό που βλέπο-νται στο ίδιο μέρος την ίδια ώρα, κουβεντιάζουνε φιλικά κι εγκάρδια. Αλλ’ αν ξαφνικά μέσα σ’ αυτήν την απόλυτη γυναικοκρατία «παρεισφρήσει» κανένας βέ-βηλος, κανένας άντρας; Τότε η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται επικινδύνως: —Τι ζητάει αυτός ο μαντράχαλος εδώ μέσα; Κι αυτοί «οι φύλακες άγγελοι» (οι γυναίκες) με-ταβάλλονται αμέσως σε Ερινύες, έτοιμες να κατασπαράξουνε τον Ορέστη. Το φά-σμα της Έριδος, της θυγατέρας της Νύχτας και της μάνας του Λιμού και του Πό-νου, «περιίπταται» πάνου από τα κεφάλια και με το παραμικρό ο άθλιος άντρας, που πήγε για φαγί, θα φύγει... φαγωμένος!Αλλά προχθές την πάθανε οι κυράδες από έναν έξυπνον άντρα –όχι δάσκαλο. Ο δάσκαλος με τα γυαλιά βρέθηκε ν’ αποτελεί τον εξηκοστό σπόνδυλο μιας ουράς από γυναίκες μπροστά σ’ ένα μανάβικο, που επρόκειτο να πουλήσει «τεύτλα». Είχε βγάλει από την τσέπη του το «Γοργία» του Πλάτωνος και διάβαζε για να περνά η ώρα. Χαμπαράκι δεν πήρε πως οι γυναίκες τον σπρώχνανε με τον αγκώνα, μουρ-μουρίζανε απειλητικά και στο τέλος τον βρίζανε κατάμουτρα. Αυτός το διάβασμά του. Αλλά πριν ξεσπάσει η θύελλα, παρουσιάσθηκε ο από μηχανής θεός, ένας άλλος άντρας. Αυτός, αντίς να πάει τελευταίος (εκατοστός) στην ουρά, άρχισε να φέρνει βόλτα απάνου-κάτου με τα χέρια δεμένα πίσω και να φωνάζει του δασκάλου:—Δεν είναι κατάσταση αυτή, κύριε (και του έκλεινε το μάτι). Δεν μπορούν οι άντρες να χώνονται μέσα στις γυναίκες Μας! Πρέπει να κάνουνε ξεχωριστή ουρά. Επιτέλους, δεν είναι μονάχα ζήτημα τάξεως, αλλά και... ηθικής!Και τράβηξε το δάσκαλο από το μανίκι και τον έφερε πρώτον στην πόρτα του μανάβικου και πίσω αυτός. Κάνανε την ουρά τους.—Εμπρός! Με τη σειρά, φώναξε του μανάβη. Μια γυναίκα, ένας άντρας· μια γυναίκα, ένας άντρας!Κι αφού πήρανε πρώτοι πρώτοι τα παντζάρια τους και τα σφίξανε κάτου από την αμασκάλη, περάσανε σύρριζα δίπλα στις γυναίκες σεινάμενοι - κουνάμενοι και γελώντας κοροϊδευτικά. Είναι ζήτημα αν από τότες οι γυναίκες αυτές ξαναδι-ώξανε τους άντρες από την ουρά τους!8 Αυγούστου«Ασπασμός των αγγέλων...»Μπήκε στο γραφείο πηδώντας από τη χαρά και σειώντας την εφημερίδα του στο χέρι ο γεροπαραλυμένος, που πέρασε τη ζωή του όλη «εν αμαρτίαις», που άσπρισε και μυαλό δεν έβαλε.—Κάτου ο ασπασμός των αγγέλων προς τα άστρα! Κάτου οι ρομαντικές ανα-γούλες! Αυτός εδώ (και έδειξε τη σχετική είδηση στην εφημερίδα) είναι έρωτας. Είδες πώς οι δυο αντεραστές της θεατρίνας φαγωθήκανε με τα δόντια. Έρωτας
45κανιβαλικός! Έρωτας των δασών! Έρωτας δίδυμος αδερφός του θανάτου! Επιτέ-λους ξαναγύρισε στην πρωτόγονη πηγή του το ένστιχτο της διαιώνισης του είδους. Το θηλυκό καταχτιέται με τη βία κι ο αντίπαλος τρώγεται με τα δόντια. Όσο πιο ακριβά κοστίζει ένα αγαθό, τόσο γλυκύτερο είναι. Και δεν υπάρχει πιο ακριβό και πιο γλυκό τίμημα από το αίμα.Η λαφίνα, όταν έρθει η μεγάλη ώρα, ανήκει σε κείνον που έχει τα γερότερα... κέρατα. Στη μάχη των αρσενικών σειέται και βροντά όλο το δάσος κι ο νικητής πα-τάει σε πτώματα όταν οδηγεί το λάφυρό του στο βαθύτερο λόγγο. Με τη διαφορά πως στη μάχη των αντρών για το θηλυκό τα κέρατα δεν είναι το όπλο παρά η αιτία.Οι δύο εραστές της θεατρίνας φαγωθήκανε κυριολεκτικά στη μέση της πλατεί-ας.36 Ο ένας «έφαγε» το μπράτσο τ’ αλλουνού κι ο άλλος το μισό αυτί του πρώτου. Η θεατρίνα, που ήτανε το κυριότερο πρόσωπο του δράματος, «παρέστη» ως θε-ατής κι ο κόσμος από τα πεζοδρόμια παρακολουθούσε δωρεάν την τραγική οδο-ντομαχία. Τι δυστύχημα να μη βρίσκομαι κι εγώ παρών!...Αφότου τα ανθρώπινα ένστιχτα (εδώ και πολλές δεκάδες αιώνων) απομα-κρυνθήκανε από τη ζούγκλα, χάσανε την αληθινή τους «ουσία». Ο έρωτας, που άφησε τη συντροφιά των αγρίων θηρίων κι ανέβηκε στα σαλόνια κι έγινε στεναγ-μός και δάκρυα, δεν είναι ο φυσιολογικός έρωτας. Είναι έρωτας «συνθετικός», έρωτας «υποκατάστατος». Η γυναίκα, που καταχτιέται με την απάτη, με την πο-νηριά και με το χρήμα, είναι σίχαμα· κι ο άντρας, που χρησιμοποιεί αυτά τα μέσα για να πάρει του αλλουνού τη γυναίκα, είναι άναντρος. Η γυναίκα θέλει άρπαγμα από τα μαλλιά κι ο αντίπαλος φάγωμα με τα δόντια.Αν επιζήσουν οι δυο οδοντομάχοι του Μεταξουργείου, πρέπει η Ανθρωπολογία να λάβει «δρακόντεια» μέτρα για να ασφαλίσει από κάθε κίνδυνο τις μασέλες τους. Τέτοιες μασέλες δεν είδε η επιστήμη από τη λιθίνη εποχή. Τα δόντια τους πρέπει να τα σπείρουν κατόπι οι νέοι Ιάσονες, για να φυτρώσουνε από τη γης οι δράκοντες του μύθου. Αυτοί οι δράκοντες θα κατορθώσουν να επιφέρουν την «ευγονία» του ανθρώπινου είδους και να δημιουργήσουνε τον τύπο του «υπερανθρώπου».Τα δυο ερωτικά θηρία, που αλληλοσπαραχτήκανε, κάνανε τον έρωτα από «κατά συνθήκην ψεύδος» φυσικήν αλήθεια. Αλλά μας δείξανε μαζί πως η φυσική αλήθεια είναι πολύ πιο πραχτική από τις αλήθειες των θεωριών. Οι άγριοι δεν θά-βουνε τους νεκρούς των εχθρών τους για να τους φάνε τα σκουλήκια· τους τρώνε οι ίδιοι. Με τη διαφορά πως τους ψήνουνε πρώτα. Οι δυο οδοντομάχοι φάγανε ο ένας τον άλλονε ωμό. Αλλ’ όπως και να φαγωθήκανε, μας δείξανε πόσο είναι πρα-χτικοί. Χορτάσανε και τα πάθη τους και τα στομάχια τους συγχρόνως. Δηλαδή λύ-σανε και την αισθηματική τους διαφορά και το πρόβλημα της έλλειψης κρέατος...Έχω βαρεθεί να διαβάζω ερωτικές αυτοκτονίες με το κινίνο. Έχω βαρεθεί να διαβάζω αηδή «δράματα τιμής» –δηλαδή δολοφονίες. Όλ’ αυτά είναι παρεξήγηση του έρωτα. Αλλά κυρίως έχω βαρεθεί να βλέπω τις νύχτες στα πάρκα αγκαλια-σμένα ζευγάρια, «μια ψυχή σε δυο σώματα». Αυτό είναι άρνηση του έρωτα. Γιατί ο αληθινός έρωτας δεν είναι ειρηνικό αγκάλιασμα· είναι αιματηρό πάλεμα. Θέλω ν’ ακούω ξεφωνητά, θέλω να βλέπω νύχια να βγάζουνε μάτια, δόντια να κόβουνε λαρύγγια. Θέλω ν’ αποκατασταθεί το ερωτικό μας ένστιχτο στην πρωτόγονή του δύναμη και στην απόλυτα ποιητική του αίγλη. Θέλω...»—Μην τον παρεξηγείτε, διέκοψε κάποιος. Φαίνεται πως τον έδειρε πάλι η γυ-ναίκα του!36 Στο φύλλο της 6ης Αυγούστου βρίσκουμε περιγραφή του επεισοδίου. Η ηθοποιός ήταν η Καίτη Ντιριντάουα και η συμπλοκή έγινε στην πλατεία Μεταξουργείου.ΕΡΩΤΙΚΑ 1941
46ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ26 ΑυγούστουΟι αστακοίΜπήκε στο γραφείο ο λόγιος «μένεα πνέων».—Δεν πρέπει ούτε στ’ αστεία να τα γράφετε αυτά!37—Ποια;—Πως οι γυναίκες πρέπει να δέρνουν (ή να σκοτώνουνε) τους άντρες.—Και τι σε νοιάζει εσένα; Δεν είσαι παντρεμένος.—Πώς τι με νοιάζει! Με νοιάζει για το μέλλον. Με νοιάζει και για την κοινω-νία. Άμα η γυναίκα σηκώσει μια φορά το χέρι της, αλίμονο σε όλους μας. Η γυναί-κα δεν έχει φαντασία και γι’ αυτό είναι άπονη και δεν ξέρει το μέτρο. Στα σπίτια, όπου, όχι δέρνει ή σκοτώνει η γυναίκα, παρά απλώς «διατάζει», δεν μπορεί να σταθεί ούτε γάτα. Τα σπίτια αυτά χαλάνε συθέμελα. Τα παιδιά μισούνε τη μάνα, περιφρονούνε τον μπαμπά και δε σέβονται τίποτα. Μονάχα δείχνουνε μιαν υπο-κριτική δουλοφροσύνη απέναντι των δυνατοτέρων τους. Οι σοφοί και οι θεολόγοι του μεσαίωνος παραδεχόντανε πως η γυναίκα δεν έχει ψυχή. Κι ασφαλώς δεν έχει. Γι’ αυτό οι μεγαλύτεροι γνώστες της ανθρώπινης αβύσσου, ο Αισχύλος κι ο Σέξπιρ, βάζουνε τις γυναίκες να κάνουνε τα τρομερότερα εγκλήματα, όσα ο άντρας, συνή-θως άνθρωπος των όπλων και του πολέμου, δεν τολμά να κάνει. Η Κλυταιμνήστρα και η λαίδη Μάκβεθ είναι τα αιώνια παραδείγματα της αποφασιστικής αιμοβο-ρίας, αλλά και της σοφιστικής δικολαβίας των γυναικών. Η Κλυταιμνήστρα δεν ντρέπεται να υποστηρίζει πως είχε δίκιο που σκότωσε τον άντρα της: «Αν και ειπώθηκαν πολλά ως τώρα, δεν θα ντραπώ να υποστηρίξω τα αντίθετα».38 Δεν θα ντραπεί. Και τα χέρια της στάζανε αίμα. Πριν από ένα λεφτό είχε κάνει κιμά τον Αγαμέμνονα. Αλλά καμάρωσε το ψυχικό της... μεγαλείο! «Και ξεπετώντας από την πληγή του σιντριβάνι το αίμα, μ’ έλουσε με πηχτό ράντισμα κόκκινης... δροσιάς κι εγώ χαιρόμουνα περισσότερο από της γης, όταν την ποτίζει ο νοτιάς του Διός».39 Αλλά άκουσε και την άλλη τίγρη, τη λαίδη Μάκβεθ. Επειδή ο άντρας της εσχεδίαζε να σκοτώσει μέσα στο σπίτι του το βασιλιά, που τον φιλοξενούσε, τον ερέθιζε έτσι:«Ήμουν μάνα και ξέρω,με τι γλύκα αγαπούσα το μωρό που με θήλαζε· κι όμως θα ’μουν έτοιμηενώ θα μου χαμογελούσε, ξεκολλώνταςτ’ απαλά του τα γούλια από το στήθος μουνα του συντρίψω το κρανίο στον τοίχο, αν ποτέ μου είχα δώσει τέτοιον όρκο»!40Κι όταν ο Μάκβεθ σκοτώνει το βασιλιά, τρομάζει βλέποντας κόκκινα τα χέρια του:Α! τι χέρια είναι αυτά! Μου ξεσκίζουν τα μάτια!Θα μπορέσει ο ωκεανός όλος του Ποσειδώνα37 Αναφέρεται στο χρονογράφημα «Το ρόπαλο της Ευαγγελίας» (24.8.1941), που περιλαμβάνεται στον τόμο μας Αστυνομικά (Εκδόσεις Αρχείο, 2017).38 Αποδίδει τους στίχους 1374-75: «πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντί᾽ εἰπεῖν οὐκ ἐπαι-σχυνθήσομαι» από τον Αγαμέμνονα του Σοφοκλή.39 Αποδίδει τους στίχους 1389-1392: «κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγὴν / βάλλει μ᾽ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου,/ χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ / γάνει σπορητὸς κάλυκος ἐν λοχεύμασιν».40 Πρώτη πράξη, 7η σκηνή.
47τα αίματα αυτά να νίψει από τα χέρια μου;Εκείνη όμως, που έβαψε επίσης τα χέρια της με αίμα, γυρίζει και του λέγει:«Τα χέρια μου έχουν το χρώμα των δικών σου!Πάμε στην κάμαρά μας, λίγο νερό θα μας ξεπλύνει από την πράξη!»41Αυτή είναι όλη όλη η γυναικεία ηθική. Ένα ποτήρι νερό. Αυτό τα σβήνει όλα. Γιατί όλα για τη γυναίκα είναι ζητήματα του «δοκείν» κι όχι του «είναι». Ό,τι κακό μπορεί να γίνει κρυφά και να μη φανερωθεί, η γυναίκα δεν εμποδίζεται να το κάνει. Η Φαίδρα του Ευριπίδη πάει και κρεμιέται, όχι γιατί έκανε το έγκλημα να ερωτευθεί τον προγονό της, τον Ιππόλυτο, παρά για ν’ αποφύγει την κατά-κριση του κόσμου. Αν το πράμα έμενε μυστικό, η Φαίδρα θα ζούσε. Ένας άντρας όμως πραγματικός δεν νοιάζεται για τη γνώμη των άλλων, παρά για τη δική του τη συνείδηση: «Ου γαρ δοκείν δίκαιος, αλλ’ είναι θέλει» ο Αμφιάραος του Αισχύλου.Κι ο φίλος εσυνέχισε:—Όση σκληρότητα έχει η γυναίκα να κάνει το κακό, άλλην τόσην έχει να το υπομένει. Πάσχει από ηθική και σωματική αναισθησία. Γι’ αυτό εμείς οι άντρες, που είμαστε τα πιο αισθαντικά και τα πιο αφελή πλάσματα και οι γυναίκες μάς βασανίζουνε με γνώση και με γούστο και με όλους τους κανόνες της «αισθητικής του εγκλήματος», δεν πρέπει να τις λυπόμαστε, όταν μερικοί άντρες τις δέρνουν ή τις σκοτώνουν. Ούτε το ξύλο αισθάνονται, ούτε το λεπίδι, ούτε το βόλι. Είναι σαν τους αστακούς. Μερικοί «φιλάνθρωποι» του γλυκού νερού είχανε κάνει εκστρα-τεία για να καταφέρουνε να μη βράζονται ζωντανοί οι αστακοί. Όσο που ήρθανε οι φυσιοδίφες και πιστοποιήσανε πως ο αστακός δεν υποφέρει και πολύ όταν τον βράζουν: έχει αισθητηριακή αμβλύτητα. Την ίδια αισθητηριακή, αλλά και συ-ναισθηματική αμβλύτητα έχουνε και οι γυναίκες, που όπως πιστεύανε οι σοφοί του Μεσαίωνα, «στερούνται ψυχής». Βράσιμο λοιπόν ανελέητο. Τα δάκρυά τους πρέπει να δροσίζουνε τα σπλάχνα μας, όπως το αίμα του Αγαμέμνονος εδρόσιζε την ψυχή της Κλυταιμνήστρας. Βράσιμο, γιατί θα μας βράσουν αυτές, αν είμαστε... χλιαροί απέναντί τους.Οι αρχαίοι κάτι ξέρανε. Όλοι οι φοβεροί τους δαίμονες ήσαν θηλυκοί: Άτη, Έμπουσα, Άρπυιαι, Σφίγγες, Ερινύες... Αυτοί οι δαίμονες φύγανε από τα δάση και θρονιαστήκανε στα σπίτια μας. Συγκατοικούνε μ’ εμάς κάτου από την ίδια στέγη. Όσοι δεν κατορθώνουνε ν’ αχρηστέψουνε τα χέρια τους και τη... γλώσσα τους (και με τα δυο αυτά σκοτώνουν!), είναι χαημένοι. Η οικογενειακή «αρμονία» στηρίζε-ται στην υποταγή του ενός στον άλλον. Αλίμονο στον άντρα, που την «αρμονία» αυτή την αγοράζει με τη δική του υποταγή. Την αγοράζει με τη ζωή του! 18 ΣεπτεμβρίουΑίνοςΟ πόλεμος ήρθε ν’ αποδείξει, όχι πόσο δυνατοί είναι οι άντρες, αλλά πόσο ανί-κητες είναι οι γυναίκες. Οι άντρες παλεύουνε με το Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια των διαφόρων μετώπων, με την αγωνία στα μάτια, οι γυναίκες τον παλεύουνε στα ασφαλτοστρωμένα... σαλόνια των πόλεων με το χαμόγελο στα χείλη. 41 Δεύτερη πράξη, 2η σκηνή.ΕΡΩΤΙΚΑ 1941
48ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣΛαφροντυμένες, ανάερες, λαχταριστές, φριζαρισμένες, παρφουμαρισμένες και βαμμένες στην τρίχα, περνούνε από τα πεζοδρόμια σαν φτερωτά οράματα αλλου-νού κόσμου. Από πού έρχονται και πού πάνε; Από την αιωνιότητα στην αιωνιό-τητα. Κύματα από αρώματα κι από λαχτάρες είναι το πέρασμά τους. Τίποτα δεν τις έχει αγγίξει από το δράμα της ζωής! Κι η παρουσία τους μεταμορφώνει την πραγματικότητα σε όνειρο –όπως πάντα.Βλέπετε τους άντρες σοβαρούς να τους βαραίνει η έγνοια τόσων προβλημά-των. Αυτές δεν έχουν ούτε προβλήματα, ούτε έγνοιες. Τα έχουνε φορτωθεί όλα αυτά οι άντρες για λογαριασμό τους. Στολίζονται άψογα. Πηγαίνουνε χωρίς να πατάνε στη γης. Δεν ενδιαφέρονται παρά για τα νιάτα τους και την ομορφιά τους. Και δε μιλάνε για τίποτες άλλο παρά για αισθήματα και μόδες. Δεν βλέπουνε τίπο-τα· γιατί ο ρόλος τους είναι να βλέπονται από τους άλλους. Κι αυτό γίνεται. Στους δρόμους, στα κοσμικά κέντρα, στα τρένα –όπου πάνε κι όπου σταθούν, προκα-λούνε το θαυμασμό και το καρδιοχτύπι. Αυτός είναι ο ρόλος τους πάντα και δεν εννοούνε να τον αλλάξουν. Και ευτυχώς που δεν τον αλλάζουν.Άγγελοι βέβαια, αλλά και τι αδάμαστοι! Οι άντρες έχουνε την καθημερινή σκοτούρα του πώς θα ενώσουν, που λέει ο λόγος, τις δυο άκρες του σκοινιού. Πώς θα τα βγάλουνε πέρα. Ξεθεώνονται στα τρεχάματα. Διπλασιάζουνε τις ώρες δου-λειάς. Παραμελούνε το ντύσιμό τους. Οι γυναίκες φροντίζουνε περισσότερο από άλλοτες το ντύσιμό τους. Πληθαίνουνε τις ώρες της επίδειξής τους στον κόσμο. Και δεν εννοούνε να περπατήσουνε παρά για ν’ «αξιοποιήσουν» τη χάρη της περπατη-σιάς τους και ν’ αποκαλύψουνε την τελειότητα της γυμνής των κνήμης. Κι αν δεν αναλαβαίνανε μονάχες να μας ξαναφέρνουνε στα «Ηλύσια περιβόλια» και να μας τονώσουνε το θάρρος της ζωής, θα έπρεπε να τις υποχρεώσουμε «διά νόμου» να είναι ωραίες και να φαίνονται ωραιότερες!Από τις αγγελίες των εφημερίδων θα μπορούσε κανείς να μελετήσει την κοι-νωνική κατάσταση μιας εποχής. Από το τι ζητείται και τι προσφέρεται στο κοινόν φαίνονται ποιες είναι οι ζωτικότερες ανάγκες του. Πουλιούνται κι αγοράζονται οικόπεδα, σπίτια, αγροκτήματα, αντλίες βαθέων φρεάτων, αντισάπωνες («ειδικόν παρασκεύασμα εις κόνιν»), ηλεκτρικές συσκευές... σαμάρια! Αλλά κοντά σ’ αυτά προσφέρεται και «πλουσία παρακαταθήκη των τελειοτέρων και πλουσιοτέρων φιγουρινίων και περιοδικών μόδας». Δηλαδή μαζί με τα είδη της απολύτου πρα-κτικής ανάγκης και της απολύτου θεαματικής ανάγκης. Αυτό θα πει πως η «αιωνία γυναίκα» εξακολουθεί να είναι αιωνία. Και πως αν η Τροία καίγεται, η ωραία Ελένη είναι ο νικητής!Αυτές σήμερα συνεχίζουν την «κοσμική κίνηση» έξω από τα σπίτια. Από αρι-στοκρατική την κάνανε λαϊκή. Όλος ο κόσμος γιορτάζει μαζί τους. Αυτές γεμίζου-νε τα ζαχαροπλαστεία, τους κινηματογράφους, τα θέατρα, τις ακτές του Φαλήρου και όπου πάνε μαζεύουνε γύρω τούς άντρες, όπως οι λάμπες της ασετυλίνης μαζεύ-ουνε τα ψάρια γύρω από τα γρι-γριά τις αφέγγαρες νύχτες. Αυτές βαστούνε τη ζωή στον κανονικό της ρυθμό και καταλαγιάζουνε τα κύματα του σάλου. Και είναι αδύνατο ο άνθρωπος, που τον άγγιξε για λίγο η μαγεία μιας ωραίας γυναίκας, να μην είναι χαρούμενος όλην την ημέρα και να μην έχει τα μάτια του τη νύχτα γεμάτα φως και αστράμματα. Είναι και μερικοί, που δεν τις βλέπουνε μονάχα τις γυναίκες, παρά και τις ανασαίνουνε. Αυτοί κρατάνε περισσότερον καιρό μέσα τους τη ζέστα της χαράς που περνά –και που είναι η μόνη χαρά, που μένει!Αυτόν τον εξαγνιστικό ρόλο που παίζει η γυναίκα στη ζωή και μεταβάλλει τον αγώνα της σε... ποίημα, τον έχει εκφράσει με τα πιο λαμπερά μέσα ο ποιητής,
49που πάντα του επερπάτησε το δρόμο της αρετής κι από την κορφή της έπεσε σαν ήρωας στα βάθη της θεϊκής «ανυπαρξίας» –ο Μαβίλης.42Σε σταυροδρόμια αγέλαστα, όπου σκλάβοιτης δουλειάς τυραγνιούνται στο λιοβόρι,σαν κολασμένοι, εμπόροι και μαστόροι, κι όλους, από το κτίστη ως το μανάβηδιάφορου43 δίψα μόνο τους ανάβει,περνάς εσύ, τόμου44 σκολάσεις κόρη, σαν περιστέρι και τ’ αγνό σου θώριτέλεια κάθ’ άλλη επιθυμία τούς παύει.Μακριά από τ’ ανθισμένα περιβόλιακι αφώτιστοι απ’ της τέχνης την αχτίδαόμως για σε ξεχνούν καθ’ έγνοια δόλιακαι ειρηνεμένοι σαν από άγια ελπίδασε καμαρώνουν μουρμουρίζοντάς σου:«Η Παναγία, πιτσούνι μου, κοντά σου!»25 Σεπτεμβρίου«Ζητώ εις γάμον...»Από τα απίστευτα! Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι σήμερα, που δε βρίσκουνε γυ-ναίκα και την ζητάνε είτε με αλληλογραφία, είτε –το χειρότερο– με δημοσιεύσεις στις εφημερίδες. Σήμερα οι γυναίκες έχουνε πάρει την πρωτοβουλία και σ’ αυτό το ζήτημα και σε πολλά άλλα. Ο «γάμος» κάθε λογής τρέχει στους δρόμους, στα πάρκα, στα σαλόνια, στα κοσμικά κέντρα, στους κινηματογράφους, στα μπεν-μιξτ,45 στις εκδρομές, στα μαγαζιά, στα γραφεία. Σε αρπάζει από το μπράτσο και σε τραβά χωρίς να θέλεις. Και υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι, που δεν τον συναντού-νε πουθενά; Επαναλαμβάνω: απίστευτο!Τι αδέξιος πρέπει να είναι ο άντρας, που δε βρίσκει γυναίκα και μάλιστα σύζυγον «με κουμπάρο και παπά», που λέει κι η παροιμία. Ασφαλώς οι τέτοιοι έχουνε πέσει από τα σύννεφα και βρεθήκανε πάλι στα σύννεφα. Και μη φαντα-σθείτε πως πρόκειται για ανθρώπους ή άσκημους ή γέρους ή φτωχούς. Από τις φω-τογραφίες που δημοσιεύουν φαίνονται άνθρωποι συμπαθητικοί· κι από την ανα-γραφή των υλικών τους προσόντων πολύ ελκυστικοί. Είναι ηλικίας 34-46 ετών, δηλαδή απάνω στην ακμή τους και στα νιάτα τους. Κι είναι όλοι ευκατάστατοι, «εύποροι» και μάλιστα «μορφωμένοι». Άλλοι έχουν ακίνητα αξίας προπολεμικής 15 εκατομμυρίων και μετρητά εκατομμύρια! Και δεν είναι πλούσιοι οικονομικώς μόνον, αλλά και εις την εξυπνάδα, εις την ευγένειαν και την καλοσύνην και «πολύ 42 Πρόκειται για το σονέτο «Ομορφιά», που ο Βάρναλης το παραθέτει με ασήμαντες διαφορές από το τυπωμένο κείμενο στα Άπαντα του ποιητή. 43 διάφορο: το κέρδος44 τόμου: μόλις45 Αυτός ο γαλλισμός (μπεν-μιξτ, bains mixtes: κατά λέξη, μικτά θαλάσσια λουτρά) ακουγόταν πολύ στον μεσοπόλεμο για τα θαλάσσια λουτρά με λουόμενους και λουόμενες μαζί, που ήταν νεωτερισμός. Καθώς η πρακτική γενικεύτηκε στη μεταπολεμική εποχή, η λέξη έπαψε να ακούγεται.ΕΡΩΤΙΚΑ 1941
50ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣευχάριστοι». Άλλοι έχουν ακίνητα στην Αθήνα πολύ προσοδοφόρα κι είναι οι μόνοι κληρονόμοι. Κι έχουν και μισθό γενναίο. Κι επιπλέον έχουν επιστημονικά διπλώματα κι είναι και εξυπνότατοι, ευγενείς, ευχάριστοι. Πώς λοιπόν με τέτοια προσόντα δε βρίσκουνε συζύγους;Οι περισσότεροι έχουν για δικαιολογητικό πως ζήσανε στην Ευρώπη και στην Αμερική και δεν ξέρουνε κανένα εδώ. Αλλ’ είναι ανάγκη να ξέρουνε; Την πρώτη γυναίκα που θα ιδούνε στο δρόμο ή στο κοσμικό κέντρο και τους αρέσει, μπο-ρούνε ν’ απλώσουνε και να την πάρουν στην τύχη. Γιατί και με τις δημοσιεύσεις πάλι την εκλογή τους την εμπιστεύονται στην τύχη. Άλλωστε, όλοι στην τύχη πα-ντρεύονται. Γιατί δεν μπορεί κανείς να ξέρει τι είναι στο βάθος και η γυναίκα, που τη γνωρίζει και τη σχετίζεται χρόνια –γιατί η γυναίκα μονάχα άμα παντρευτεί κι ύστερα βγάζει στα φόρα τ’ αγκάθια της, που τα κρύβει επιμελώς πρωτύτερα. Κι είναι και πολλές, που μέχρι θανάτου μένουνε κλειστές και δεν φανερώνουνε το μαύρο βάθος τους.Και μη νομίσετε πως οι άνθρωποι αυτοί με τα τόσα υλικά και ηθικά και πνευμα-τικά προσόντα είναι πολύ απαιτητικοί και γι’ αυτό δεν βρίσκουνε γυναίκα, ή πολύ ρομαντικοί και δεν «απαντούν εις το ρεύμα της ζωής» τους την «ιδεώδη» γυναίκα. Κάθε άλλο! Είναι άνθρωποι με λογικές, για να μην πω μέτριες, αξιώσεις. Ο ένας την θέλει καλοδεμένη, γερή, ψηλή και ευπαρουσίαστη. Ζητεί δηλ. εντελώς εξωτερικά πράματα. Ο άλλος θέλει μονάχα, απλά και φυσικά, ν’ αποχτήσει οικογένεια, γιατί βαριέται την εργένικη ζωή. Κι ούτε ζητάει κανείς να είναι η νύφη όμορφη, άγγελος ή πολύ νέα. Κανένας δεν θέτει τον όρο της ομορφιάς. (Ένας μονάχα ζητάει προίκα). Την θέλουνε γερή, να ντύνεται καλά και να είναι από 22-35 χρονών. Μ’ αυτούς τους «όρους» όλες οι κοπέλες και οι γυναίκες της Αθήνας είναι «ιδεώδεις» σύζυγοι.Αλλ’ αν είναι απίστευτο πως υπάρχουν άνθρωποι που δε βρίσκουν γυναίκα, είναι πιο... απιστευτότερο το ότι υπάρχουν άνθρωποι που θέλουνε να σκλαβω-θούν αυτήν την εποχή. Γιατί κανένας φρόνιμος άνθρωπος δεν το αποφασίζει σή-μερα, με τις δυσκολίες, που έχει η ζωή, να φορτωθεί αβάσταχτες ευθύνες. Κι αυτοί που είναι παντρεμένοι και έχουνε και παιδιά, μετανοούνε τώρα για το «λάθος» που κάνανε άλλοτες και σκλαβωθήκανε.Αυτοί λοιπόν που ζητάνε σώνει και καλά να παντρευτούνε, είναι αληθινοί ήρωες της ζωής. Και πρέπει να παντρευτούνε –γιατί από τέτοιους ήρωες θα προέλ-θει ο «ευγενισμός» της ράτσας. Ό,τι μας λείπει σήμερα είναι το θάρρος της ζωής. Κι αυτοί το έχουν με το παραπάνω. Και θα το κληροδοτήσουνε και στα παιδιά τους.Αλλά ο πιο πραχτικός απ’ όλους, «τέκνον του αιώνος» και ασφαλώς φαρσέρ, είναι εκείνος που δηλώνει τα εξής προσόντα: «Νέος 34 ετών, διαθέτων... ψυγείον, 4 οκάδες... τραχανά και μίαν... λίραν, ζητεί νύμφην ή καλλιτέχνιδα ονομαζομέ-νην Μαίρη ή πυργοδέσποινα με αγρόκτημα αξίας 7 τουλάχιστον εκατομμυρίων». Αλλά όποιος έχει 4 οκάδες τραχανά, γι’ αυτόν τα 7 εκατομμύρια δεν είναι τίποτα! Μονάχα για το ψυγείον έχουμε αντιρρήσεις. Μπήκε πια ο χειμώνας. Δεν μπορεί το ψυγείον να το κάνει σόμπα; Αλλ’ ας μην επιμείνει να πάρει καλλιτέχνιδα και μάλιστα Μαίρην. Θα του φάγει τον τραχανά και θα τον ταγίσει την... χυλόπιτα! Ας περιορίσει τας αξιώσεις του. Καλή είναι και η πυργοδέσποινα με το «τιμάριον» των 7 εκατομμυρίων.Αλλά δεν τελειώσαμε. Είναι και ο εξής γαμπρός: «Ποιητής διαθέτων 32 γερούς οδόντας ζητεί προίκα (αυτός ξέχασε πως ζητεί γυναίκα) τόσων χιλιάδων δραχμών όσοι είναι οι στίχοι του. Συνηθισμένος να τιθασεύει τον Πήγασον, δεν ζητεί από την γυναίκα να είναι καλού χαρακτήρος· μόνον να τον θαυμάζει»!Αυτός ο τελευταίος όρος τα χάλασε όλα!
511 ΟκτωβρίουΛηξιαρχείον—Τα πιο ενδιαφέροντα «νέα» των εφημερίδων...—Είναι της «τελευταίας ώρας», διέκοψε ο άλλος ανόρεχτα.—Κοινοτυπίες! απάντησε ο ιδιότροπος φίλος. Είναι του «Ληξιαρχείου».—Του «Ληξιαρχείου»;—Ναι. Αυτή η «τελευταία ώρα» δεν έχει συνέχεια αύριο. Είναι πραγματικά η τελευταία της ζωής.—! ! !—Χρόνια παρακολουθώ αυτή τη στήλη του «Ληξιαρχείου». Περιμένω πότε θα ιδώ και τον... εαυτό μου μέσα. Και κάθε μέρα, που δεν τόνε βρίσκω, τη θεωρώ μέρα κερδισμένη. Θα είναι η πρώτη και η τελευταία φορά, που το όνομά μου θα γραφτεί στις εφημερίδες, καθώς και η ηλικία μου και η αρρώστια, που θα με στεί-λει στον άλλο κόσμο!... Αν ως τώρα δεν έχω κάνει τίποτα, που να ενδιαφέρει την κοινή γνώμη, όμως ο θάνατός μου ενδιαφέρει τη στατιστική. Νομίζω πως κάποιος με παρακολουθεί κάθε μέρα μ’ ένα μολύβι στο χέρι και περιμένει να σωριαστώ χάμου για να το σημειώσει στο χαρτί του και να το δημοσιέψει στις εφημερίδες. Αλλά κι εγώ δεν πάω παραπίσω. Κι εγώ παρακολουθώ αυτήν τη «σκιά», που με παρακολουθεί. Αισθάνομαι ιδιαίτερη ευχαρίστηση να της ξεφεύγω. Αυτό το κρυ-φτούλι, που παίζουμε χρόνια εγώ κι ο αρμόδιος υπάλληλος της Στατιστικής, δεν ξέρω πόσο ακόμα θα βαστάξει. Ομολογώ πως κουράστηκα. Και νιώθω πως πολύ σύντομα θα με αρπάξει το μολύβι του υπαλλήλου. «Εδώ σ’ έχω!» θα φωνάξει με κακεντρέχεια και θα πάει να δημοσιεύσει το «ανακοινωθέν» της νίκης του. —Είσαι άρρωστος.—Είμαι άντρας. Και το φύλον μου είναι ένας λόγος περισσότερος που με φοβίζει.—Γιατί;—Είναι η αναλογία του 90 τοις εκατό. Από τους 20 μακαρίτες την ημέρα οι 18 είναι άντρες και οι δυο μονάχα είναι γυναίκες!—Το μέτρησες κι αυτό!—Αμ’ τι άλλο να κάνω! Είναι βλέπεις, ζήτημα ζωής ή θανάτου! Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό. Ενώ τα ανδρικά «θύματα» του Ληξιαρχείου έχουν ηλικία από λίγων μηνών ίσαμε 50 χρονών, τα γυναικεία είναι όλα από εξήντα κι απάνω. Οι γυναίκες είναι κορακοζώητες. Κι αν σ’ όλους τους λαούς οι γυναίκες είναι περισσότερες, αυτό δεν οφείλεται στο ότι γεννιούνται περισσότερες, αλλά στο ότι πεθαίνουνε λιγότερες! Κι έτσι περισσεύουν. Κι αν δεν πιστεύεις το Ληξιαρχείο, τράβα στο νε-κροταφείο να διαβάσεις τους σταυρούς. Θα ιδείς στους δέκα θαμμένους τους εννιά άντρες. Κι όταν θα ιδείς και σταυρό γυναίκας, θα διαβάσεις ότι απεδήμησεν εις Κύριον εις ηλικίαν 90 ετών!—Και πώς το εξηγείς αυτό;—Απλούστατα. Η γυναίκα είναι πιο γερά οπλισμένη από τη φύση για τον αγώ-να της ζωής. Έχει μεγαλύτερη αντοχή σ’ όλα τα δεινά. Αντοχή σώματος, νεύρων και ψυχής. Και δύναμις πνεύματος. Κρυώνει λιγότερο, πονάει λιγότερο, κουράζε-ται λιγότερο –κι όταν θυμώνει και την πιάνει υστερία, αυτό είναι η «ασφαλιστική δικλείς» της μεγάλης της ζωτικότητος. Πέφτει σε αναισθησία κι έτσι υποφέρει λι-γότερο τα πλήγματα της μοίρας. Το ίδιο κάνουν και οι αρκούδες το χειμώνα, όταν δεν βρίσκουνε τροφή: πέφτουνε σε λήθαργο –κι έτσι δεν πεινάνε!—Είσαι μισογύνης!—Κάθε άλλο. Τις ζηλεύω τις γυναίκες. Και να σου φέρω ένα παράδειγμα της ΕΡΩΤΙΚΑ 1941
52ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣζωτικότητάς τους. Ένας γέρος σκόνταψε μια φορά στο πεζοδρόμιο. Με το μικρό αυτό τράνταγμα έσπασε το καλάμι του ποδιού του, έπαθε γάγγραινα κι απέθανε. Τον ίδιο καιρό διάβασα στις εφημερίδες το ακόλουθο νέο. Μια γριά εβδομήντα χρονών βαρέθηκε να ζει κι έπεσε στο πηγάδι της αυλής της να σκοτωθεί. Το πη-γάδι είχε βάθος δεκαπέντε μέτρα. Ε! η γριά έπεσε μέσα στο νερό με τα πόδια και δεν έπαθε τίποτα. Ούτε καν χτύπησε έτσι για γούστο στους τοίχους του πηγαδιού. Τήνε βγάλανε από κει οι γειτόνοι, της αλλάξανε τα ρούχα, της δώσανε ένα ζεστό κι είμαι βέβαιος πως ζει ακόμα και γελάει με τα παθήματα των άλλων.—Μα είναι και ζήτημα τύχης.—Φυσικά. Αλλά την τύχη του τη δημιουργεί ο ίδιος ο άνθρωπος. Οι άντρες συ-νήθως, σαν τολμηρότεροι που είναι, αφήνονται στην τύχη. Οι γυναίκες διευθύνουν την τύχη. Γιατί είναι προσεχτικές. Τόσοι και τόσοι λαθρεπιβάτες των τραμ σκοτώ-νονται κάθε μέρα. Είδες ποτές σου να σκοτωθεί και καμιά γυναίκα; Ποτές! Γιατί οι γυναίκες ξέρουνε ν’ αποφεύγουν τους κινδύνους. Όχι μονάχα από ένστικτο, παρά κι από σκέψη. Υπολογίζουνε πολύ το τι λένε και το τι κάνουν.—Μήπως οι άντρες πεθαίνουνε περισσότερο επειδή φθείρουνε τη ζωή τους γρηγορότερα;—Κι αυτό βέβαια! Το τσιγάρο, το αλκοόλ, το ξενύχτι, η βαριά δουλειά και οι ευθύνες του σπιτιού τούς τρώνε μιαν ώρα αρχύτερα. Αλλά κι αντιμετωπίζουνε το θάνατο κατά μέτωπο. Οι γυναίκες ούτε φθείρονται, ούτε γεράζουν τόσο γρήγορα κι ούτε βγαίνουνε να παλέψουνε με το Χάρο. Άμα τον ιδούνε, κρύβονται. Γι’ αυτό οι χήροι είναι λιγοστοί κι οι χήρες αμέτρητες. 15 ΟκτωβρίουΠερί οθόνης σκιάς—«Ό,τι είναι τα πάρκα το καλοκαίρι, είναι οι κινηματογράφοι το χειμώνα: ερω-τικό εντευκτήριο. Όλο το καλοκαίρι, πριν ακόμη βασιλέψει ο ήλιος, τα προνοητικά ζευγάρια πιάνανε από νωρίς τους πιο παράμερους πάγκους, περιμένοντας τη νύχτα με τ’ άστρα της, όχι για να παραδοθούνε στη δροσιά της, παρά να παραδοθούνε στη φωτιά τη δική τους. Το πάρκο του Πολυγώνου με την απέραντη έκτασή του και με τους αμέτρητους κρυψώνες του ήτανε το βασίλειο του Έρωτα και πολίτες του μο-νάχα οι νέοι. Οι γέροι εκεί καταπίνανε το φαρμάκι της ατιμίας τους, με την αρχαία σημασία της λέξης, που θα πει στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Όχι όμως και λίγοι από τους γέρους ήταν ενθουσιασμένοι με το θέαμα των αγκαλιασμένων νέων, όπως εκείνος ο γέρος του Μυρζέ,46 όταν είδε στο αντικρινό του σπίτι τους φοιτητές που ολοχρονίς διαβάζανε και δε γλεντούσανε, να φέρουνε μια μέρα κορίτσια και να τραγουδάνε, βγήκε κι αυτός στο μπαλκόνι κι άρχισε να χορεύει από τη χαρά του. Τώρα το χειμώνα ο υιός της Αφροδίτης φτερουγίζει στις εισόδους των κινημα-τογράφων, κάτου από τους ηλεκτρικούς γλόμπους! Αλλά χωρίς τη φαρέτρα του. Γιατί όλα του τα βέλη τα έχει ήδη «τοποθετήσει» σε καλή μεριά. Τα ζευγαράκια μπαίνουνε, αν όχι με το άνθος καρφωμένο στην μπουτονιέρα, όμως με το βέλος του έρωτα καρφωμένο στην καρδιά. Κι ο φτερωτός θεός περιμένει εκεί να καμαρώσει 46 Αναφορά στο μυθιστόρημα Σκηνές μποέμικης ζωής (ή: Οι μποέμ) του Ερρίκου Μυρζέ.Το πάρκο του Πολυγώνου, για το οποίο γίνεται λόγος πιο πάνω, είναι το Πεδίον του Άρεως.
53το έργο της καλοσύνης του. Και χαμογελά από πάνου και τρίβει τα χεράκια του και κλείνει με πονηριά το μάτι ευχαριστημένος.Οι περισσότεροι δίνουνε το ραντεβού τους εκεί στην είσοδο. Βλέπεις νέους και νέες, που δεν βγάζουν εισιτήριο, αλλά περιμένουν. Όλο τους το είναι μοσκοβολά από τη χαρά της αναμονής. Και κοιτάζουν διαρκώς έξω. Ο φτερωτός θεός κοιτάει κι αυτός έξω με ανησυχία, γιατί κάθε λεπτό που περνά θέτει σε δοκιμασία την πα-ντοδυναμία του. Επιτέλους έρχεται βιαστικός εκείνος ή εκείνη, σφίγγουν τα χέρια, «ο γαλανός αιγιαλός γελάει γάλα όλος»,47 βγάζουν αμέσως το εισιτήριό τους και πάνε στην ευκή του θεού –του φτερωτού εννοώ. Εάν τα πάρκα το καλοκαίρι είναι το βασίλειον του έρωτα, οι κινηματογράφοι το χειμώνα είναι το βασίλειο του αισθήματος. Αλλά δεν είναι μονάχα τα ζευγάρια ευτυχισμένα, όταν κάθονται στην αίθουσα πιασμένα χέρι με χέρι και εξαντλούν μέχρι τελευταίας ρανίδος την αιωνιότητα. Και με το δίκιο τους. Γιατί μονάχα οι ερωτευμένοι νιώθουν το αίσθημα της αιωνιότητας –και οι ποιητές· αλλά και η ποίη-ση δεν είναι τίποτες άλλο από ένα είδος έρωτος. Δεν είναι, λέω, μονάχα τα ερωτικά ζευγάρια ευτυχισμένα. Είναι και οι... άλλοι, οι ανέραστοι, οι γέροι. Όλην την ημέρα τσακίζονται στη δουλειά. Βλέπουνε γύρω τους μούτρα κατσουφιασμένα, μούτρα... υπηρεσιακά. Στα σπίτια και στα γραφεία μισοσκόταδο. Έξω στους δρόμους σκο-τάδι πίσσα. Όλοι οι άνθρωποι κινούνται σαν σκιές χωρίς ζωή. Στον κινηματογρά-φο το σκοτάδι είναι φωτεινό και οι σκιές ζωντανές. Έξω επικρατεί ένας απαίσιος πανανδρισμός με την σκαιότητά του. Εδώ επικρατεί η τρυφερότητα του θηλυκού κόσμου. Έξω ακούς όλην την ώρα κουβέντες για φαγί. Εδώ ακούς δίπλα σου κε-λαδήματα από νεανικά χείλη για τους αιθέρες. Οι ανέραστοι και οι γέροι ζευγαρώ-νουνε κι αυτοί με τους... αστέρες της οθόνης! Γιατί η φαντασία ξαναβρίσκει τα απα-ράγραπτα δικαιώματά της εδώ σ’ αυτό το υποβλητικό περιβάλλον. Και δεν πρέπει να ξεχνούμε πως όποια και να είναι η υπόθεση του έργου, πάντως θα υπάρχει μια γοητευτική ηρωίδα, που ανήκει «εξ ολοκλήρου» σε όλον τον κόσμο και ειδικά σε εκείνους, που ο χρόνος τούς έχει αφαιρέσει το δικαίωμα της αγάπης. Αν μάλιστα η ηρωίδα είναι γνωστή τους, μ’ αυτήν έχουνε δώσει το ραντεβού τους οι απόκληροι της νεότητος. Και δεν υπάρχουν πιστότερες ερωμένες από τις... σκιές της οθόνης.Η ερωτική, λοιπόν, ατμόσφαιρα στους κινηματογράφους δεν είναι απλός τρό-πος του λέγειν. Είναι πραγματικότητα. Πραγματικότητα και για τους ζευγαρωμέ-νους και για τους αζευγάρωτους. Αλλ’ υπάρχει κι ένα άλλο στοιχείο, που κάνει τον κινηματογράφο ενδιαφέροντα. Πουθενά αλλού η γυναίκα: ούτε στο σπίτι, ούτε στο γραφείο, ούτε στο δρόμο δεν είναι τόσο αυτή, όπως εδώ. Γιατί; Γιατί παντού αλλού είναι και κάτι άλλο: νοικοκυρά, κοσμική κυρία, υπάλληλος κλπ. Εδώ είναι μονάχα γυναίκα, συγκινημένη είτε από τον έρωτα το δικό της, είτε από τον έρωτα της οθόνης. Δε σκέπτεται και δε ζει παρά την «αιωνιότητά» της –τον εαυτό της. Εί-ναι μονάχα γυναίκα στην απόλυτη έννοια του όρου. Όποιος λοιπόν έχει μέσα του την αγιάτρευτη κατάρα να του αρέσουν οι γυναίκες ως θέαμα, εδώ μονάχα, μέσα σ’ αυτήν τη μαγεμένην ατμόσφαιρα θα ικανοποιήσει τα μάτια του και την καρδιά του. Είδες; Μόλις τελειώσει το φιλμ κι ανάψουνε τα φώτα κι ανοίξουνε οι πόρτες κι αρχίσουνε να φεύγουν οι θεατές, όλοι με μιας μεταβάλλονται σε κοινούς τύπους. Λύνονται τα μάγια –κι αρχίζει το σκοτάδι του δρόμου και της ψυχής».Αυτά είπε με παράξενη θέρμη ο παράξενος ωραιοπαθής.47 Στίχος διάσημος για την παρήχησή του. Ακριβέστερα, ο Παν. Σούτσος στο ποίημα «Μεσσίας ή τα πάθη Ιησού Χριστού» είχε γράψει ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα, γάλα όλος και ακολούθησαν διάφορες παραλλαγές.ΕΡΩΤΙΚΑ 1941
54ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ19 ΟκτωβρίουΟ μύθος του γάμου Τάδε έφη ο καμένος της παντρειάς:—Όταν ο Ηρακλής ήτανε ακόμα έφηβος, ένας παλίκαρος τέσσερες πήχες ύψος, βγήκε κάποιο ανοιξιάτικο πρωί από την πολιτεία έξω στ’ «ανοιχτά», στον κάμπο –δεν τόνε χωρούσε ο τόπος! Αφού περπάτησε ώρες μέσα στον ήλιο, σταμάτησε κά-ποτες σ’ ένα σταυροδρόμι και ξάπλωσε ανάσκελα κάτου από ένα μεγάλο πεύκο. Δεν ξάπλωσε για να ξεκουραστεί. Δεν ήξερε από κούραση αυτός ο φοβερός ημίθε-ος, που οχταμηνίτικο μωρό έπνιξε στην κούνια του τα δυο φίδια, που πήγανε να τον φάνε, κι αργότερα περπατούσε χρόνια από τον Καύκασο ίσαμε τις Ηράκλειες στήλες χωρίς να καθίσει πουθενά. Ξάπλωσε χωρίς να ξέρει το γιατί.Ένιωθε το αίμα του να τρέχει γρήγορα μέσα στις φλέβες του σαν υγρή φωτιά. Κάτι άγνωστο κι απέραντο μαζί εφούσκωνε τα στήθη του και βούιζε σα φουρ-τουνιασμένη θάλασσα. Ήθελε ν’ αγκαλιάσει το σύμπαν και να το σφίξει δυνατά απάνω του. Το πεύκο ηχούσε παράξενα –σαν μακρινότατος θρος φουστανιών. Για πρώτη φορά ένιωθε πως είχε φαντασία.Φυσομανώντας ακράτητα μισόκλεισε τα μάτια του και κοίταε τον ουρανό χω-ρίς να βλέπει. Κείνη τη στιγμή παρουσιαστήκανε δεξιά κι αριστερά του δυο ωραίες γυναίκες. Ο Ηρακλής χύθηκε να τις αρπάξει και τις δυο μαζί, όπως άλλοτες τα δυο φίδια, αλλ’ έσφιξε στην αγκαλιά του τον αέρα! Κι όταν απελπισμένος ξανασωριά-στηκε χάμου, οι δυο γυναίκες παρουσιαστήκανε και πάλι δίπλα του.—Μην προσπαθείς να μας πιάσεις. Είμαστε... ιδέες! Η κυρία από κει είναι, με συμπάθιο, ο Γάμος –η Κακία! Κι εγώ, με την άδειά σου, είμαι η Αρετή –η ελεύθερη ζωή.Κι η Κακία έλαβε πρώτη το λόγο:—Αν μ’ ακούσεις εμένα, θα περάσεις ζωή χαρισάμενη! Θα έχεις μια γυναικού-λα όμορφη και νέα να σε χαϊδολογά και να σε φοβάται, να σε φιλεί και να την... δέρνεις. Όταν θα γυρίζεις από το χωράφι κουρασμένος, θα σου έχει έτοιμο νερό να σε λούζει και λάδι αρωματικό να σε αλείφει. Θα σου έχει στρωμένο το τραπέ-ζι με καθάριο κολλαριστό τραπεζομάντιλο και μέσα στην πιατέλα ένα γουρου-νόπουλο ψητό και δίπλα, το ένα πάνου στ’ άλλο, πέντε καρβέλια σιμιγδαλένια και στα πόδια της καρέκλας σου έναν γκαζοτενεκέ ανέρωτο κρασί. Ενώ εσύ θα τρώγεις εκείνη θα στέκεται όρθια μπροστά σου και θα σε κοιτάει στα μάτια να μαντεύει τι επιθυμείς και να τρέχει να σου το φέρνει πριν το ζητήσεις. Αν τυχόν έχεις πατήσει στο δρόμο κανένα αγκάθι ή καρφί θα σου το βγάζει με προσοχή και θα σκύβει να σου φιλά την πληγή να γιάνει! Κι αν σου έχουνε πρήξει τα μούτρα οι μέλισσες, θα σου τα τρίβει με αμμωνία και θα σου τα δροσίζει με τους κρίνους των χεριών της. Κι ας είσαι ψηλός τέσσερις πήχες και βαρύς όσο ένας ταύρος, αυτή θα έχει τη δύναμη να σε σηκώνει στα χέρια της σα βρέφος και να σε πλαγιά-ζει στο φαρδύ κρεβάτι. Γιατί η αγάπη της γυναίκας είναι η μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο που μετακινεί ολάκερα βουνά! Κι εκεί στο κρεβάτι θα σε ρωτά με την κελαηδιστή φωνή της: «Να φωνάξω τη Θρακιώτισσα σκλάβα ή την αράπισσα της Μπαρμπαριάς να σου κάνει συντροφιά;» Για τον εαυτό της δε θα λέγει. Γιατί η γυναίκα που αγαπά, θυσιάζεται. Και θα σου κάνει πεντάμορφα αγοράκια που θα σου μοιάζουν. Κι όταν γεράσεις και θα σε πνίγει ο βήχας από το πολύ κάπνισμα ή από το κρυολόγημα, αυτή θα σου βράζει χαμόμηλο και θα σου βάνει... βεντούζες! Και θα έχεις σ’ όλη σου τη ζωή ένα δεύτερον εαυτό σου να του λες τα βάσανά σου και να σε νιώθει. Αυτή στο τέλος θα σου κλείσει τα μάτια, όταν θα έχει σημάνει
55η ώρα σου ν’ ανεβείς στον Όλυμπο. Κι ενώ εσύ θα ξαναπαντρεύεσαι εκεί ψηλά το άνθος της νιότης, την Ήβη, εκείνη θα κλαίει απαρηγόρητη χάμου στη γη τη χηρειά της –και θα πεθάνει από τη λύπη της!Η Αρετή τότε χαμογέλασε και είπε:—Είσαι παιδί ακόμα και το μυαλό σου δεν έπηξε. Πρόσεξε να μη σε γελάσει αυτή η... προξενήτρα! Ο γάμος είναι η χειρότερη σκλαβιά στον κόσμο. Όποιος χορέψει μια φορά τον Ησαΐα, μετανιώνει εκατό φορές τη μέρα σ’ όλη του τη ζωή. Εσύ που θα κατεβείς στον Άδη να φέρεις απάνω στη γη τον Κέρβερο, άμα πα-ντρευτείς, θα καταλάβεις πως ο Κέρβερος κι ο Άδης είναι προτιμότερα κακά από τη νόμιμη γυναίκα. Όταν εσύ θα γυρίζεις σπίτι σου δαγκωμένος από τα εννιά ζευ-γάρια μασέλες της Λερναίας Ύδρας, η γυναίκα σου θα σε δαγκώνει σκληρότερα και θα σε φαρμακώνει περισσότερο με τη... γλώσσα της. Δε θα βρίσκεις ποτέ σου το φαγί έτοιμο κι όταν παραπονιέσαι, θα σου πετάει την κουτάλα στα μούτρα γεμάτη βραστή φασουλάδα. Τα παιδιά που θα σου κάνει, θα είναι μια νέα αλυσί-δα, που θα σε δένει σφιχτότερα μ’ αυτόν τον εφιάλτη –και θα σου μοιάζουνε τόσο, όσο έμοιασες και του λόγου σου του άντρα της μάνας σου, του Αμφιτρύωνα. Κι αν της κάνεις και συ απιστίες, δεν το ’χει τίποτα την ώρα που θα κοιμάσαι, να σου χύσει υδράργυρο μέσα στ’ αυτί και να σε κάνει αθάνατο μιαν ώρα αρχύτερα. Εσένα που τα χέρια σου θα κρατήσουνε τόσο ηρωικά το ρόπαλο σκοτώνοντας τα θηρία, θα σου δώσει ρόκα να κρατάς και να γνέθεις! Κι αυτή ξαπλωμένη στο ντι-βάνι και μασώντας τη μαστίχα θα χαίρεται για την κατάντια σου. Κι όταν θα γε-ράσεις και θα σε βαρέσει η ημιπληγία και δε θα μπορείς να σαλέψεις, τότε θα σε... «εκδικηθεί» και δε θα σου δίνει ένα ποτήρι νερό να πιεις. Θα με ρωτήσεις: «Και δεν μπορώ να βρω μια καλόβολη γυναίκα;» Παιδί που είσαι! Κι η πιο καλόβολη γυναίκα είναι χειρότερη από τον πιο κακόβουλο άντρα. Γιατί δε θα μπορέσεις ποτές σου να συνεννοηθείς μαζί της. Κι έτσι θα είσαι σ’ όλη σου τη ζωή περισ-σότερο μόνος παρ’ ό,τι ήσουνα πριν παντρευτείς. Μείνε ελεύθερο πουλί. Έρωτα κάνε όσο θες· αλλά παντρειά όχι! Μονάχα έτσι θα μείνεις ο εαυτός σου ακέραιος και δεν θα τον μοιραστείς μ’ έναν άλλον, που δεν σε καταλαβαίνει. Αν ακούσεις εμένα, από ημίθεος θα γίνεις θεός, όχι γιατί είσαι λαθραίο παιδί του Διός παρά γιατί θα είσαι αδέσμευτος...»Ο Ηρακλής όμως δεν την άκουσε και την έπαθε. Γιατί οι δυνατοί στο σώμα είναι αδύνατοι στο μυαλό. Και πήγε και σκλαβώθηκε. Και γι’ αυτό τρελάθηκε στο τέλος κι έριξε τα παιδιά του στη φωτιά και τα έκαψε.Αυτός είναι ο πραγματικός μύθος του Προδίκου (ο μύθος της Αρετής και της Κακίας) κι όχι εκείνος, που μας έγραψε ο συντηρητικός ηθικογράφος Ξενοφών.18 Νοεμβρίου Ατζαμοσύνη και καλπουζανιά—Είναι αφάνταστα πολύς ο αριθμός των γυναικών, που δεν ξέρουν ό,τι αποτελεί το κυριότερο χρέος τους, τη νοικοκυροσύνη· όπως είναι κι αφάντα-στα πολύς ο αριθμός των αντρών, που δεν ξέρουν ό,τι αποτελεί τον κυριότερο πόρο της ζωής τους, το επάγγελμά τους. Οι γυναίκες χειροτερεύουν αυτό τους το ελάττωμα μ’ ένα άλλο: την τεμπελιά· και οι άντρες το δικό τους ελάττωμα με την καλπουζανιά.Σήμερα αυτά τα ελαττώματα γίνονται περισσότερο αισθητά από άλλοτες. ΕΡΩΤΙΚΑ 1941
Γιατί οι δυσκολίες της ζωής είναι τόσες, που η βοήθεια της νοικοκυράς (μάνας, γυναίκας, αδερφής) είναι απαραίτητη για να τα βγάλει πέρα το σπίτι με το καλό κουμάντο. Για τον ίδιο λόγο η δουλειά, που παραγγέλνει κανείς σε έναν τεχνίτη (ράφτη, παπουτσή, ξυλουργόν, υδραυλικόν ή χτίστη), πρέπει να είναι καλή κι ευσυνείδητη, γιατί δεν υπάρχει το οικονομικό περιθώριο για επαναλήψεις και ξαναδιορθώματα.Υπάρχουνε πολλά κορίτσια, που δουλεύουνε σε γραφεία, σε καταστήματα, σ’ εργοστάσια και δεν ξέρουνε το άλφα της μαγειρικής και δεν ξέρουνε να ρά-ψουν ένα κουμπί! Αυτά τα κορίτσια είναι κάπως δικαιολογημένα. Υπάρχουν όμως και γριές με παιδιά κι εγγόνια κι όχι μονάχα στην Αθήνα, παρά και στα χωριά, που δεν πιάσανε ποτές τους βελόνα ή κουτάλι. Είναι απίστευτο κι όμως αληθινό. Πώς όμως αυτά τα κορίτσια θ’ ανοίξουνε μεθαύριο δικό τους σπίτι και θα περιποιηθούνε τον άντρα τους και θ’ αναστήσουνε παιδιά; Και πώς οι γριά-δες αυτές τα καταφέρανε επί σαράντα ή πενήντα χρόνια να βαστάξουνε ολάκε-ρη φαμίλια στη ράχη τους; Φαίνεται πως οι τελευταίες περάσανε όλη τους τη ζωή δουλεύοντας στο χωράφι ή στον αργαλειό και πως το σπίτι το κουμαντάριζε η πεθερά, οι κόρες, οι νύφες.Είχα μια υπηρέτρια από χωριό. Δεν ήξερε να μαγερεύει κι η γυναίκα μου βάλ-θηκε να της μάθει. Μια μέρα την πήρα στην αγορά κι αγόρασα μεγάλους μπακα-λιάρους φρέσκους. —Τον έναν θα τον τηγανίσεις της λέω, και τον άλλον θα τον κάνεις βραστό.Μόλις απομακρύνθηκε λιγάκι, γυρίζει και με ρωτά:—Αυτόν, που θα τον τηγανίσω, θα τον... βράσω πρώτα;Κι όταν πήγα το μεσημέρι στο σπίτι, τι να δω! Ο μισός βραστός μπακαλιάρος ήτανε μέσα στον τέντζερη με το κεφάλι κι ο άλλος μισός (ή ουρά) απέξω.—Δε χωρούσε, μου λέγει.—Και καλά, δεν τον έκοβες στα δυο;—Δε μου το είπατε!Ε, λοιπόν! Αυτή η άμαθη υπηρέτρια ήτανε γεννημένη για μαγείρισσα. Είχε χέρι θαυματουργό. Και φιλότιμο. Διάβαζε τον «Τσελεμεντέ» και τον εκτελούσε καλύτερα κι από τον... ίδιον! Κι όταν έφυγε από το δικό μας σπίτι, πήγε σ’ άλλο, όχι πια ως υπηρέτρια, παρά ως μαγείρισσα.Μια χρονιά πήγαμε εκδρομή στη Μαλακάσα –μεγάλη παρέα. Εκεί στο χωριό αγοράσαμε σταφύλια κι αυγά. Μια γριά χωριάτισσα μου πρόσφερε κοτόπουλα. —Τα παίρνω, της λέω, αλλά θα τα σφάξεις και θα τα καθαρίσεις.Δέχτηκε. Όταν αργότερα πήγα να τα παραλάβω, είδα πως δεν τα είχε ξεκοιλιάσει.—Μα και να τα ξεκοιλιάσεις, της λέγω.Πήρε ένα μαχαίρι και προσπαθούσε να τ’ ανοίξει από τη ράχη.—Τι κάνεις αυτού; της φωνάζω. Από τη ράχη ξεκοιλιάζουν τα κοτόπουλα; —Μήπως ξέρω; —Και καλά, δε μαγέρεψες ποτές σου κοτόπουλο;—Εμείς τα κοτόπουλα τα πουλάμε, δεν τα τρώμε!Ένας νιόπαντρος φίλος μου έστειλε μια μέρα στη γυναίκα του (που ήτανε κα-θηγήτρια) λεθρίνια να τα τηγανίσει. Όταν πήγε το μεσημέρι στο σπίτι, τη ρώτησε αν τα καθάρισε καλά. —Καλά λέει; Ως και τα μάτια τούς έβγαλα!Φαντάζεται λοιπόν κανείς τι παράδεισος είναι ο οικογενειακός βίος με τέτοιες νοικοκυράδες. Ενώ ο γάμος σε τελευταία ανάλυση είναι... τέντζερης. Ποτές μια γυναίκα δε θα κρατήσει τον άντρα της γερά, αν δεν ξέρει να του κάνει τη ζωή ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ56
ευχάριστη με την καλή της μαγειρική και με την πάστρα της. Αν τύχει μάλιστα να είναι γλωσσού (και θα είναι!) βάρα διάλυση!Αμ’ τι να πω (συνέχισε ο γκρινιάρης) και για πολλούς άντρες επαγγελματίες και τεχνίτες, που δεν ξέρουνε τη δουλειά τους ή που την κάνουν ψεύτικη. Δεν είναι ανάγκη να θυμηθεί κανείς τον ωρολογά, που διορθώνει το ρολόγι για μια μέρα, τον υδραυλικό, που κολλάει το σωλήνα για μια μέρα, τον ηλεκτρολόγο, που διορθώνει τα ρεσό για μια μέρα. Πρόσεξε μονάχα πώς γυαλίζει τα παπούτσια σου ο λούστρος. Κοιτάζει να κοπιάσει όσο μπορεί λιγότερο και να ξεμπερδεύει όσο μπορεί γρηγορότερα. Βάφει και γυαλίζει μονάχα ό,τι φαίνεται: τα ποντίνια και τα ψίδια, κι αφήνει άβαφο κι αγυάλιστο ό,τι δε φαίνεται: τα τακούνια, τις καμάρες, τις ραφές. Φτύνεις αίμα, όταν έχεις μάστορα στο σπίτι σου. Πρέπει να στέκεσαι πάνου από το κεφάλι του. Κι αν δε σε γελάσει, η αγωνία μήπως σε γε-λάσει δεν είναι μικρή ποινή.—Και σου αξίζει, του απάντησε ο άλλος. Γιατί είσαι καχύποπτος. Αν είναι να σε γελάσει θα σε γελάσει οπωσδήποτε. Η επίβλεψη δε θα σε σώσει. Άφηνε λοιπόν τα πράματα όπως είναι –και μην τα μεγαλοποιείς!—Και συ απ’ αυτούς θα είσαι! φώναξε θυμωμένος κι έφυγε.Στο καλό!23 Νοεμβρίου Γεροντική φλόγα—Όσο λιγοστεύει η πίστη, τόσο πληθαίνουν τα θαύματα· κι όσο μικραίνει η μέρα και χειροτερεύει ο καιρός, τόσο γεμίζει ο κόσμος από ομορφιά –εννοώ από ωραίες γυναίκες. Αυτό το σφιχτό κρύο, που ατσαλώνει τα νεύρα, ξυπνά την καλή διάθεση και τον αισιόδοξο στοχασμό. Με τέτοιο «προηγούμενο» όλες οι γυναί-κες είναι θαύματα. Δεν υπάρχει καμιά άσκημη. Όλες είναι η άκρα προσπάθεια της ερωτικής δημιουργίας. Και όλες μού αρέσουν «απολύτως»! Κάποιος ήθελε να είχε όλος ο κόσμος ένα κεφάλι για να το κόψει.48 Εγώ θα ήθελα να έχω χιλιάδες εαυτούς, για να παντρεύομαι χιλιάδες γυναίκες μαζί. Θα έβαζα κάθε πρωί συρμα-τοπλέγματα στο τέλος των οδών Σταδίου και Πανεπιστημίου και όσες έπιανα σαν ψάρια, θα τις πήγαινα αμέσως στο... τηγάνι!...—Είσαι ερωτομανής.—Πιθανόν. Αλλά δεν είμαι από τους σαχλούς εκείνους τύπους των κορδάκη-δων, που τους έλεγε ο Μητσάκης «μυρωδάτους πισπιρίγκους49 των σαλονιών»...Ακριβώς αυτήν τη στιγμή πέρασε ένας τέτοιος. Ψηλός, ντυμένος του κουτιού, ατσαλάκωτος, με χωρίστρα... βερνικωμένη, με μονόκλ και με γάντια. Πήγαινε αλύ-γιστος σαν κούκλος της βιτρίνας, μ’ ένα στερεοποιημένο χαμόγελο αυταρέσκειας στα χείλη και πατούσε ελαφρά και ρυθμικά τις πλάκες λες και πατούσε σε τρι-αντάφυλλα. Όλος του ο δρόμος ήτανε μια σειρά από θριαμβευτικές αψίδες στο-λισμένες με γιρλάντες και φτερωμένους ερωτιδείς, που μαδούσανε τα πούπουλά τους για να ραίνουν τον «καταχτητή». Έβλεπε πάνου από τα κεφάλια του πλή-48 Ο Καλιγούλας, ο οποίος, σύμφωνα με τον Σουητώνιο, είχε αναφωνήσει: «Μακάρι όλος ο ρωμαϊκός λαός να είχε μόνο έναν σβέρκο» (σύμφωνα με τη μετάφραση του Λ. Τρομάρα). Ωστόσο, άλλοι απο-δίδουν τη φράση στον Νέρωνα.49 πισπιρίγκος: λιμοκοντόρος. Οι «κορδάκηδες» ίσως πρέπει να διορθωθούν σε «κορτάκηδες». 57ΕΡΩΤΙΚΑ 1941
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ58θους προς το άπειρο· γιατί δε βγαίνει στον κόσμο για να ιδεί κανέναν παρά για να τον ιδούνε και να τον καμαρώσουν οι άλλοι.—Αυτός ο τύπος, είπε ο ερωτομανής, δεν αγαπάει τις γυναίκες. Φαντάζεται, πως αυτές τον αγαπούνε και τρελαίνονται γι’ αυτόν. Είναι ο άνθρωπος που ση-μαδεύει το πέρασμά του με θύματα, όπως ο πόλεμος. Ενώ εγώ είμαι το θύμα. Τις αγαπώ και δεν θέλω να το αντιληφτούνε. Τις κοιτάζω μονάχα, άμα δεν με προσέ-χουν (και φυσικά δεν με προσέχουν) ή στέκομαι, άμα περάσουν, και γυρίζω πίσω και παρακολουθώ τη φωτιά που αφήνει στον... ουρανό, το άστρο που χύθηκε και πάει. Πολύ συχνά (κι αυτό αναμεταξύ μας) τις παίρνω το κατόπι «εξ αποστάσεως» κι έτσι αφήνομαι να με ρυμουλκεί στο άγνωστο το «πεσούμενο άστρο». Χάνω την ώρα μου, αλλά κερδίζω την ψυχή μου.—Και πολύ φρόνιμα κάνεις και κρύβεσαι. Γιατί είσαι γέρος.—Τι σημασία έχει! Έτσι ήμουν από παιδί. Έλεγα, πως άμα γεράσω, θα βάλω μυαλό και θα «σοβαρευτώ». Δε βαριέσαι!... Θα πεθάνω με τα μάτια ανοιχτά από τη λαχτάρα.—Και δε σε κουράζει αυτή η ιστορία; —Κάθε άλλο. Το μόνο πράμα, που με βαστά στη ζωή, είναι αυτός ο ακατάλυτος καημός της γυναίκας. Νομίζω, πως άμα τελειώσει το νερό αυτής της «κλεψύδρας», θα τελειώσω κι εγώ μαζί της. Η τελευταία σταγόνα, που θα πέσει, θα είναι η ψυχή μου. Μια φορά, στα νιάτα μου, ήμουνα τσαπατσούλης στον έρωτα. Δεν ήξερα να τον χαρώ. Τώρα η πείρα με έκανε σοφό σ’ αυτήν την δουλειά. Τώρα που ξέρω...—Δεν μπορείς, διέκοψε με κακεντρέχεια ο άλλος.—Τώρα δεν τολμώ. Ντρέπομαι τα άσπρα μου μαλλιά. Γι’ αυτό τις αγαπώ σιω-πώντας και μυστικά όλες –ακούς; όλες!– κι αυτός ο καημός αντίς να μ’ εκνευρίζει, με ξανανιώνει και μου δίνει το κουράγιο να σέρνω αυτά τα ράκη της ζωής και να ξεχνώ τα φαρμάκια της.—Να πίνεις, για να ξεχνάς τα φαρμάκια σου. —Το πέτυχες! Ακριβώς, άμα έχω πιει, η κατάσταση χειροτερεύει. Γίνομαι σαν τη Λιλίθ του Ρεμί ντε Γκουρμόν.50 Όταν ο Θεός την επλαστούργησε ένα πρωί απά-νω στα κέφια του και θαύμασε κι ο ίδιος το θαύμα του, της έδωσε μιλιά. Η πρώτη κραυγή που έβγαλε, ήτανε: Άντρα! Κι εγώ άμα πιω, η πρώτη κραυγή, που πετιέται από τα έγκατά μου είναι: γυναίκα!—Να παντρευτείς να ησυχάσεις! Να πάρεις καμιά μεσόκοπη να σε περιμαζέψει.—Το πέτυχες!... Ποτές η γυναίκα σου δεν είναι ωραία. Είναι πάντα ωραία η γυναίκα του. Θέλεις δηλαδή ν’ αγαπώ περισσότερο τις άλλες; Όσο για τη μεσόκο-πη, πολύ μου πέφτει. Μου αρέσουνε κυρίως οι γυναίκες με τα άσπρα μαλλιά, που βαστιούνται καλά στις επάλξεις!—Συνήθως οι γέροι...—Εγώ δεν είμαι «συνήθως». Είμαι «εξαιρέτως».Κι απότομα διέκοψε την κουβέντα.—Γεια σας! Βιάζομαι...Περάσανε τρεις κοπέλες, τρεις χάριτες, «τρεις αδερφές, τριπλή χαρά –τρεις αδερφές, τριπλό καμάρι»51 που θα έλεγε ο Γρυπάρης, και τις πήρε το κατόπι... «εξ αποστάσεως». Έζησε με τους αγγέλους του Παραδείσου! Ο άνθρωπος-στάχτη πήρε πάλι φωτιά.50 Λιλίθ, θεατρικό έργο (1892) του Remy de Gourmont (1858-1915) στο οποίο ο Θεός έχει πλάσει και μια δεύτερη γυναίκα για τον Αδάμ, τη Λιλίθ. 51 Οι δυο πρώτοι στίχοι από το ποίημα «Απόλογοι: Τρεις αδερφές» του Ιωάννη Γρυπάρη.
5927 Νοεμβρίου Το μετέωροΞανάρθε ο θαλερός γέρος, ο vert galant,52 ο Ερρίκος ο Δ΄ χωρίς βασίλειο, χωρίς το κοπάδι των ευνοουμένων, αλλά πάντα κεφάτος το πρωί, αν και όλες οι νύχτες του είναι «νύχτες του Αγίου Βαρθολομαίου». Τόσο τον βασανίζουνε τα «νεανικά» του όνειρα, τα γεμάτα από ουρί του παραδείσου!—Προσπάθησες να με διακωμωδήσεις, μου λέγει. Μα όλοι οι άντρες της ηλι-κίας μου, που έχουνε «γερή κράση», είναι με το μέρος μου. Κι όλες οι γυναίκες. Οι γυναίκες τότε καταλαβαίνουνε τη γοητεία της ομορφιάς τους, όταν οι γέροι τις κοιτάνε με φλογισμένα μάτια... «Σκέπτομαι, άρα ζω», είπε ο Σπινόζας.53 Κάτι νόμισε πως είπε. «Αισθάνομαι, άρα ζω», είναι το σωστό. Και μάλιστα ζω πολύ πιο έντονα, όταν δεν σκέπτομαι! Το αίσθημα κάνει τη ζωή απέραντη σε έκταση και σε χρόνο. Οι άνθρωποι, που ζούνε την αιωνιότητα και γίνονται ένα με το Σύμπαν και με το Θεό, την ζούνε μονάχα με την καρδιά –ή, αν θέλεις, με το ένστιχτο. Οι πρω-τόγονοι, που ζούσαν έτσι, δεν μπορούσαν να φανταστούν πως η ζωή τελειώνει με το «επεισόδιο» του θανάτου. Γι’ αυτό έπλασαν και μας εκληροδότησαν τον ωραίο θρύλο της αθανασίας.—Πιστεύεις, σα να λέμε...—Δεν πιστεύω, αλλά είμαι αθάνατος. Αθάνατος από δω έως το λάκκο που θα με σκεπάσει... Και πώς να μην είμαι;Από το μικρό πάρκο της πλατείας, κάτου από το σκοτεινόν ουρανό της βροχε-ρής ημέρας, πέρασε η... φλόγα: ένα κορίτσι κατάξανθο, με ανυπόταχτη χαίτη, με κί-τρινη ζακέτα, με καφέ φουστάνι ως τα γόνατα και με κνήμες που θα τις ζήλευε και η Αφροδίτη της Μήλου, αν ήτανε ντυμένη από τη μέση κι απάνω και γυμνή από τους γοφούς και κάτω. Ο άκρος τύπος του θηλυκού. Όλος ο κόσμος φωτίστηκε και τα πουλιά αρχίσανε να κελαηδούνε μέσα μου... Περπατούσε κι όλα γύρω νιώθανε τον πόθο του ηρωισμού! Αυτό το όραμα θα πήγαινε χαμένο, αν δεν υπήρχανε και άνθρωποι με... έξι αισθήσεις.—Και ποια είναι η έκτη αίσθηση;—Αυτό το συνολικό τράνταγμα τού είναι στην πρώτη κρούση του τυχαίου, που κάνει «έν το παν»...54—Δεν σε καταλαβαίνω.—Γιατί είσαι... ανάπηρος. Παρακάτω βρέθηκα μπροστά σε μια κοπέλα βεργό-λιγνη, αιθέρια, «ωσάν της νύχτας τη δροσιά, την πάχνη του χειμώνα».55 Λες και δεν πατούσε στη γης. Είχε τα πιο παράξενα μάτια, που είδα ποτές. Μάτια δίχως χρώμα, σαν των αγαλμάτων. Κοίταε και θαρρείς ονειρευόταν... Παρακάτω...—Έχει και παρακάτω;—Παρακάτω... θυμήθηκα το χτεσινό κορίτσι, που καθότανε στο διπλανό τραπέζι στην ταβέρνα. Κνήμες περισσότερο στιβαρές για την ηλικία των δεκά-ξι χρονών, με σοσονάκια, μελαχρινές και λείες, με μαλλιά κατάμαυρα «αλά παζ» 52 Γαλλική έκφραση που χρησιμοποιείται για άντρα όχι πια νέο, που του αρέσουν οι γυναίκες. Το παρατσούκλι αυτό είχε δοθεί στον βασιλιά Ερρίκο τον Δ΄ της Γαλλίας (1553-1610).53 Ο Σπινόζα έχει γράψει τις «Αρχές της καρτεσιανής φιλοσοφίας», στις οποίες αναπτύσσει το πασί-γνωστο αξίωμα του Καρτέσιου. 54 Φράση που αποδίδεται στον Ξενοφάνη ή στον Παρμενίδη και αποτελεί βασική αρχή του φιλοσο-φικού δόγματος του μονισμού.55 Από δημοτικό τραγούδι. ΕΡΩΤΙΚΑ 1941
60ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ(Αντoνέλο ντα Μεσίνα!)56 και με στόμα μεγάλο, που όταν γελούσε άστραφτε από τα μαργαριτάρια των ωραίων δοντιών... Δάγκασέ με, θα παρακαλούσε ένας μαζο-χιστής, για ν’ ανοίξουν οι... ουρανοί...—Βλέπω «ζεις» και με τη θύμηση.—Με όλα!... Και θυμήθηκα την όμορφη κυρία, που παίζαμε χθες χαρτιά και που στον έβενο των μαλλιών της άστραφτε το πρώτο ασήμι των άσπρων μαλλιών. Τι δροσερό δέρμα και τι μασουρωτά δαχτύλια, που κάνανε αντίθεση με τη βαριά της φωνή, που βυθιζότανε μέσα μου όπως το μολύβι στο νερό... Κατόπιν πέρασα από το ζαχαροπλαστείο ν’ αγοράσω το πρωινό μου παστέλι. Έχω κι εκεί τον καη-μό μου. Είναι η κοπέλα του ταμείου. Μαλλιά κατάμαυρα σγουρά σαν αγκαθιά, μάτια κατάμαυρα μέσα σε σκοτεινό «αλώνι», που δε βλέπουνε ποτές ίσα, παρά μονάχα από τις άκρες. Στα γυμνά της μπράτσα γυαλίζει αδιόρατο αλαφρό χνού-δι –«ανθοτρίχι» θα το έλεγε ο Παλαμάς.57 Χτυπάει τα πλήκτρα της μηχανής, που σημειώνουν αριθμούς και δεν ξέρει πως μ’ αυτήν την κίνηση χάνει ο άλλος τα... νούμερά του. Και τώρα έρχομαι σε σένα γεμάτος εντυπώσεις, αναμνήσεις, καημούς –και ζωή. Ενώ εσύ κοιμήθηκες άδειος, ξύπνησες άδειος και βρίσκεσαι στην καρέ-κλα σου άδειος για όλα σου τα χρόνια. Εγώ και στον ύπνο μου ζω.—Και τι όνειρο είδες;—Την Γκρέτα Γκάρμπο!—Μα δεν υποφέρεσαι! Εσύ φίλε μου δεν είσαι άνθρωπος, είσαι... μετέωρο. Δε βρίσκεσαι ποτές σου στη γη.—Ακριβώς, γιατί είμαι ως τη μασκάλη χωμένος στη γη, γι’ αυτό δημιουργώ αυτό το «άλλοθι» με τη φαντασία μου και με το αίσθημα. Ικανοποιώ μ’ αυτές τις δυο δυνάμεις ό,τι μου λείπει. Και μου λείπει τόσο, που άλλοι φίλοι, που με ξέρουνε καλύτερα, δε με λένε μετέωρο, παρά... νεροχύτη.18 Δεκεμβρίου Γυμνισμός—Οι γυναίκες δεν κρυώνουν...—Δεν ξέρω αν κρυώνουν ή όχι, αλλά τις βλέπω σφιγμένες στα γουναρικά και στα κασκόλ με το κεφάλι τους ολάκερο χωμένο μέσα στη μάλλινη κουκούλα και μοναχά η χαριτωμένη τους μυτίτσα φαίνεται μαζί με τα δυο αστραφτερά μάτια και το βαμμένο στόμα –ό,τι δηλαδή χρειάζεται.—Δεν ντρέπεσαι; φώναξε ο άλλος περιφρονητικά. Και μου έκανες και τον κρι-τή στους διαγωνισμούς της καλλονής! Τις γυναίκες δεν τις βλέπουνε στα μούτρα. Το τελευταίο που θα ιδείς είναι τα μούτρα. Τις γυναίκες τις βλέπουνε στα πόδια. Τα πόδια είναι το παν, το αποφασιστικό στοιχείο της θηλυκής ομορφιάς. Όλα τ’ άλλα: στόμα, μάτια, μαλλιά, χέρια κλπ. είναι λεπτομέρειες του... ποιήματος. Οι ρίμες, να πούμε. Τα πόδια όμως είναι η βάση του ποιήματος. Όταν το ποίημα δεν έχει καλή βάση, όλα τ’ άλλα στοιχεία του, κι αν είναι πρώτης ποιότητος, χάνονται. Όταν όμως η βάση είναι τέλεια, τότε και τ’ άλλα φωτίζονται κι αποχτούνε την αξία τους... Αν λοιπόν κοίταες τις γυναίκες στα πόδια, θα παρατηρούσες πως πολ-λές απ’ αυτές –κυρίως κοριτσόπουλα– πάνε ξεκάλτσωτες χειμώνα καιρό.56 Σικελός ζωγράφος (1430-1479).57 «μ’ αυτό το μαυροχάραγο στα χείλη σου ανθοτρίχι», στίχος από το ποίημα «Μελένια» του Κ. Παλαμά.
61—Είσαι πολύ υλιστής.—Είμαι καλλιτέχνης. Μετά από τα πόδια θα κοιτάξεις το περπάτημα. Μετά τη βάση, την πνοή του ποιήματος, τη ζωντανή σύνθεση των στοιχείων του. Ο ψυχικός κόσμος της γυναίκας δεν φανερώνεται ούτε με τα λόγια της, ούτε με τα μάτια. Φανε-ρώνεται με την περπατησιά της. Η γυναίκα που έχει θησαυρούς μέσα της (εσωτερική ομορφιά) θα τους δείξει με τον «αέρα» της περπατησιάς της. Κάθε καμπύλη του κορ-μιού της θα είναι κι ένα τόξο του ηλικιακού κύκλου, που πάλλεται από φωτιά –μια εστία φωτιάς. Κι όλο της το είναι θα δονείται και θα τραγουδεί το carmen seculare58 του έρωτα, όπως τραγουδούσε το θεό η άρπα του Δαυίδ... Τι με κοιτάς έτσι; Είναι περπατησιές-ένστιχτα, περπατησιές-αισθήματα και περπατησιές-ιδέες!—Μα βγήκαμε από το θέμα. Είπες πως οι γυναίκες δεν κρυώνουν –και πήρες φωτιά ο ίδιος.—Μ’ αυτές τις καλές ημέρες δεν είναι και σπουδαίο πράμα να βλέπεις γυναίκες δίχως κάλτσες και μοναχά με τα σοσόνια, που αναστρέφονται απάνω από τα σφυ-ρά. Αλλά πριν δέκα μέρες, με το χιονιά, το πράμα ήτανε αξιοπαρατήρητο. Έβλεπες κνήμες τορνευτές να ροδίζουν από το φοβερό τσούξιμο του βοριά και να γυαλί-ζουνε σφιχτές και ντούρες σαν φιλντισένιες. Ένας ανήξερος άντρας –καλή ώρα– θα τις λυπότανε. Και η σκέψη που θα έκαμνε πως περπατάνε ξεκάλτσωτες χωρίς να το θέλουν, γιατί οι Ελμπεό59 είναι πανάκριβες, θα ήτανε σκέψη επιπόλαιη. Η ακρί-βεια των καλτσών είναι απλή πρόφαση. Γιατί οι γυναίκες δεν κρυώνουν, όπως οι άντρες. Και τώρα που πάει να γίνει μόδα η ξυπολυσιά, δεν χάνουνε την ευκαιρία να δείχνουνε τις ωραίες κνήμες τους γυμνές, όπως τις δείχνανε και το καλοκαίρι. Με τη διαφορά πως το καλοκαίρι όλες οι κνήμες είναι γυμνές· ενώ τώρα μονάχα οι ωραίες –κι αν δεν είναι ωραίες φκιάνονται τέτοιες, επειδή είναι λίγες.—Και γιατί δεν κρυώνουν οι γυναίκες;—Γιατί είναι τα προνομιούχα πλάσματα της φύσης. Όπως αντέχουνε στον πόνο περισσότερο από τους άντρες, έτσι αντέχουνε και στο κρύο. Γιατί έχουνε να εκπλη-ρώσουν το μεγαλύτερο προορισμό του κόσμου: τη δημιουργία της ζωής. Κι αυτός ο ηρωισμός δε γίνεται χωρίς φυσική... αναλγησία. Μη γελιέσαι με το μύθο, που τόνε πλάσαμε εμείς οι άντρες, πως οι γυναίκες είναι λεπτό κι ευαίσθητο πλάσμα, επειδή κλαίει με το τίποτα. Ακριβώς επειδή κλαίει με το τίποτε, δεν υποφέρει καθόλου. Αν εμείς κλάψουμε μια φορά, θα γίνουμε ερείπια. Αυτές κλαίνε από τη μια στιγμή στην άλλη και βγαίνουν απ’ αυτόν το διαδοχικό «κλονισμό» φρεσκότερες και ζω-ηρότερες. Το κλάμα τις τονώνει. Έπειτα, για το κρύο η φύση εφρόντισε να μην το νιώθουν. Άπλωσε κάτου από το δέρμα τους ένα παχύ στρώμα από λίπος κι έτσι το κρύο δεν τις περνά. Αυτό το λίπος είναι που δίνει σ’ όλα τους τα μέλη την άψογη στρογγυλότητα που ξέρεις· ενώ τα δικά μας μπράτσα, παραδείγματος χάριν, είναι γεμάτα λάκκους και κόμπους –αισχρόν ιδείν! Πώς λοιπόν να μη θέλουν οι γυναίκες να δείχνουν αυτήν την πλαστικότητά τους με πρώτη ευκαιρία; Τα μεγάλα ντεκολτέ, που φτάνουν ίσαμε τα νεφρά και που τα δείχνουν οι γυναίκες στους χορούς, στα θέατρα, στα επίσημα γεύματα, τα δείχνουν και γιατί είναι τέλεια («ου τιθέασι τον λύχνον υπό τον μόδιον»)60 και γιατί δεν κρυώνουν. Άιντε και συ να χορέψεις πέντε ώρες συνέχεια με... ντεκολτέ και να ιδρώσεις και βλέπουμε...58 Carmen saeculare ονομάστηκε ένας ύμνος που γράφτηκε από τον Οράτιο κατά παραγγελία από τον αυτοκράτορα Αύγουστο το 17 π.Χ.59 Οι κάλτσες μάρκας Ελμπεό ήταν πολύ διαδεδομένες στις δεκαετίες του 1940 και του 1950. 60 «οὐδὲ καίουσιν λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσιν τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ» (Κατά Ματθαίον, 5.15).ΕΡΩΤΙΚΑ 1941
62ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ21 Δεκεμβρίου «...Αι δε γυναίκες άνδρες»«Οι μεν άνδρες γεγόνασί μοι γυναίκες, αι δε γυναίκες άνδρες»!61 Αυτά τα πι-κρά λόγια είπε ο ρομαντικός Ξέρξης, όταν, από την κορυφή του Αιγάλεω επι-σκοπώντας τη φυγή του στόλου του στο στενό της Σαλαμίνας, είδε επιτέλους τη βασίλισσα της Αλικαρνασσού, την Αρτεμισία, να βυθίζει ένα πλοίο!Τα ίδια λόγια μπορούμε να τα πούμε όλοι μας, ρομαντικοί και όχι, για τις ση-μερινές γυναίκες. «Γεγόνασιν άνδρες»! Αφού η Αγορά, τα μανάβικα και τα μπακά-λικα, τηρούν συνήθως «σιγήν ιχθύος», πού θα βρει η νοικοκυρά τον... ιχθύν και τα λάχανα για να μαγειρέψει; Ο άντρας δεν μπορεί ν’ αφήσει την καθημερινή δουλειά του για να τρέχει γι’ αυτές τις δουλειές. Άλλοτες μπορούσε. Πετιότανε στην αγορά πολλά πρωί, πριν πάει στη δουλειά του, ή το μεσημέρι και το βράδυ, όταν σκό-λαζε από τη δουλειά του, κι έκανε τις προμήθειές του. Τώρα πρέπει να τρέχει στα πέρατα της Αττικής ή να κάμνει ουρά ώρες ατελείωτες για να πάρει κάτι. Μ’ αυτές τις συνθήκες οι άντρες αχρηστευθήκανε· κι όλο το βάρος της οικιακής οικονομίας έπεσε στη ράχη των γυναικών. Αμ τι! Μονάχα η ράβδος θα πέφτει;Και σ’ αυτά τα νέα καθήκοντα φανήκανε ηρωίδες –αξιότερες από τους άντρες. Νομίζαμε πως οι γυναίκες είναι αδύνατα πλάσματα κ έχουν μακριά μαλλιά και κοντά μυαλά και στο πραχτικό μέρος της ζωής έχουνε βαθιά μεσάνυχτα. Μεσάνυ-χτα έχουμ’ εμείς! Η γυναίκα κι όταν είναι μπιζού του σαλονιού και ποίημα αιθέριο, είναι πραχτικότερη από τον άντρα σ’ όλα τα ζητήματα και προπάντων στον έρω-τα. Χωρίς λοιπόν καμιά προπαιδεία, καμιά πείρα και καμιά παράδοση (στη χώρα μας, εννοείται), παρά μονάχα με το πραχτικό της ένστιχτο και με την τσιγκουνιά της –στοιχεία απόλυτα εχθρικά με τη φαντασία και την αισθηματικότητα (ιδιότη-τες αντρικές και καθόλου γυναικείες), τα κατάφερε όχι μονάχα να αντικαταστή-σει τον άντρα στα ψώνια, παρά να τον αποδείξει και μεγάλο κορόιδο ως τα τώρα.Τις βλέπεις να κατεβαίνουνε χαράματα από το σπίτι με τα δίχτυα, τις τσάντες ή τα σακούλια, για να πάρουνε το πρώτο τραμ ή το πρώτο τρένο του Πειραιώς. Πρέ-πει να φτάσουνε πρώτες στα περιβόλια του Βοτανικού, των Σεπολίων, των Κάτω Λιοσίων, για ν’ αγοράσουνε κουνουπίδια, λάχανα, παντζάρια, πατάτες κι ό,τι άλλο βρούνε. Πρέπει να φτάσουνε πρώτες στο Πέραμα ή στη Βούλα για να προφτάσουνε τη μαρίδα ή την παλαμίδα. Και συχνά κάνουνε μεγάλη ποδαροδρομία με αέρα και με βροχή. Γιατί έχουνε περισσότερο πείσμα από τους άντρες, περισσότερη σβελτά-δα, περισσότερη... εξυπνάδα στις δουλειές τους και προπάντων τη φιλοδοξία να τους αφαιρέσουνε τα πρωτεία σε όλα και να τους ταπεινώσουνε. Αν και γυρίζουνε λίγο πριν από το μεσημέρι στο σπίτι, δεν κάθονται ούτε ένα λεπτό. Πρέπει να ετοι-μάσουνε το φαγί να φάγει ο άντρας και τα παιδιά. Κι όταν τα παιδιά θα πάνε στο σκολειό κι ο άντρας στο καφενείο, η γυναίκα δε θα ξαπλώσει να ξεκουραστεί. Θα σκουπίσει, το σπίτι, θα πλύνει τα πιάτα, θα μαντάρει τις κάλτσες, θα μπαλώσει τα εσώρουχα, θα σιδερώσει το πανταλόνι του αντρός της –κι ύστερα θα βγει να κάνει ουρά μπροστά στο καπνοπωλείο για να του πάρει τσιγάρα!Είναι ή δεν είναι ηρωίδες του οικογενειακού βίου; Αλλ’ όπως είναι αυτές ηρω-ίδες, είναι μάρτυρες όσοι νταραβερίζονται με δαύτες: περιβολαραίοι, μανάβηδες, μπακάληδες, ξυλάδες, ψαράδες, έμποροι κτλ. Φτύνουν αίμα όλοι αυτοί με την εμ-φάνιση των γυναικών στο στίβο της αγοράς. Γιατί, όπως είναι μικρολόγες και τσιγκούνες, κάνουνε καβγά στο ζύγι, καβγά στην πληρωμή, καβγά στο διάλεμα! 61 Ηρόδοτος, 8.88.
63Ούτε ένα δράμι ξίκικο δεν μπορεί να πουλήσει κανείς. Και τον παιδεύουν μια ώρα όσο να ψωνίσουν.—«Βγάλε αυτό —δώσ’ μου εκείνο —στάσου δεν είναι σωστά —μα νερό πουλάς ή σπανάκια, τι τα έβρεξες έτσι! —όλο μικρά πατζάρια θα μου δώσεις; —πω πω! είκοσι δραχμές το ματσάκι τα σέλινα!...»Αφ’ ότου οι γυναίκες τρομοκρατήσανε την αγορά, οι άντρες τρώνε και καλύ-τερα και φτηνότερα παρά όταν ψωνίζανε οι ίδιοι. Στην ποσότητα, στην ποιότητα και στην τιμή δε μπορεί κανείς να γελάσει τις γυναίκες. Αλλά μια και πήρανε στα στιβαρά τους χέρια τη διεύθυνση του σπιτιού, δεν πρέπει να την παρατήσουν. Για τέτοια λεπτή δουλειά, που θέλει φινέτσα, εξυπνάδα και φιλότιμο, ο άντρας απο-δείχτηκε... μάπας! Ας περιοριστεί στις βαριές δουλειές: ν’ ανεβοκατεβάζει τα ξύλα και τα κάρβουνα από την αποθήκη, να καρφώνει το ντιβάνι, να σηκώνει τσουβά-λια, να σκάβει τον κήπο, ν’ ασπρίζει την κουζίνα. Δεν κάνει για παραπάνω. Και θα έχει ακέραιο το κεφάλι του. Γιατί, αφότου οι γυναίκες μεταθέσανε τον... επιούσιο καβγά τους έξω από το σπίτι, γλιτώσανε οι άντρες από την... παντόφλα.24 Δεκεμβρίου «Οι μεν άνδρες γυναίκες...»—Φαίνεται πως δεν τις ξέρεις καλά τις γυναίκες.—Γιατί;—Γιατί οι λίγες προκομμένες γυναίκες, που αντικαθιστούνε σήμερα τον άντρα στις εξωτερικές δουλειές του σπιτιού, δεν αποτελούν τον κανόνα, εάν βέβαια δεν τις έπλασες κι αυτές με τη φαντασία σου! Γελάς;—Και ποιος είναι ο κανόνας;—Οι ανιπρόκοπες. Αυτωνώνε καρφάκι δε τους καίγεται και να χαλάσει ο κό-σμος! Αντίς να διπλασιάσουνε τις προσπάθειές τους σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες, για να βαστάξουν όπως όπως το σπίτι, βρήκανε την ευκαιρία να ξαπλώνονται περισσότερο από πριν. Δεν ανάβουν φωτιά με τη δικαιολογία πως δεν βρίσκουνε ξύλα· δε μαγειρεύουν με τη δικαιολογία πως δεν προφτάσανε –γιατί δεν έχουν υπηρέτρια. Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο: η άπιστη γυναίκα ή η τεμπέλα.—Εσύ τι λες;—Η τεμπέλα! Όλα τα χρόνια, που ήμουνα παντρεμένος, είχα υπηρέτρια. Και το σπίτι μου είχε τάξη. Και φυσικά κι ομόνοια. Αλλά τώρα μου ήτανε αδύνατο να κρατήσω την υπηρέτρια. Το μισθό της μπορούσα να τον πληρώνω, αλλά να την τρέφω δεν μπορούσα. Το φαγί δεν μου περίσσευε. Είχα και γάτα. Αλλά με τα λάχα-να και τα όσπρια, που μαγειρεύουμε συνήθως, δεν είχα με τι να την ταγίσω. Έδιω-ξα λοιπόν και υπηρέτρια και γάτα. Από τότες μπήκε στο σπίτι μου η δυστυχία κι έφυγε η αγάπη –η αγάπη της γάτας. Γιατί μονάχα τα ζώα αγαπούνε χωρίς συμφέρο.—Θα τσακώθηκες, φαίνεται, πρωί πρωί με τη γυναίκα σου!—Και πρωί και μεσημέρι και βράδυ τσακώνομαι. Γιατί βρίσκω διαρκώς το σπίτι ασυγύριστο, τα κρεβάτια άστρωτα, το φαγί άψητο. «Για σταθείτε!» λέω της γυναίκας μου και της κόρης μου. «Επειδή δεν έχετε υπηρέτρια πρέπει να σαπίσου-με δω μέσα;» —Εμείς δεν είμαστε μαθημένες στις βαριές δουλειές. Εμείς μεγαλώσα-με αλλιώς. Κάνουμε ό,τι μπορούμε...».Κι η μεν κόρη μου πήγε και κάθισε στο πιάνο, η δε γυναίκα μου άρχισε το... βιολί της: «Η νοικοκυρά διευθύνει το σπίτι. Επιβλέπει την υπηρεσία. Δίνει διατα-ΕΡΩΤΙΚΑ 1941
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ64γές. Τώρα ποιον να διατάξω; Τον εαυτό μου; Ορίστε, τον διατάζω. Αλλά ο εαυτός μου είναι αμάθητος. Είναι κι άρρωστος... Ωχ! τα νεφρά μου!... Αν σκύψω πέντε λεφτά να σκουπίσω, κοψομεσιάζομαι και πρέπει να μείνω ολόκληρη μέρα στο κρεβάτι... Αλλά τέτοιοι είσαστε όλοι οι άντρες. Αχάριστοι κι εγωιστές. Να πεθά-νουμε εμείς, για να ’χετε σεις το χουζούρι σας. Σου έδωσα όλη μου τη ζωή –και να το «ευχαριστώ» σου!». «Αμ σε ξέρω και από τις άλλες σου δουλειές, που δεν έχουν κοψομέσιασμα. Όποια πόρτα ή ντουλάπι ή συρτάρι ν’ ανοίξεις, τ’ αφήνεις όλα ανοιχτά, όσο να τα κλείσω εγώ. Κι αν σου πω να μου ράψεις ένα κουμπί, θα ξεφωνίσεις πως δεν κάθισες από το πρωί, πως σε ξανάπιασε ο πόνος και θα μου αναθέσεις άλλες δέκα δουλειές δικές σου, για να μου κάνεις μισή δουλειά. Γιατί όλα μισά τα κάνεις. Δεν έχεις αγάπη...» «Μη μου μιλάς εσύ γι’ αγάπη! Αν μ’ αγαπούσες, δε θα κοίταζες να με πεθάνεις με τις ιδιοτροπίες σου, με τον αυταρχισμό σου και με τις γκρίνιες σου. Βαρέθηκα πια!»«Βαρέθηκες να μην κάνεις τίποτα και να τα βρίσκεις όλα έτοιμα. Νοικοκυρά είναι η γυναίκα που μπορεί ν’ αυθυπηρετείται. Και καθαρή όποια μπορεί να δια-τηρήσει μόνη της την καθαριότητα. Και στοργική όποια μπορεί να κάνει και λίγη θυσία για τους άλλους. Την υπηρέτρια την έβαζες να σηκώνεται από τις πέντε το πρωί για να τρέχει να σου φέρνει το γάλα κι ύστερα να μη σταθεί ως τα μεσάνυ-χτα. Καιρός να σφιχτείτε και συ και η κόρη σου, για να μη διαλυθεί η οικογένεια! Οι περιστάσεις δεν είναι όπως ήξερες...» «Παντρεύτηκες νοικοκυρά κι όχι δούλα. Το ήξερες και μπορούσες να μη με πάρεις. Αν δε σου αρέσω, φεύγω τώρα αμέσως...».Και η μεν γυναίκα μου εξακολουθούσε το... βιολί της, η κόρη μου τη συνόδευε στο πιάνο κι εγώ το έβαλα στα πόδια, για να γλιτώσω. Κι ήρθα σε σένα για να ξεθυμάνω. Και δεν είμαι ένας. Είμαστε αμέτρητοι οι ατυχείς σύζυγοι. Εγώ, που με βλέπεις, αναγκάστηκα να κάνω και τις δουλειές του σπιτιού. Σκουπίζω μοναχός μου την κάμαρά μου, στρώνω το κρεβάτι μου, μαγειρεύω και σερβίρω στο τραπέζι. Όχι «αι γυναίκες γεγόνασιν άνδρες», αλλ’ οι «άνδρες γεγόνασι γυναίκες» –αυτός είναι ο κανόνας.