Εκδόσεις ΑρχείοΦιλολογική επιμέλεια - Κείμενα: Νίκος ΣαραντάκοςΕπιμέλεια έκδοσης: Ηρώ Διαμαντούρου, Νίκος ΑλπαντάκηςΣελιδοποίηση - Σύνθεση εξωφύλλου: Νίκος ΑλπαντάκηςΕκτυπώθηκε σε χαρτί διαπιστευμένο κατά FSC με οικολογικά μελάνιααπό την Macart, Μ. Βαρουξής και Σια Ο.Ε. για λογαριασμό των Εκδόσεων Αρχείο© Copyright 2023Ηρωνικός Ε.Π.Ε. - Εκδόσεις Αρχείοκαι Ευγενία ΒάρναληISBN 978-618-5234-32-4Ηρωνικός Ε.Π.Ε. - Εκδόσεις ΑρχείοΜιμνέρμου 5, 106 74 ΑθήναΤηλ: 210 7211187info@archeiobooks.gr
Κώστας ΒάρναληςΦιλολογικά400 χρονογραφήματα (1939-1958) για τη λογοτεχνία, την αισθητική, τη γλώσσα, την εκπαίδευση και το βιβλίο Φιλολογική επιμέλεια - ΚείμεναΝίκος Σαραντάκος
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑΕΙΣΑΓΩΓΗ από τον Νίκο Σαραντάκο 15Χρονογραφήματα 1939-19581939Ο «Ίντεξ» της Αγίας Έδρας - Τα απηγορευμένα βιβλία (18.8.39) 33Δυο μισάνθρωποι - Α΄: Ο Τίμων του Λουκιανού (10.9.39) 35Δυο μισάνθρωποι - Β΄: Ο «Μισάνθρωπος» του Μολιέρου (11.9.39) 37Αντιπαιδαγωγικοί μύθοι Α΄ (14.9.39) 39Αντιπαιδαγωγικοί μύθοι Β΄ (16.9.39) 41Νεαροί αγριάνθρωποι (2.10.39) 43Ο Τύπος (16.10.39) 44Ελληνικά αλαμπουρνέζικα (30.10.39) 46Λευκωματική φιλολογία (11.11.39) 4733.333 και 3! (28.11.39) 50Ποίος είναι ο γλωσσικός νομοθέτης (11.12.1939) 53ΑΩΟ΄ (24.12.39) 55Η χριστουγεννιάτικη φιλολογία (25.12.39) 58«Αι ευχαί της πρωτοχρονιάς του 1870» (31.12.39) 591940Ανθολογία… μαργαριτών (24.2.40) 63Σέλμα Λάγερλεφ (29.3.40) 65Ερμητισμός (30.3.40) 66Συγγραφείς και κριτικοί (2.4.40) 68Το αλληλοφάγωμα (3.4.40) 69Ο Μορεάς… ανεπιθύμητος στην Ελλάδα (10.4.40) 71Λεύκωμα του 1899 (22.4.40) 73
Ο καταραμένος ποιητής (6.5.40) 75Μεταφράσεις των αρχαίων (12.5.40) 76Τα άσχετα κι ασύγκριτα (14.7.40) 78Ο μαινόμενος Ορλάνδος (18.9.40) 79Η ευθύνη της φιλολογίας (23.9.40) 81Η αμαρτία της λογοτεχνίας (26.9.40) 83Ποίος ευθύνεται περισσότερο (27.9.40) 84Το μέλλον της ποιήσεως (7.10.40) 85Οι Καρυώτες (14.10.40) 87Η «Ακαδημία του αιώνος» (28.10.40) 891941To αηδόνι (1.5.41) 91Στιχομανία (10.5.41) 93Η «δόξα» των ποιητών (28.5.41) 95Το «αγεφύρωτον χάσμα» (31.5.41) 96Η ποιητική μας γλώσσα (21.8.41) 98Το πνεύμα (19.9.41) 99«Οι κανίβαλοι…» (23.9.41) 101Αριστογραφήματα (24.9.41) 102Τα αιώνια (3.10.41) 104Η Θεία Ζωαρχία (5.10.41) 106Ουδείς εκών αμαρτάνει (14.10.41) 108Η επιτυχία (23.10.41) 110«Νέα προλεγόμενα» (5.11.41) 111Αντιφάσεις (16.11.41) 113«Φιλολογία» (3.12.41) 114Έμπνευση (11.12.41) 115Τα τρία σύμπαντα (13.12.41) 116Οι θαυμασταί (20.12.41) 118Αισθητική των παιχνιδιών (25.12.41) 119Ο κύριος Ρες (30.12.41) 1201942Φιλολογική συζήτηση (17.1.42) 123Ορθογραφομαχία (11.2.42) 125Λαϊκά τραγούδια (17.2.42) 126Στιχηρά ανοησία (18.2.42) 127Γραμματικά (27.2.42) 129Το «σχολείον» (4.3.42) 130«Γλωσσικοί πρωτείς» (10.4.42) 132Το σταυρόλεξον (14.4.42) 133Λογοτεχνικά βραβεία (19.4.42) 134Τιτλοφοβία (17.5.42) 135Αδικοχαμένο τάλαντο (29.5.42) 136Οι κλασικές σπουδές (31.5.42) 138Ένας μαθητής του Βηλαρά (6.6.42) 139Σάτυροι ιχνευταί (18.6.42) 140Διαγωνισμοί λαθών (10.7.42) 142Το ψέμα της τέχνης (18.7.42) 143Τα σχολεία (22.8.42) 144
Εις ύφος Παπαδιαμάντη (1.9.42) 145Εμμανουήλ Ροίδης (20.9.42) 147Σοφία, Αρμονία, Αρετή (27.9.42) 149Αλητεία (6.10.42) 150Παιδιά και δάσκαλοι (7.10.42) 151Αλληλοφάγωμα (30.10.42) 152Αμφιβολίες (20.11.42) 153Η γενικότερη εξέταση (21.11.42) 154Η δίκη των τόνων (28.11.42) 156Οι αντιρρήσεις (29.11.42) 157Θεατρολογικά (6.12.42) 159Ο πελάτης του πνεύματος (9.12.42) 160Γλωσσική πειθαρχία (12.12.42) 161Γραμματική και συγγραφείς (17.12.42) 163Παιδιά και δάσκαλοι (19.12.42) 164Ο κακός μαθητής (20.12.42) 165Και η άλλη φωνή (24.12.42) 166Κι η γνώμη των άλλων (29.12.42) 167Γράμμα μαθητού (30.12.42) 1681943Θρησκευτικός λόγος (5.1.43) 171Κώστας Μπέζος (16.1.43) 172Ο μέγας νομοθέτης (17.1.43) 173Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα (21.1.43) 175Η γλώσσα της λογοτεχνίας μας (24.1.43) 176Δημοτικιστικός αττικισμός (27.1.43) 177Δημοτικιστικός αττικισμός Β΄ (30.1.43) 179Δημοτικιστικός αττικισμός Γ΄ (2.2.43) 180Aς υποθέσουμε (23.2.43) 181Οι συμπληγάδες (24.2.43) 182Φιλοσοφία των τάφων (3.3.43) 184Δημιουργία και διανόηση (7.3.43) 185Η «αγνώριστη» (18.3.43) 186Τα ομηρικά έπη (20.3.43) 188Παλιές αναμνήσεις (24.3.43) 189Δημόσιες βιβλιοθήκες (7.4.43) 190Ο ποβρ Λελιάν (18.4.43) 191Ο μισάνθρωπος (21.4.43) 193Δημιουργία και φτώχεια (23.4.43) 194Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη (25.4.43) 196Ο υπερποιητής (7.5.43) 197Κωμωδία για κούκλες (8.5.43) 199Βιβλιοθήκες (14.5.43) 201Είδη οισοπλοκίας (18.5.43) 202Για το αρχαίο δράμα (19.5.43) 203Οι αναρμόδιοι (22.5.43) 205Οι διακόπται (25.5.43) 207Εις ύφος Παπαδιαμάντη (29.5.43) 208Το Βαρβαροπάζαρο (30.5.43) 209
Η προστασία τους (1.6.43) 211Η πνευματική ζωή (5.6.43) 212Μαργαρίτες (6.6.43) 214H «βαθμιαία προσέγγισις» (9.6.43) 215Αυτοερωτισμός (11.6.43) 216Τι περιμένεται από την απόφαση (12.6.43) 218Η πραγματικότητα (15.6.43) 220Είχανε οι αρχαίοι διγλωσσία; (16.6.43) 221Διάλεκτοι (17.6.43) 223Παρακμή (2.7.43) 225Φιλολογία (3.7.43) 226Ερμηνευτικό λεξικό (8.7.43) 228To καλό ύφος (13.7.43) 229Το παραστράτημα (14.7.43) 231Κουρόγιδο κλπ. (16.7.43) 232Ανέκδοτα (25.7.43) 233Βελάσματα προβάτων (31.7.43) 235Γραμματικά (3.8.43) 236Ο ήλιος βασιλεύει (6.8.43) 238Άγνωστα βιβλία (11.8.43) 239Ποιητική ανυποληψία (17.8.43) 240Ξυλεία και ξυλουργική (29.8.43) 242Για τους βεβήλους (31.8.43) 243Λαϊκή τέχνη (7.9.43) 245Εξετάσεις και δημοτική (11.9.43) 246Μια ιδέα (15.9.43) 247Τεχνικοί όροι (24.9.43) 248Η πνευματική ζωή της Αλεξάντρειας (26.9.43) 250Τριανταπέντε «τοις εκατόν» (29.9.43) 251Δυο σοβαρά έργα (3.10.43) 252Έργα του μέλλοντος (5.10.43) 253Αγροτική φωνή (7.10.43) 255Κατά παραγγελίαν (14.10.43) 256Ποιητική κτλ. (19.10.43) 258Φιλολογικός οργασμός (21.10.43) 259Γραμματολογικά (31.10.43) 260Κουβεντολόι (6.11.43) 261Εις ύφος Χαλιμάς (7.11.43) 263Το καλό γράψιμο (17.11.43) 264Ένα γράμμα (18.11.43) 265Χρονικά του Πόντου (19.11.43) 267«Ο Κρίτων» (20.11.43) 268Και πάλι περί φυγής (23.11.43) 269Λαογραφικές εργασίες (26.11.43) 270Τέχνη αριστοκρατική (27.11.43) 272Βιβλιογραφίες (4.12.43) 273Γράμματα (15.12.43) 274Γράμμα μεγάλου ανδρός (27.12.43) 275Κωστής Παλαμάς (29.12.43) 277Το ψέμα της τέχνης (30.12.43) 278
1944H «Φοιτητική» (6.1.44) 281Στοχασμός (21.1.44) 282Στην ανάρρωση (22.1.44) 284Η κουκίδα (26.1.44) 285«Γύρω απ’ το θέατρο» (27.1.44) 286Γλωσσικά (2.2.44) 288Δον Κιχώτης (3.2.44) 289Φοιτητική τέχνη (6.2.44) 290Ο Σωκράτης (10.2.44) 292Το έπαθλο «Παλαμά» (16.2.44) 293Ανανεώσεις (18.2.44) 294Βιβλιοκλόποι (25.2.44) 295«Νεανική Φωνή» (8.3.44) 296Λαϊκά σπίτια (14.3.44) 297Οι δυο τέχνες (19.3.44) 299Σικ τράνσιτ… (26.3.44) 300Της Χαράς το νησί (29.3.44) 301Μορφές του θεάτρου (6.4.44) 302Μοραΐτικα τραγούδια (12.4.44) 304«Η Σίφνος» (14.4.44) 305Λαϊκή τέχνη (15.4.44) 307Μεχριτισμός (23.4.44) 308Λογοτεχνικοί νεοσσοί (14.5.44) 309Κατά παραγγελίαν κλπ. (17.5.44) 310Νεανική λογοτεχνία (18.5.44) 311Σακχάρεως (23.5.44) 312Ο Παλαμάς κι η εποχή του (4.6.44) 313Ο ποιητής και το πλήθος (11.6.44) 315Αχιλλεύς Παράσχος (23.6.44) 316Θανατοφιλία (24.6.44) 317Ερωτήματα (27.6.44) 319Η πρώτη εμφάνιση (16.7.44) 320Περασμένα μεγαλεία (20.7.44) 321Τετραγλωσσία (31.8.44) 3221950Πάσχα με τον Παπαδιαμάντη (8.4.50) 325«Εθνικός» ποιητής (24.4.50) 328Γλωσσική ακαταστασία (11.5.50) 33024.000 θρανία (15.5.50) 331Ναζίμ Χικμέτ (20.5.50) 332Ειδωλολατροφοβία (7.6.50) 334Νους και τέχνη (12.6.50) 335Η Παιδεία (13.6.50) 336Τα σκολειά του εικοσιένα (14.6.50) 337Τ’ ασύγκριτα (19.6.50) 339Συνέδριο ελευθερίας (24.6.50) 340Ύλη και πνεύμα (26.6.50) 341H σκούνα του στραβού (4.7.50) 343Πνευματικός ξεπεσμός (7.7.50) 344
Πού τραβάει η ποίηση; (17.7.50) 345Οι πτυχιούχοι (18.7.50) 347Πνευματική κρίση (22.7.50) 348«Εδώ βυθός!» (4.8.50) 349Η Φιλοσοφική Σχολή (5.8.50) 351Και η μέση παιδεία (10.8.50) 352Η απόσταση (14.8.50) 353«Το τάχος της σημασίας» (23.8.50) 355Φύση και αναπαράσταση (28.8.50) 356Ελληνικά (29.8.50) 357Μπαλζάκ (5.9.50) 358Το πνεύμα (13.9.50) 359Αισθητικά προβλήματα (18.9.50) 361Ευκαιριακά ποιήματα (26.9.50) 362Επεξηγήσεις (30.9.50) 363Παροιμίες (2.10.50) 365Ολιγαρχική παιδεία (4.10.50) 366Οι βρικόλακες (14.10.50) 367Η μελαγχολία του Σω (16.10.50) 368Η «Ελλάς» του Σέλεϊ (26.10.50) 369Το ελληνικό βιβλίο (2.11.50) 371Το μάθημα (4.11.50) 372Η φυγή (10.11.50) 373Γλωσσικά (11.11.50) 374Λεξικό της πιάτσας (15.11.50) 375Ένας ελεύθερος ποιητής… (16.11.50) 377Συκοφαντίες (23.11.50) 378Γλωσσικά (30.11.50) 379Έμπνευση (13.12.50) 380Φιλολογικός σιρόκος (19.12.50) 382Γνωμικολογία (20.12.50) 383Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη (23.12.50) 3841951Πριν από σαράντα (2.1.51) 389Δροσίνης (5.1.51) 390Λογοτεχνικά (12.1.51) 391Σκέψεις (17.1.51) 392Η ευθύνη (26.1.51) 394Το «Εθνικό» (1.2.51) 395«Παγκανίνι» (3.2.51) 396Ιστορικά του «Εθνικού» (14.2.51) 397Ενιαία γλώσσα (28.2.51) 398Τα λάθη (5.3.51) 399Ο «Παγκανίνι» (17.3.51) 401Το έπαθλο (21.3.51) 402Το ελληνικό βιβλίο (23.3.51) 403Παπαδιαμάντης (27.3.51) 404Η μοίρα των αξίων (13.4.51) 405Δικαστήριο ποιητών (2.5.51) 406Η αμαρτία (12.5.51) 407
Βαρβαροπάζαρο (23.5.51) 408Βουτυράς (2.6.51) 409Κυπριώτικη ανθολογία (16.6.51) 410Οι «Νεφέλες» (6.7.51) 412Μόρτικη καθαρεύουσα (13.7.51) 413Κακόμοιρο πνεύμα (16.7.51) 414Παραληρήματα (3.8.51) 415Θυελλώδης εμφάνισις (9.8.51) 416Η μοίρα μας (25.8.51) 418Ποιητικά (1.9.51) 419Μια απάντησις (6.9.51) 420Ποιητική αδερφοσύνη (8.9.51) 421Εσκεμμένη βαθμολογία (10.9.51) 422Σκέψεις ψηφοφόρου (11.9.51) 423Το άσεμνον (24.9.51) 424Η πεπονόφλουδα (25.9.51) 425Τα κριτήρια (26.9.51) 426Τα πρότυπα (1.10.51) 427Εξυγιασμένη παιδεία (10.10.51) 428Πνευματική ζωή (12.10.51) 429Μελαγχολίες (10.11.51) 431Βαρβαροπάζαρο (26.11.51) 432Τα γυμνά (1.12.51) 4331952«Χιονάνθρωποι» (2.1.52) 435Βαρβαροπάζαρο (3.1.52) 436Κινέζικα (10.1.52) 438Ομάρ Καγιάμ (12.1.52) 439Στέγη γραμμάτων και τεχνών (22.1.52) 440Μπράβο… μας! (24.1.52) 441Οι «Τούρκοι είναι Τρώες» (25.1.52) 442Η πλύστρα (26.1.52) 443Άστεγον πνεύμα (30.1.52) 444Νέος Ερωτόκριτος (2.2.52) 445Πνευματικός διχασμός (13.2.52) 447Δίκαιη τιμωρία (21.2.52) 448Κουλτούρα (22.2.52) 449Τα ελληνικά τους (4.3.52) 450Βίκτωρ Ουγκό (5.3.52) 451Το σπίτι του Σολωμού (13.3.52) 453Αντιπνευματικοί καιροί (14.3.52) 454Ο άλλος Ουγκό (15.3.52) 455Βαρβαρογλωσσικά (9.4.52) 456Τέχνη και πολιτική (23.4.52) 457Αρνητές του παρόντος (25.4.52) 459Σκοταδισμός (15.5.52) 461Ασεμνολογία (17.5.52) 462Κοέλεθ (20.5.52) 463Πώς γίνονται; (26.5.52) 465Η προδοσία του Παλαμά (10.6.52) 467
Το δικαίωμα (14.6.52) 468Η οροφή (16.6.52) 469Μαύρος πίνακας (20.6.52) 470Απόστολος Μελαχρινός (25.6.52) 471Κουτσοβλάχικα (4.7.52) 473Τα ελληνικά τους (9.7.52) 474Η τιμή του πνεύματος (10.7.52) 475Την αλήθειαν (11.7.52) 476Άσεμνα (21.7.52) 477Υπέρ Αλκαίου ανδρείας (22.7.52) 479Λαϊκή παιδεία (24.7.52) 480Της δουλειάς (26.7.52) 481Αφορισμοί (29.7.52) 482Περιμένοντας τους βαρβάρους (29.8.52) 484Γνωστικά πράματα (5.9.52) 485Ορθογραφικά (6.9.52) 486Κινεζοελληνικά (17.9.52) 487Του εξωτερικού (20.9.52) 488Η Βενετιά βελόνι (27.9.52) 490Ελευθερία και πνεύμα (30.9.52) 491Αντι-λέξεις (1.10.52) 492Καλαισθητική αποσάθρωση (13.10.52) 494Ουγκό και Ζολά (22.10.52) 495Βαρβαροσολοικοπάζαρο (25.10.52) 496Περικλής Γιαννόπουλος (28.10.52) 497«Πατριωτικά και ηρωικά» (8.11.52) 498Το Νόμπελ (10.11.52) 499Δάσκαλος και κοινωνία (11.11.52) 500Η ποίηση στα σκολειά (20.12.52) 5011953«Ο Σικελιανός» (10.1.53) 503Ηρωικά (4.2.53) 504Τα ελληνικά τους (6.2.53) 505Μεγάλα μαθήματα (7.2.53) 507Αναλογίες (12.2.53) 508Αν ζούσε σήμερα… (18.2.53) 509Μια επέτειος (3.3.53) 510Η σωστή τοποθέτηση (4.3.53) 511Πνευματικά σκύβαλα (18.3.53) 512Αιδώς και έλεος (19.3.53) 514Γιάννης Κονδυλάκης (11.4.53)* 515Ο ποιητής του βουνού (14.4.53) 516Ανοιξιάτικα λουλούδια (15.4.53) 517Γιάσα Χάιφετς (21.4.53) 519Ένας αληθινός ποιητής (22.4.53) 520Ο μεγαλύτερος σταθμός (26.4.53) 522Το πνεύμα (30.4.53) 523Διαμαρτυρίαι δασκάλων (5.5.53)* 524Οι αρχαίοι συγγραφείς (7.5.53) 525Πάει κι η γλώσσα! (15.5.53)* 526
Περί φυγής (21.5.53) 527Το κυνήγι του πνεύματος (23.5.53) 528Το παιδικό βιβλίο (3.6.53) 529«Φιλολογία…» (13.6.53) 530Η ανθρωπιά του Παπαδιαμάντη (17.6.53) 532Το «Αν» του Κίπλινγκ (Ένα γράμμα) (18.6.53)* 533Ο «αδιάφορος» Ψυχάρης (24.6.53) 535Νέος διωγμός (28.6.53)* 537Εμείς οι ορεσίβιοι (29.6.53) 538Νέος διχασμός (30.6.53)* 539Ανεπιστημοσύνης ξετσιπωσιά (30.6.53) 540Η γλώσσα των αιθουσών (1.7.53) 541Ποιος ο γλωσσικός νομοθέτης (4.7.53) 543Γράμμα δασκάλου (5.7.53)* 544Οι βρικόλακες (7.7.53) 545Η Λυρική (8.7.53) 546Παλιό και νέο βαρβαροπάζαρο (9.7.53) 547«Υπέρ της Αχαϊκής συμπολιτείας» (14.7.53)* 548Ηχώ από το 1897 (24.7.53)* 549Ποιητική αδεία (2.8.53)* 551Προδότης κι ο Παπαρρηγόπουλος (7.8.53) 552Δημοσθένης Βουτυράς (15.8.53)* 553«Πανελλήνια.. ελληνικά» (25.8.53) 554Εξωλογισμός (16.9.53) 5551954Τα εκατόχρονα του Ψυχάρη (6.2.54) 557Βαρβαροπάζαρο (13.2.54) 558Ζευς και Χάρων (Θεών διάλογοι) (19.2.54) 559Ο ελληνικός «INDEX» (14.5.54) 560Το μνημόσυνο του δημοτικισμού (Γράμμα «Παλαιού») (27.5.54) 5611955«Σολωμού τινος κτλ.» (7.4.55) 563Καρφί στο καρφί (13.4.55) 5641956Ο Λουντέμης δικάζεται (13.3.56) 567Η δίκη Λουντέμη (15.3.56) 568«Διστάζει, φοβείται, δυσκολεύεται» (16.5.56) 569Αλέκος Δελμούζος (15.12.56) 5701957Ελευθερίας «φιλολογία» (26.3.57) 573Ενός έτους σιγήν (11.7.57) 5741958Ο τελευταίος της φρουράς (Ρήγας Γκόλφης) (4.1.58) 577Μενέλαος Λουντέμης (14.2.58) 578ΕΠΙΜΕΤΡΟ 583ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ 587
ΕΙΣΑΓΩΓΗΤο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας περιέχει 400 χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, που δημοσιεύτηκαν σε τέσσερις εφημερίδες της Αθήνας από το 1939 έως το 1958, και που έχουν θέμα φιλολογικό, με την ευρύτερη έννοια του όρου: εννοούμε εδώ τη λογοτεχνία, κλασική και σύγχρονη, την πνευματική και εκδοτική κίνηση, την αισθητική, τη γλώσσα, μαζί και το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα, αλλά και την εκπαίδευση. Τα Φιλολογικά είναι ο έβδομος τόμος με χρονογραφήματα του Βάρναλη που εκδί-δεται από τις εκδόσεις Αρχείο. Προηγήθηκαν, πάλι σε δική μου επιμέλεια, το 2016 τα Αττικά με 400 χρονογραφήματα που είχαν ως θέμα τους την Αθήνα και την Ατ-τική, το 2017 τα Αστυνομικά με 265 χρονογραφήματα με θέμα παρμένο από το αστυνομικό δελτίο, το 2019 τα Συμποσιακά με 154 χρονογραφήματα αφιερωμένα στην ταβέρνα και στο καφενείο, στο ποτό και το φαγητό, το 2020 τα Πολεμικά με 81 χρονογραφήματα γραμμένα κατά τον πόλεμο του 1940-41, το 2021 τα Ερωτικά με 181 χρονογραφήματα εμπνευσμένα από τον έρωτα, τον γάμο και τις σχέσεις των δύο φύλων, και το 2022 τα Ιστορικά με 153 χρονογραφήματα εμπνευσμένα από την ιστορία.1 Έτσι, σιγά σιγά απέκτησε σάρκα και οστά ο χρονογράφος Κώστας Βάρναλης, αφού έχουν πλέον εκδοθεί περισσότερα από 1630 χρονογραφήματά του. Βέβαια, η έκδοση των χρονογραφημάτων δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Βάρναλης πρωταρχικά ποιητής ήταν και δίκαια καταλαμβάνει μια από τις πρώτες θέσεις στο λογοτεχνικό μας στερέωμα. Ωστόσο η συνεργασία του με εφημερίδες ήταν όχι μόνο μακρόχρονη και πολύ δημιουργική, αλλά και βιοποριστικά απαραίτητη: μετά την απόλυσή του για πολιτικούς λόγους από τη Μέση Εκπαίδευση, ο ποιητής βρέθηκε στην ανάγκη να κερδίζει το ψωμί του με την πένα του· αρχικά δούλεψε σε 1 Αναπόφευκτα, σε τούτην εδώ την εισαγωγή επαναλαμβάνονται αρκετά πράγματα από την εισα-γωγή των προηγούμενων τόμων.
16λεξικά και εγκυκλοπαίδειες κι έπειτα άρχισε την τακτική, πρώτα εβδομαδιαία και αργότερα καθημερινή, συνεργασία με εφημερίδες. Οπότε, η ενασχόληση του Βάρναλη με το χρονογράφημα είναι απόρροια της ενα-σχόλησής του με τη δημοσιογραφία, και ο χρονογράφος Βάρναλης είναι συνέχεια του δημοσιογράφου Βάρναλη, που είναι άλλωστε και το επάγγελμα από το οποίο συνταξιοδοτήθηκε, από την Αυγή το 1958, αφού, αν δεν κάνω λάθος, δεν του ανα-γνωρίστηκε συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την προηγούμενη δημοσιοϋπαλληλική θητεία του στην εκπαίδευση (1908-1926).Φυσικά, ακόμα και τον καιρό που υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος, ο Βάρνα-λης είχε δημοσιεύσεις σε διάφορες εφημερίδες, όμως σποραδικές και ευκαιριακές. Η τακτική συνεργασία του αρχίζει μετά την απόλυσή του από τη Μέση Εκπαί-δευση, που έγινε τον Φεβρουάριο του 1926, επί δικτατορίας Πάγκαλου, ενώ είχε προηγηθεί εξάμηνη παύση του το 1925. Ο Βάρναλης πλήρωσε την εμπλοκή του στο λεγόμενο σκάνδαλο των Μαρασλειακών, που ήταν η επιτυχημένη τελικά προσπά-θεια των αντιδραστικών κύκλων να ακυρώσουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1923-24, μεταρρύθμιση που είχε βρει την υλοποίησή της στη δημιουργία της Παιδαγωγικής Ακαδημίας με επικεφαλής τον Δημήτρη Γληνό και στην αναβάθμι-ση του Μαράσλειου Διδασκαλείου με τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Πρώτος ο Βάρ-ναλης δέχτηκε τα βέλη της σκοταδιστικής συμμαχίας, η οποία επέσειε την απειλή του «μαλλιαροκομμουνισμού». Αφορμή ήταν οι «αντιπατριωτικοί» και «αντιθρη-σκευτικοί» στίχοι που είχε γράψει τρία χρόνια νωρίτερα στο Φως που καίει.Πρώτη τακτική, αν και βραχύβια, συνεργασία του Βάρναλη με εφημερίδα ήταν το 1926 όταν, με έξοδα της αθηναϊκής εφημερίδας Πρόοδος, μεταβαίνει ως ανταποκρι-τής στο Παρίσι και από εκεί στέλνει μια σειρά ανταποκρίσεις, άλλες αισθητικές και άλλες ταξιδιωτικές.2 Αυτή η πρώτη συνεργασία διάρκεσε λίγους μήνες. Για αρκετά από τα επόμενα χρόνια ο Βάρναλης θα δουλέψει σε εγκυκλοπαίδειες και λεξικά. Η επόμενη τακτική συνεργασία με εφημερίδα έρχεται το 1934, όταν ο Βάρναλης ταξιδεύει μαζί με τον Γληνό στη Μόσχα για να παρακολουθήσει το 1ο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων και δημοσιεύει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις στον Ελεύθερο Άνθρωπο,3 εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε «αριστερίζουσα». Στη συνέχεια, ο Βάρναλης συνεργάστηκε το 1935 με τον Ανεξάρτητο, όπου δημοσίευσε κυρίως φιλολογικές αναμνήσεις,4 και το 1936 με τον Ριζοσπάστη, όπου δημοσιεύει λογοτεχνική κριτική και επιφυλλίδες χωρίς όμως να έχει τακτική στήλη. Ο Κώστας Βάρναλης, η Πρωία, και το χρονογράφημαΜετά την κήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, όταν ο Ριζοσπάστης έκλει-σε και το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου, ο Βάρναλης συνεργάστηκε με την εφημερίδα Πρωία, αφού προηγουμένως στις αρχές της δεκαετίας είχε συνεργαστεί με το Λεξι-κό της. Ξεκινώντας από τον Μάιο του 1937, άρχισε να δημοσιεύει κάθε εβδομάδα «φυσιογνωμίες λογοτεχνών που έλειψαν», δηλαδή φιλολογικά πορτρέτα, που αρ-2 Σήμερα στο βιβλίο Γράμματα από το Παρίσι (Εκδόσεις Αρχείο 2013) σε δική μου επιμέλεια.3 Σήμερα στο βιβλίο Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ (Εκδόσεις Αρχείο 2014) σε δική μου επιμέλεια.4 Σήμερα στο βιβλίο Φιλολογικά απομνημονεύματα σε επιμέλεια Κώστα Παπαγεωργίου (Κέδρος 1981).ΕΙΣΑΓΩΓΗ
γότερα τα συμπεριέλαβε στο βιβλίο του Ζωντανοί άνθρωποι. Το 1938 συνεχίζει, πάντοτε κάθε Δευτέρα, με αισθητικά δοκίμια (με τον γενικό τίτλο «Καλλιτεχνικά και φιλολογικά ζητήματα»). Τα περισσότερα από αυτά τα συμπεριέλαβε αργότε-ρα στο βιβλίο «Αισθητικά - Κριτικά» ή στα «Σολωμικά». Επίσης μέσα στο 1938 δημοσιεύει μια σειρά με εντυπώσεις από το Δημόσιο Ψυχιατρείο, που αργότερα μπήκαν στο βιβλίο του Αληθινοί άνθρωποι.5 Όλες αυτές οι δημοσιεύσεις γίνονται ανώνυμα ή ψευδώνυμα. Ο λόγος είναι απλός: μέσα στη δικτατορία, ο Βάρναλης μπορεί μεν να γράφει, αλλά του απαγορεύε-ται αυστηρά να υπογράφει τα κείμενά του, έστω κι αν όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ήξεραν σε ποιον ανήκουν οι δημοσιεύσεις αυτές. Η απαγόρευση δεν αφορούσε μόνο τη δημοσιογραφική του δουλειά. Το 1938, ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο η κωμωδία του Μολιέρου «Οι ψευτοσπουδαίες» σε μετάφραση κάποιου Β. που βεβαίως ήταν ο Βάρναλης, ενώ το 1937 ο ποιητής συνεργάστηκε με τον Νώντα Έλατο [Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ] στη συλλογή παιδικών ποιημάτων «Ο Κορυδαλλός» αλλά κατόπιν συμφωνίας συγγραφέας αναφέρθηκε μόνο ο Έλατος.6Το 1939 ο Βάρναλης δημοσιεύει σε συνέχειες στην Πρωία, ανώνυμα, τη μυθιστο-ρηματική βιογραφία «Ο αυτοκράτωρ Νέρων», η οποία τελειώνει στις 6 Αυγού-στου. Από εκείνο το φύλλο και μετά, αρχίζει να δημοσιεύεται σε συνέχειες, πάλι ανώνυμα, η βιογραφία «Κλεοπάτρα, η εστεμμένη Αφροδίτη». Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα πεθαίνει ο φίλος του Γιώργος Σερούιος, που κρατούσε το καθημερινό χρονογράφημα στην Πρωία με τον γενικό τίτλο «Τέχνη και ζωή», υπογράφοντας ως SER. Η διεύθυνση της Πρωίας ανέθεσε το καθημερινό χρονογράφημα στον Βάρναλη, ο οποίος φαίνεται αρχικά να είχε κάποιες επιφυλάξεις.Στην τιμητική εκδήλωση που διοργάνωσε η ΕΣΗΕΑ το 1974 για να τιμήσει τον ποιητή, κατά σύμπτωση λίγες ώρες πριν από τον θάνατό του, μίλησε ο Γεώργιος Καράντζας, φίλος του Βάρναλη και πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ στην Κατοχή, και αφη-γήθηκε πώς άρχισε αυτή η συνεργασία:Επαγγελματίας δημοσιογράφος έγινε μόνον το 1940, χωρίς μάλιστα καλά καλά να το θέλει ο ίδιος. Η Πρωία έχασε τότε ένα εξαιρετικό συνεργά-τη της, τον αλησμόνητο Γιώργο Σερούιο, που έγραφε χρονογραφήματα με την υπογραφή “Σερ”. Δημιουργήθηκε λοιπόν θέμα διαδοχής τού “Σερ” και εγώ πρότεινα τότε στον Διευθυντή μας, τον κ. Στέφανο Πεσμαζόγλου, σαν χρονογράφο τον Βάρναλη. Ο κ. Πεσμαζόγλου, που νομίζω πως πρέπει σή-μερα να εξάρω ένα μεγάλο προτέρημά του, πως δεν είναι καθόλου μισαλ-λόδοξος, δέχθηκε προθυμότατα την εισήγησή μου. Δεν την δέχθηκε όμως με τόση προθυμία και ο Βάρναλης. «Το χρονογράφημα», μου είπε, «είναι κάτι πρόχειρο. Κι εγώ δεν μπορώ να γράφω έτσι πρόχειρα!». Εγώ επέμεινα: «Ίσα ίσα», του είπα. «Επειδή είσαι τέτοιος που σε ξέρω και δεν μπορείς να γρά-φεις τόσο πρόχειρα, θα δώσεις κάποιο βάθος στο χρονογράφημα, που είναι μια σπουδαία έπαλξη για όσους είναι αγωνιστές σαν εσένα.»7Ο Καράντζας κάνει ένα λαθάκι στη χρονολογία: ο θάνατος του Σερούιου συνέβη τον 5 Τα δυο βιβλία «Ζωντανοί άνθρωποι» και «Αληθινοί άνθρωποι» κυκλοφορούν πλέον σε έναν τόμο από τον Κέδρο με τον τίτλο Άνθρωποι. 6 Δεν είναι ακριβές, και υποτιμά τον Βάρναλη, αυτό που γράφτηκε ότι, τάχα, ο Βάρναλης πούλησε τα ποιήματά του στον Παπαμιχαήλ. 7 Γ. Καράντζας, «Ο Βάρναλης στη δημοσιογραφία», Αιολικά Γράμματα τχ. 25 (1975) [Αφιέρωμα Βάρναλη] σ. 37.17ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αύγουστο του 1939· τότε ξεκίνησε η καθημερινή συνεργασία του Βάρναλη. Πράγ-ματι, στις 18 Αυγούστου 1939, έξι μέρες μετά τον θάνατο του Σερούιου, δημοσιεύ-εται το πρώτο χρονογράφημα του Βάρναλη στην Πρωία, ανυπόγραφο αλλά ανα-γνωρίσιμο, με τον τίτλο «Ο ‘Ίντεξ’ της Αγίας Έδρας» και θέμα του τα βιβλία που απαγορεύτηκαν κατά καιρούς από την Καθολική Εκκλησία (δημοσιεύεται πρώτο στον παρόντα τόμο). Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε και «επιφυλλίδα» αντί για «χρονογράφημα»· ο Βάρναλης, τον πρώτο χρόνο της καθημερινής του συνεργασίας διατήρησε σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα των κειμένων του Σερούιου, που ήταν περισσότερο επιφυλλίδες ή εκλαϊκευτικά αισθητικά δοκίμια γύρω από την ιστορία της τέχνης και της φιλολογίας ή για τη διεθνή πνευματική κίνηση. Τα πρώτα πρώτα κείμενα του Βάρναλη στη στήλη «Τέχνη και ζωή» ήταν ανυ-πόγραφα, αλλά από τις 24 Αυγούστου καθιερώνει την υπογραφή Τ.κ.Ζ. (όπως είπαμε, δεν του επιτρεπόταν να υπογράφει με το πραγματικό του όνομα). Στις 4 Σεπτεμβρίου ο Βάρναλης αφιερώνει το χρονογράφημά του στη νεκρολογία του Σερούιου, αποτίοντας φόρο τιμής στον προκάτοχό του και παίρνοντας επίσημα, θα λέγαμε, τη σκυτάλη του χρονογράφου της εφημερίδας. Στους δεκατέσσερις μήνες από τον Σεπτέμβριο του 1939 έως και τον Οκτώβριο του 1940, ο Βάρναλης θα δημοσιεύσει στη στήλη «Τέχνη και ζωή» περί τα 420 κείμενα, τα περισσότερα από τα οποία όμως συγγενεύουν μάλλον με επιφυλλίδα, στο πνεύ-μα του Σερούιου, παρά με καθαρόαιμο χρονογράφημα.Όλα αλλάζουν με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τώρα πια, το χρονογράφημα του Βάρναλη παρακολουθεί την πολεμική καθημερινότητα, στρατεύεται κι αυτό στην πολεμική προσπάθεια. Ένα μικροφιλολογικό μυστήριο, στο οποίο δεν έχω να προτείνω κάποια πιθανή εξήγηση, είναι το γεγονός ότι ο Βάρναλης άρχισε να υπογράφει τα κείμενά του όχι μετά ή αμέσως με την κήρυξη του πολέμου, επωφελούμενος από την αυτονόητη χαλάρωση των λογοκριτικών περιορισμών, όπως έχει γραφτεί, αλλά από την προηγούμενη μέρα, από το φύλλο της 27ης Οκτωβρίου! Το πρώτο χρονογράφημα στην Πρωία που το υπέγραψε ο Βάρναλης με το όνομά του, στις 27.10.1940, έχει τίτλο «Ψυχαγωγία - διδασκαλία». Από τότε, η στήλη «Τέχνη και ζωή» φέρει την υπογραφή Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ.Τα «πολεμικά» χρονογραφήματα του Βάρναλη τα έχουμε συμπεριλάβει σε ειδικό τόμο (Πολεμικά, Εκδόσεις Αρχείο 2020). Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι από τις 12/1/41 έως τις 7/1/41 ο Βάρναλης δεν έγραφε χρονογράφημα, αλλά επιφυλλίδες για τις σκοτεινές σελίδες της ιστορίας της αρχαίας Ρώμης. Ξαναρχίζει να γράφει χρονογράφημα στις 8 Απριλίου, με τη γερμανική επίθεση. Στις 27 Απριλίου 1941 μπαίνουν στην Αθήνα οι Γερμανοί. Αρχίζει η Κατοχή. Ο Βάρναλης γράφει καθημερινά το χρονογράφημα στην Πρωία, η οποία, μέσα στις κατοχικές συνθήκες, κυκλοφορεί μόνο σε 2 σελίδες, ένα μονόφυλλο μεγάλου σχή-ματος, χωρίς καθόλου γελοιογραφίες, εικονογραφήσεις ή φωτογραφίες. Τα κατοχικά χρονογραφήματα του Βάρναλη πλησιάζουν τα χίλια, και πολλά από αυτά συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα του είδους. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1944 όλες οι καθημερινές αθηναϊκές εφημερίδες, ανάμεσά τους και η Πρωία, αναγκάστηκαν να κλείσουν λόγω έλλειψης δημοσιογραφι-κού χαρτιού και στη θέση τους εκδόθηκαν δύο μόνο εφημερίδες, μία πρωινή και μία απογευματινή. Οι εφημερίδες Ακρόπολις, Ελεύθερον Βήμα, Καθημερινή και Πρωία, συγχωνεύθηκαν στον Ηνωμένο Τύπο με υπότιτλο «Ημερησία έκδοσις των πρωϊνών εφημερίδων των Αθηνών», ενώ από τη σύμπραξη της Βραδυνής και των 18 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αθηναϊκών Νέων προέκυψαν τα Βραδυνά Νέα.Ο Βάρναλης ανέλαβε το χρονογράφημα στον Ηνωμένο Τύπο, ένδειξη του κύρους του. Δεν υπάρχει πλήρες σώμα της βραχύβιας άλλωστε αυτής έκδοσης αλλά στο αρχείο Βάρναλη σώζονται 2-3 χρονογραφήματα. Πάντως, στα τέλη Σεπτεμβρίου σταμάτησε και αυτή η έκδοση. Η Πρωία δεν επανεκδόθηκε μετά την Κατοχή, αλλά έτσι κι αλλιώς ο ποιητής είχε πια βρεθεί στον φυσικό του χώρο, αφού αμέσως μετά την απελευθέρωση άρχισε να συνεργάζεται με τον Ριζοσπάστη (και αργότερα με τον Ρίζο της Δευτέρας) με κριτική, δοκίμια και επιφυλλίδες. Ωστόσο, το καθημερινό χρονογράφημα του μεταπολεμικού Ριζοσπάστη το ανέλαβε ο Απόστολος Σπήλιος. Το 1946, με παρέμ-βαση του Ζαχαριάδη, ο Βάρναλης πήρε άδεια μετ’ αποδοχών από τον Ριζοσπάστη για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του Το ημερολόγιο της Πηνελόπης, που δη-μοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα. Στα τέλη του 1947 το ΚΚΕ τέθηκε εκτός νόμου και τα έντυπά του έκλεισαν και έτσι σταμάτησε αυτή η περίοδος δημοσιο-γραφικής δραστηριότητας του Κ. Βάρναλη.Δεκαετία του 1950:Προοδευτικός Φιλελεύθερος, Προοδευτική Αλλαγή και ΑυγήΕπόμενη συνεργασία, τον Απρίλιο του 1950, η εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύ-θερος. Επρόκειτο για νεότευκτη εφημερίδα, που είχε αρχικά εκδοθεί ως εβδομα-διαία (κυριακάτικη) στις 12.2.1950 προκειμένου να στηρίξει το κεντρώο κόμμα ΕΠΕΚ του Ν. Πλαστήρα στις επικείμενες εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 και στη συνέχεια μετατράπηκε, από τις αρχές Απριλίου, σε καθημερινή απογευματινή εφη-μερίδα «προοδευτικών φιλελευθέρων αρχών» σύμφωνα με την προμετωπίδα της. Ο Φιλελεύθερος φρόντιζε να έχει και αριστερούς συνεργάτες, τόσο για πολιτι-κούς λόγους όσο και για κυκλοφοριακούς, αφού οι αριστερές εφημερίδες, όταν και όπως κυκλοφορούσαν, βρίσκονταν διαρκώς υπό τη δαμόκλειο σπάθη της λο-γοκρισίας ή του κλεισίματος. Στις 8.4.1950, Μεγάλο Σάββατο, δημοσιεύεται στην εφημερίδα το διήγημα του Βάρναλη «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη», που περι-λαμβάνεται στον παρόντα τόμο, και από τις 24 Απριλίου 1950 ο ποιητής αναλαμ-βάνει το καθημερινό χρονογράφημα, με τον γενικό τίτλο «Από μέρα σε μέρα».Τώρα που δεν υπάρχουν οι κατοχικοί περιορισμοί, ο Βάρναλης δεν τσιγκουνεύε-ται τους τσουχτερούς πολιτικούς υπαινιγμούς. Πολλά από τα φιλολογικά χρονο-γραφήματά του έχουν ευθείες αναφορές στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, εγ-χώρια και διεθνή, μεταξύ άλλων για τα χάλια της εκπαίδευσης ή τις προσπάθειες της κυβέρνησης να εξοβελίσει τη δημοτική από την εκπαίδευση. Το διάστημα που ήταν συνεργάτης του Προοδευτικού Φιλελεύθερου, ο Βάρνα-λης συνεργάστηκε και με δύο άλλες εφημερίδες. Καταρχάς, από τον Σεπτέμβριο του 1951 έως τις αρχές του 1952 δημοσίευε στην εβδομαδιαία αριστερή εφημερίδα Δημοκρατική ιστορικές επιφυλλίδες τις οποίες υπέγραφε με τα αρχικά Κ.Β. Η συ-νεργασία αυτή είχε μείνει εντελώς ακατάγραπτη, αφού ούτε στο αρχείο Βάρναλη σώζονται ίχνη της, με εξαίρεση ένα δικό μου άρθρο.88 Νίκος Σαραντάκος, «Μια ακατάγραφτη συνεργασία του Κώστα Βάρναλη», Μικροφιλολογικά, τχ. 38 (2015), σελ. 25.19ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πιο σχετική με το θέμα μας είναι η δεύτερη συνεργασία του, που άρχισε τον Μάιο του 1953, με την πρωινή εφημερίδα Προοδευτική Αλλαγή, η οποία είχε αρχίσει να εκδίδεται από το 1951 με διευθυντή τον Νικ. Παπαπολίτη, ηγετικό στέλεχος της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, αλλά, όπως και ο Προοδευτικός Φιλελεύθερος, είχε και αρι-στερούς συνεργάτες (Ο Γιάνης Κορδάτος έγραφε επιφυλλίδες, και μουσικοκριτική ο Μίκης Θεοδωράκης). Εδώ ο Βάρναλης γράφει καθημερινό χρονογράφημα, με τον γενικό τίτλο «Πρωινά λόγια». Έτσι, για μερικούς μήνες του 1953 δημοσιεύονταν καθημερινά δύο δικά του χρονογραφήματα. Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην Αλλαγή δεν διαφέρουν καθόλου στο πνεύμα από εκείνα στον Φιλελεύθερο. Να σημειωθεί ότι την περίοδο 1951-1953 ο Βάρναλης, εκτός από χρονογράφημα, δημοσίευσε στον Φιλελεύθερο τέσσερα ιστορικά μυθιστορήματα βιογραφικού χα-ρακτήρα σε συνέχειες, με θέμα την Κλεοπάτρα, τον Αλκιβιάδη, τη Σαπφώ και τον Αττίλα, ενώ επίσης δημοσίευσε άλλο ένα παρόμοιο αφήγημα με θέμα τον Ηρώδη το 1953 στην Αλλαγή. Σύμφωνα με τη Θεανώ Μιχαηλίδου, αυτές οι βιογραφίες, όπως και οι άλλες δύο που είχε δημοσιεύσει προπολεμικά στην Πρωία, δεν είναι πρωτότυπη δουλειά αλλά ελεύθερες αποδόσεις γαλλικών βιβλίων.Ωστόσο, από το 1952 έχει εκδοθεί, αρχικά τον Αύγουστο εβδομαδιαία και από τα τέλη του χρόνου καθημερινή, η Αυγή, το όργανο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αρι-στεράς. Τον Αύγουστο του 1953 ο Βάρναλης αρχίζει να συνεργάζεται με την Αυγή, σταματώντας τη συνεργασία του με τις δύο κεντρώες εφημερίδες, οι οποίες άλλω-στε λίγο αργότερα διέκοψαν τη λειτουργία τους καθώς ύστερα από τον θάνατο του Πλαστήρα (26.7.1953) το κόμμα της ΕΠΕΚ διασπάστηκε και αποδυναμώθηκε.Στην Αυγή ο Βάρναλης δημοσίευε καθημερινό χρονογράφημα σε στήλη με τον γενικό τίτλο «Λόγια που καίνε». Όπως δείχνει και ο τίτλος, τα χρονογραφήματα του Βάρναλη ήταν, κατά κανόνα, πολιτικά και μαχητικά. Στην Αυγή ο Βάρναλης βρέθηκε ξανά στον φυσικό χώρο του. Μάλιστα, για πρώτη φορά γράφει χρονο-γράφημα σε μια εφημερίδα με της οποίας την πολιτική γραμμή συμφωνεί (στον Ριζοσπάστη δεν έγραψε χρονογραφήματα). Σχολιάζει λοιπόν δηκτικά την πολι-τική κατάσταση και ιδίως την πολιτική εξάρτηση της χώρας από τους υπερατλα-ντικούς πάτρωνες, δίνει αγώνα για τους εξόριστους και στους φυλακισμένους της Αριστεράς, γράφει πύρινα χρονογραφήματα για το Κυπριακό, ένα ζήτημα που δέσποζε στην πολιτική επικαιρότητα όλα εκείνα τα χρόνια, ή καταγγέλλει τις διώξεις και εκτοπίσεις αριστερών συγγραφέων όπως ο Μενέλαος Λουντέμης ή ο Θέμος Κορνάρος. Βέβαια, τα χρόνια περνάνε, και ο Βάρναλης έχει πια περάσει τα 70, οπότε δεν γράφει χρονογράφημα αδιάλειπτα κάθε μέρα όπως πριν. Τελικά, όταν το 1958 μια σοβαρή ασθένεια τον αναγκάζει σε μακρά νοσηλεία, η δημοσιογραφική του θητεία τερματίζεται –και ο ίδιος συνταξιοδοτείται, όπως είπαμε, ως δημοσιογρά-φος, από την Αυγή. Το χρονογράφημα, είδος εφήμεροΣύμφωνα με το Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, το χρονογράφημα είναι «είδος έντεχνου πεζού λόγου, σύντομο συνήθως λογοτεχνικό κείμενο, το οποίο δημοσιεύεται στον Τύπο και σχολιάζει με εύθυμο τρόπο την επικαιρότητα». Οι πε-20 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ρισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι βρίσκεται μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογρα-φίας· ο Σπύρος Μελάς, που το υπηρέτησε επί δεκαετίες, το αποκάλεσε «πρεσβευτή της λογοτεχνίας στη δημοσιογραφία», διότι, ακόμα κι αν το χαρακτηρίσουμε απλώς «είδος έντεχνου πεζού λόγου με λογοτεχνική χροιά», δεν μπορούμε να παραβλέψου-με ότι το υπηρέτησαν κορυφαίοι λογοτέχνες, από τον Ροΐδη και τον Κονδυλάκη ίσαμε τον Παπαντωνίου και τον Νιρβάνα, και φυσικά τον Βάρναλη. Άλλωστε, αν σκεφτούμε ότι το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2015 απονεμήθηκε στη Λευκορωσίδα συγγραφέα και δημοσιογράφο Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, που έχει δώσει έργα που μπο-ρούν να χαρακτηριστούν ρεπορτάζ, βλέπουμε ότι στην εποχή μας τα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας έχουν γίνει ακόμα πιο δυσδιάκριτα. Ο Νίκος Δήμου, θεράποντας και μελετητής του είδους, έγραψε το 1991 ότι «Το Ελ-ληνικό χρονογράφημα πέθανε μια βραδιά της δεκαετίας του 70»9 και μάλιστα ότι το σκότωσε, άθελά του, ο Δημήτρης Ψαθάς επειδή το μόλυνε με το μικρόβιο της πολιτικής. Ωστόσο, χρονογραφήματα γράφονται και σήμερα, και το είδος υπηρετήθηκε και στον αιώνα μας από καλούς λογοτέχνες –θα αναφέρω μόνο τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη. Βέ-βαια, στις μέρες μας το σχήμα των εφημερίδων έχει αλλάξει και το χρονογράφημα έχει εκτοπιστεί από την πρώτη σελίδα, όπου δέσποζε επί έναν αιώνα πλάι στο κύριο άρ-θρο. Ούτε είναι απαραίτητο σήμερα για μια εφημερίδα να δημοσιεύει χρονογράφημα, όπως ήταν πριν από 100 χρόνια, όταν κάποιες εφημερίδες τις αγόραζαν πολλοί κυρίως ή και μόνο για το χρονογράφημα (π.χ. την Εστία για τον Νιρβάνα). Οπότε, δεν είναι τυχαίο ότι το Χρηστικό Λεξικό, που τον ορισμό του δώσαμε παραπάνω, θεωρεί πως ο ορισμός, χωρίς να είναι παρωχημένος, αφορά «κυρίως παλαιότερα» κείμενα.Όπως είπαμε, το χρονογράφημα είναι είδος εφήμερο: «Ιστορία του λεπτού και του δευτερολέπτου. Συμβάντα, επεισόδια, σκηναί της ζωής, ασήμαντα κάποτε γεγο-νότα, τα οποία θα περνούσαν απαρατήρητα, παραλαμβάνονται από τον χρονο-γράφον, ιστορούνται, διυλίζονται, καλούνται ν’ αποδώσουν την βαθυτέραν των ουσίαν και, κάποτε, την βαθυτέραν των έννοια», γράφει ο Παύλος Νιρβάνας,10 που διέπρεψε στο χρονογράφημα, υπηρετώντας το επί δεκαετίες. Ως είδος εφήμερο, που δημοσιεύεται σε μέσο εφήμερο, το χρονογράφημα, αντέχει λιγότερο στον χρόνο από άλλα είδη, κακογερνάει θα λέγαμε. Ωστόσο, τα χρονογρα-φήματα των μεγάλων λογοτεχνών, ιδίως όταν δεν αναφέρονται σε ξεχασμένα πια περιστατικά της πολιτικής επικαιρότητας, διατηρούν την αξία τους σε δυο επίπεδα. Καταρχάς, δίνουν στον αναγνώστη την ευκαιρία να γνωρίσει μιαν ακόμα πτυχή του έργου του λογοτέχνη. Κι έπειτα, τα χρονογραφήματα ενός μεγάλου μάστορα (όπως ήταν ο Βάρναλης) έχουν για τους αναγνώστες των επόμενων γενεών και μιαν άλλη αξία, ότι μας δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε μια εικόνα της ζωής πριν από με-ρικές δεκαετίες, για πράγματα που έχουν αναντίστρεπτα αλλάξει. Από τα παλιά χρονογραφήματα λοιπόν παίρνουμε μιαν εικόνα για το πώς ζούσαν οι πατεράδες ή οι παππούδες μας που δεν μας τη δίνει η μεγάλη ιστορία. Γι’ αυτό και δεν είναι ασυνήθιστο να εκδίδονται ανθολογίες ή και πλήρεις συλλογές με τα χρονογραφήματα που έγραψαν οι μεγάλοι του είδους, είτε σε χρονολογική είτε σε θεματική ταξινόμηση, ακόμα και σε πολλούς τόμους (ο Νιρβάνας εξέδωσε οχτώ τόμους με χρονογραφήματά του, οργανωμένα θεματικά).9 Νίκος Δήμου, «Ο θάνατος του χρονογραφήματος», Δοκίμια ΙΙ, Τα πρόσωπα της ποίησης, Νεφέλη 1993, σελ. 167-177.10 Το παραθέτει ο Γ. Ζεβελάκης στον πρόλογό του (Φέιγ βολάν της Κατοχής, σ. 16).21ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα χρονογραφήματα του ΒάρναληΚαταρχάς, πόσα είναι; Συνολικά τα χρονογραφήματα του Βάρναλη ξεπερνούν τα 3500 κείμενα: περίπου 1450 στην Πρωία (ωστόσο περίπου 300 από αυτά πρέπει να χαρακτηριστούν επιφυλλίδες), καμιά δεκαριά στον Ηνωμένο Τύπο, 1020 στον Προ-οδευτικό Φιλελεύθερο, 115 στην Προοδευτική Αλλαγή και περίπου 980 στην Αυγή. Μια παράμετρος που ίσως δεν έχει προσεχτεί σε σχέση με την δημοσιογραφική δουλειά και τα χρονογραφήματα του Βάρναλη, είναι ότι, όσον καιρό συνεργαζό-ταν καθημερινά με εφημερίδες, πολύ λίγα λογοτεχνικά έργα έγραψε. Η δημοσιο-γραφική δουλειά, όπως και νωρίτερα η δουλειά στα λεξικά και τις εγκυκλοπαί-δειες, τον κούραζε ή ίσως τον αφυδάτωνε. Όπως άλλωστε έχει τονίσει κι ο ίδιος ήδη από το 1932, «για να δημιουργήσεις, χρειάζεται να ’χεις άνεση και κέφι, να περνάς μια ζωή ‘οτσιόζαμ’, τεμπέλικη, όπως λεν κι οι Λατίνοι».11 Μη μπορώντας να βρει την άνεση, οικονομική ή άνεση χρόνου, ο Βάρναλης σχεδόν σταμάτησε να γράφει λογοτεχνία. Ενδεικτικό είναι ότι, μόλις συνταξιοδοτήθηκε, στράφηκε και πάλι στη λογοτεχνία ολοκληρώνοντας, αν και άρρωστος, το θεατρικό του έργο Άτταλος ο Γ´ και γράφοντας, σε προχωρημένη πια ηλικία, τα ποιήματα της συλλογής Ελεύθερος κόσμος ύστερα από δεκαετίες σχεδόν ολικής ποιητικής σιγής. Οπότε, τα χρόνια εκείνα της λογοτεχνικής του αγρανάπαυσης, στα χρονογραφή-ματα κυρίως διοχέτευε ο Βάρναλης την ποιητική του διάθεση, γι’ αυτό και πολλά από τα κομμάτια του τόμου αυτού δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από καθαυτό λογοτεχνικά έργα, καθώς λειτουργούν σαν «παραθύρια απ’ όπου μπορούσε να ξανασάνει ο ποιητικός του λογισμός. Μπορεί το καθένα να αποτελεί ένα πολύ συνοπτικό πεζογραφικό έργο, όμως σε πολλά από αυτά έχει εισχωρήσει η ποίησή του», όπως επισήμανε ο Αντώνης Μπουλούτζας σε ανακοίνωσή του στο 34ο Συ-μπόσιο Ποίησης της Πάτρας, το αφιερωμένο στον Κ. Βάρναλη.12 Ο Βάρναλης δεν περιφρονούσε τη δημοσιογραφική δουλειά του, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι εξέδωσε σε βιβλίο και συμπεριέλαβε στα Άπαντά του αρκετά δημοσι-ογραφικά του κείμενα. Και από τα χρονογραφήματα του πολλά, που έχουν φιλολο-γικό θέμα, τα έχει συμπεριλάβει στα Αισθητικά - Κριτικά ή στα Σολωμικά του. Όπως θα πούμε πιο κάτω, αυτά αποφάσισα να μην τα συμπεριλάβω στον ανά χείρας τόμο. Τα υπόλοιπα χρονογραφήματά του δεν τα αξιοποίησε, παρόλο που φαίνεται πως υπήρχε τέτοια σκέψη: όταν αναγγέλθηκε η έκδοση των Απάντων του από τον Κέδρο, στον αρχικό σχεδιασμό που ανακοινώθηκε στον Τύπο (π.χ. Αυγή 7.9.1956, σελ. 2) περιλαμβανόταν και μια ενότητα με Χρονογραφήματα.Επίσης, η επισκόπηση του αρχείου του υποβάλλει την ιδέα ότι σχεδίαζε να τα αξι-οποιήσει με κάποιον τρόπο. Τα αποκόμματα των εφημερίδων με τα χρονογραφή-ματα είναι σχολαστικά φυλαγμένα, συνήθως με αναφορά της χρονολογίας δημοσί-ευσης. Μάλιστα, όταν κάποιο χρονογράφημα λείπει, ο Βάρναλης ή η Δ. Μοάτσου σημειώνει «Το έδωσα στον Κ.» (πρόκειται για τον Κ. Καρθαίο) ή, άλλοτε, «στις τάδε του μηνός δεν είχε χρονογράφημα» ή «την τάδε απεργούσαν οι εφημερίδες». Κάποια χρονογραφήματα είναι ταξινομημένα θεματικά, ενώ άλλα έχουν ιδιόγραφες διορθώσεις και προσθήκες που αφορούν όχι μόνο τυπογραφικά λάθη αλλά και τρο-11 Γ. Κοτζιούλας, «Μια ώρα με τον κ. Κώστα Βάρναλη», Μπουκέτο τχ. 420 (1932), σελ. 384.12 Αντώνης Μπουλούτζας, «Ο χρονογράφος Κώστας Βάρναλης» (εκκρεμεί δημοσίευση).22 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ποποιήσεις ουσίας (κάποιες σημειώνονται σε υποσημειώσεις του παρόντος τόμου). Στο αρχείο Βάρναλη βρίσκουμε και πρόχειρα φύλλα που έχει κρατήσει ο Βάρνα-λης με σημειώσεις για χρονογραφήματα. Ας πούμε, αποδελτίωνε γλωσσικά λάθη από τις εφημερίδες και τις σχετικές σημειώσεις τις αξιοποιούσε σε χρονογραφή-ματα, που τα βρίσκουμε στον ανά χείρας τόμο. Αλλού, έχει κόψει ειδησάρια του αστυνομικού δελτίου, που τα έχει καρφιτσωμένα σε φύλλα, με θεματική κατάταξη –σε ένα φύλλο χαρτί πέντε ειδησάκια για «εγκλήματα τιμής», σε άλλο ειδήσεις για απάτες. Αυτά τα χρησιμοποίησε σε χρονογραφήματα που έχουμε συμπεριλάβει στον τόμο Αστυνομικά. Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη δεν περνούσαν απαρατήρητα στην εποχή τους. Πολλά έδωσαν αφορμή για έντονες συζητήσεις, εντάχθηκαν στην αντιπαράθεση των ιδεών της εποχής τους (όπως, ας πούμε, η τετράδα χρονογραφημάτων «Περί σκότους» το 1942) και διαβάζονταν με πολλή προσοχή τόσο από επώνυμους όσο και από ανώνυμους.Ακόμη και στο διάστημα 1939-40, που υπέγραφε με τα αρχικά ΤκΖ αφού η λογο-κρισία του δικτατορικού καθεστώτος δεν του επέτρεπε να υπογράφει με το όνο-μά του, όλοι ήξεραν ποιος κρύβεται πίσω από τα αρχικά. Σε ανύποπτο χρόνο, η Νέα Εστία σημειώνει ότι τα χρονογραφήματα είναι «γνωστού, ως εσημειώθη και άλλοτε, λογοτέχνου, δυσκόλως κρυπτομένου υπό τα αρχικά αυτά».13 Αργότερα, τόσο στην Κατοχή όσο και στη δεκαετία του 1950, που ο Βάρναλης υπέγραφε με το όνομά του, η Νέα Εστία συχνά, στην ανασκόπηση του τύπου, αναφέρεται σε χρονογραφήματα του Βάρναλη.Στο αρχείο Βάρναλη, πλάι στις άφθονες επιστολές απλών αναγνωστών που εκφρά-ζουν τον θαυμασμό τους για το τάδε ή το δείνα χρονογράφημα, υπάρχουν επίσης γράμματα λογίων (Ν. Β. Τωμαδάκης, Μ. Καραγάτσης, Κώστας Μπίρης, Γιώργος Κοτζιούλας) σχετικά με ζητήματα που είχε θίξει ο Βάρναλης σε κάποιο χρονογρά-φημά του ή με απορίες που είχε εκφράσει. Είναι δηλαδή σαφές ότι τα χρονογραφή-ματα του Βάρναλη στην εποχή τους αποτελούσαν πνευματικό γεγονός και καθημε-ρινό ανάγνωσμα. (Πάντως υπάρχουν στο αρχείο και μερικές ανώνυμες υβριστικές επιστολές: ένας ανώνυμος ρωτάει τον διευθυντή της Πρωίας πώς ανέχεται έναν απαίσιο συνεργάτη που «ρίχνει φαρμακερές σαΐτες εναντίον των χριστιανικών μας παραδόσεων», ενώ ένας άλλος, αγανακτισμένος για τον δημοτικισμό του Βάρναλη, λυπάται που «οι ενταύθα Γερμανοί δεν ηξεύρουν ελληνικά για να σε γραπώσουν και σε τακτοποιήσουν»!)Αρκετοί μελετητές έχουν αναφερθεί στα χρονογραφήματα του Βάρναλη. Πέρα από τον Γιώργο Ζεβελάκη, τον Αντώνη Μπουλούτζα και τον Γεράσιμο Σταύρου, που ήδη αναφέραμε, μπορούμε επίσης να μνημονεύσουμε τον Κ. Πορφύρη, ο οποί-ος εξήρε τον ρόλο που έπαιξαν τα κατοχικά χρονογραφήματα στην εμψύχωση του σκλαβωμένου λαού,14 τον Τάσο Ζάππα,15 την Μαρία Πριπάκη16 ή τον Γρηγόρη 13 Νέα Εστία, τχ. 329, 1.9.1940, σ. 1104. 14 Κ. Πορφύρης, «Οι πνευματικοί άνθρωποι στην Εθνική Αντίσταση», Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 87-88 (1962), σελ. 338-340.15 Τάσος Ζάππας, «Ο Βάρναλης μέσ’ απ’ τα χρονογραφήματά του», Νεοελληνικός Λόγος ’75-’76, τχ. 25 (1977), σελ. 151-163.16 Μαρία Πριπάκη, «Ο Κώστας Βάρναλης ως χρονογράφος», Αιολικά Γράμματα τχ. 25 (1975) [Αφι-έρωμα Βάρναλη] σελ. 43-45.23ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τραγγανίδα.17 Ειδικά για τα κατοχικά χρονογραφήματα, ο Αλέξανδρος Αργυρί-ου γράφει: «Τα άρθρα του της Κατοχής είχαν μια ευφορία αξιοθαύμαστη· ποιος εκδότης θα βρεθεί να τ’ αναδημοσιεύσει;» (Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της, Τόμ. 3, σελ. 80).Σε κάποια αφιερώματα περιοδικών παρατίθενται και ένα-δυο χρονογραφήματα του Βάρναλη, ή αποσπάσματά τους, ενώ όχι λίγα έχουν παρουσιαστεί και στο ιστολόγιό μου σε ηλεκτρονική μορφή. Ωστόσο, μέχρι να ξεκινήσει η δική μου προ-σπάθεια το 2016, η μόνη ανθολογία χρονογραφημάτων του Βάρναλη που είχε εκ-δοθεί ήταν του Γιώργου Ζεβελάκη, ο οποίος, κάνοντας υποδειγματική δουλειά, συγκέντρωσε 80 χρονογραφήματα των ετών 1942 και 1943 στον τόμο Φέιγ βολάν της Κατοχής (Καστανιώτης 2007). Πιο πρόσφατα, η Αυγή άρχισε να εκδίδει και να διανέμει στους αναγνώστες της τομίδια με τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην εφημερίδα.Και πάλι όμως, ο μεγάλος όγκος των βαρναλικών χρονογραφημάτων παραμένει δυσπρόσιτος στο νεότερο κοινό και επιπλέον η έκδοσή τους εκπληρώνει ένα χρέος προς τα γράμματά μας, αν και βέβαια παραμένει πάντοτε ανεξόφλητο ένα πολύ μεγαλύτερο χρέος, αφού ο σημερινός αναγνώστης εξακολουθεί να μην έχει πρό-σβαση στο σύνολο των ποιημάτων του Βάρναλη.Τα χρονογραφήματα αυτού του τόμουΟ παρών τόμος είναι ο έβδομος τόμος με χρονογραφήματα του Βάρναλη από τις Εκδόσεις Αρχείο. Ελπίζουμε να ακολουθήσουν και άλλοι, πάντοτε οργανωμένοι θε-ματικά, όσο βαστάνε οι δυνάμεις του εκδοτικού οίκου και του επιμελητή, έτσι ώστε τελικά να δημοσιευτεί το μεγαλύτερο μέρος των χρονογραφημάτων του Βάρναλη.Όπως είπαμε, τα χρονογραφήματα του Βάρναλη είναι πάνω από 3500. Από αυτά διαλέξαμε για τον παρόντα τόμο 400 κείμενα, με την εξής κατανομή: 200 προπολεμικά ή κατοχικά (όλα στην Πρωία). 200 της μεταπολεμικής περιόδου 1950-58, από τα οποία 173 στον Προοδευτικό Φι-λελεύθερο, 11 στην Προοδευτική Αλλαγή και 16 στην Αυγή.18Βλέπουμε ότι οι δυο μεγάλες περίοδοι εκπροσωπούνται εξίσου –βέβαια, η απόλυτη ισοψηφία, 200-200, ήταν τυχαίο αποτέλεσμα, δεν επιδιώχτηκε. Τα χρονογραφήματα του τόμου αυτού τα ονόμασα, για τις ανάγκες του τίτλου, φιλολογικά, έναν όρο που, αναγκαστικά, καλύπτει πολλούς και αρκετά διαφορε-τικούς τομείς. Η μεγαλύτερη θεματική κατηγορία αφορά τα χρονογραφήματα που ασχολούνται γενικώς με τη λογοτεχνία και με την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση. Μια άλλη μεγάλη κατηγορία είναι η αισθητική, και μια τρίτη είναι η γλώσσα. Θεώρησα σκόπι-μο στον τόμο να εντάξω επίσης τα χρονογραφήματα σχετικά με την εκπαίδευση, ένα 17 Γρηγόρης Τραγγανίδας, «Ο δημοσιογράφος Κ. Βάρναλης», Κώστας Βάρναλης. Φως που πάντα καίει, Σύγχρονη Εποχή 2012, σελ. 333-337.18 Επειδή η εφημερίδα Αυγή αποφάσισε να εκδώσει το σύνολο των χρονογραφημάτων του Βάρναλη που δημοσιεύτηκαν στις στήλες της, και ήδη έχουν κυκλοφορήσει τρεις τόμοι, στον παρόντα τόμο ανθολογούμε δειγματοληπτικά μερικά μόνο χρονογραφήματα.24 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
θέμα για το οποίο ο Βάρναλης, ως πρώην εκπαιδευτικός, είχε ιδιαίτερη ευαισθησία. Υπάρχουν τέλος αρκετές παρουσιάσεις βιβλίων, όπως και κάποια χρονογραφήματα που ασχολούνται με τα προβλήματα του κλάδου των εκδόσεων και του βιβλίου. Δικαιολογείται έτσι ο υπότιτλος του τόμου μας: χρονογραφήματα για τη λογοτε-χνία, την αισθητική, τη γλώσσα, την εκπαίδευση και το βιβλίο. Κάθε μία από τις μεγάλες θεματικές κατηγορίες επιδέχεται περαιτέρω κατηγοριο-ποίηση. Για παράδειγμα, στην κατηγορία της γλώσσας, που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα λόγω προσωπικής ενασχόλησης με το θέμα, μπορούμε να διακρίνουμε μια ομάδα χρονογραφημάτων που γράφτηκαν με αφορμή οξείες γλωσσικές αντιπαραθέσεις της εποχής: τη γραμματική της δημοτικής (1941), τη «δίκη των τόνων» (1942-43), τις προσπάθειες για αποπομπή της δημοτικής από την εκπαίδευση μετά το 1950. Μια άλλη σημαντική υποκατηγορία είναι τα «λαθοθηρικά» άρθρα, συχνά με περι-παικτικούς τίτλους όπως «Βαρβαροπάζαρο» ή «Σολοικοπάζαρο» στα οποία ο δη-μοτικιστής (αλλά και γερός φιλόλογος) Βάρναλης παρουσιάζει μαργαριτάρια που έχει αλιεύσει από εφημερίδες και συγγράμματα καθαρευουσιάνων, συνεχίζοντας έτσι μια παράδοση που είχε ξεκινήσει από τον Νουμά, τη ναυαρχίδα των δημοτικι-στών, στις αρχές του 20ού αιώνα.Στην κατηγορία της λογοτεχνίας, μια ευδιάκριτη υποκατηγορία είναι τα «φιλολο-γικά πορτρέτα», σκιαγραφίες λογοτεχνών που γνώρισε ο Βάρναλης, συχνά γραμ-μένες με την ευκαιρία του θανάτου τους, νεκρολογίες δηλαδή (Παλαμάς, Ρήγας Γκόλφης, Δροσίνης, Ξενόπουλος, Απόστολος Μελαχρινός) ή με άλλη ευκαιρία (π.χ. Βουτυράς). Μια ολιγομελής αλλά ξεχωριστά σημαντική υποκατηγορία είναι τα «παπαδιαμα-ντικά» χρονογραφήματα, είτε με θέμα τον Παπαδιαμάντη είτε, και εδώ είναι το με-γαλύτερο ενδιαφέρον, «εις ύφος Παπαδιαμάντη», δηλαδή λογοτεχνικά κείμενα που συνειδητά μιμούνται τη γλώσσα και τη θεματολογία του μεγάλου Σκιαθίτη. Και άλλοι λογοτέχνες έχουν αποτίσει αυτόν τον ιδιότυπο φόρο τιμής στον Παπαδιαμά-ντη, σε σημείο που να έχει εκδοθεί και ειδικός τόμος,19 αλλά ο Βάρναλης έχει δώσει τα περισσότερα και, κατά τη γνώμη μου, τα καλύτερα δείγματα. Πρέπει να πούμε ότι πολλά κατοχικά και προπολεμικά φιλολογικά χρονογραφή-ματά του ο Βάρναλης τα έχει συμπεριλάβει στο βιβλίο του Αισθητικά - Κριτικά (εκδόσεις Κέδρος). Αυτά αποφάσισα να μην τα συμπεριλάβω στον παρόντα τόμο, αν και σε κάποια σημεία αναφέρομαι σε αυτά.Σε αρκετά χρονογραφήματα του τόμου συναντάμε και τον ίδιο τον Βάρναλη ή μα-θαίνουμε πτυχές της ζωής του. Όχι μόνο στις αναμνήσεις του από τα νεανικά του χρόνια και την τότε πνευματική κίνηση ή στις σκιαγραφίες λογοτεχνών που γνώρι-σε, αλλά και στις διάφορες περσόνες που χρησιμοποιεί (όπως είναι, στον παρόντα τόμο, ο «Ερασιτέχνης φιλόλογος»), σε χρονογραφήματα με βιωματικό χαρακτήρα (π.χ. «Οι δυο τέχνες» για τη σχέση λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας) ή στο ποίημά του που παραθέτει στο χρονογράφημα «Λευκωματική φιλολογία», που το παρου-σιάζει σαν «ποίημα άγνωστου ποιητή». Συμπερασματικά, πιστεύω ότι ο παρών τόμος θα αποτελέσει χρήσιμο βοήθημα όχι μόνο για τους μελετητές του Βάρναλη αλλά και για όποιον μελετά την κίνηση των ιδεών και τις αντιπαραθέσεις στη λογοτεχνία μας, το γλωσσικό ζήτημα και γενικά 19 Με τον τρόπο του Παπαδιαμάντη, επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, εκδόσεις Κέδρος (εξα-ντλημένο).25ΕΙΣΑΓΩΓΗ
την ιστορία της λογοτεχνίας κατά την Κατοχή και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια· καλύπτεται έτσι ένα υπαρκτό κενό. Χαρακτηριστικό είναι, ας πούμε, ότι στο βιβλίο της για τη λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950,20 η Αγγέλα Καστρινάκη παραθέτει αποσπάσματα από κατοχικά χρονογραφήματα του Βάρναλη ερανισμένα από τις εύστοχες περιλήψεις της Λουκίας Μαρκεζέλι και όχι από το πρωτότυπο.Οι απόψεις του Βάρναλη για τη γλώσσαΛόγω και της ιδιαίτερης ενασχόλησής μου με τη γλώσσα και την ιστορία του γλωσ-σικού ζητήματος στην Ελλάδα, θεώρησα σκόπιμο να εξετάσω πιο αναλυτικά, σε ιδιαίτερη ενότητα, τις απόψεις του Βάρναλη για τη γλώσσα, όπως προκύπτουν από τα χρονογραφήματα του παρόντος τόμου. Ο Βάρναλης ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει το 1902 και αμέσως βρέθηκε στη δίνη του γλωσσικού ζητήματος, σε μια εποχή που γίνονταν διαδηλώσεις για τη γλώσσα και χυνόταν αίμα (το 1901 στα Ευαγγελικά και το 1903 στα Ορεστειακά) και που οι καθαρευουσιάνοι κατηγορούσαν τους δημοτικιστές (τους «μαλλιαρούς») για πρά-κτορες των Σλάβων και εχθρούς της πατρίδας. Αρχικά καθαρευουσιάνος, γρήγορα έγινε δημοτικιστής και συνεργάστηκε με τον Νου-μά, το μαχητικό όργανο του δημοτικισμού, που εξέφραζε τις απόψεις του Ψυχάρη· δημοσίευσε στον Νουμά αλλά ποτέ δεν εντάχθηκε στον πυρήνα των «νουμαδικών». Ο Βάρναλης γνώρισε τον Ψυχάρη στο Παρίσι, όταν βρισκόταν εκεί με υποτροφία, και συνδέθηκαν φιλικά· όταν το 1925 ο Ψυχάρης επισκέφτηκε την Ελλάδα, συζήτη-σε με τον Βάρναλη για την πορεία του δημοτικιστικού κινήματος. Ξεκινώντας από τα 1905, και με συνέπεια ως το τέλος της ζωής του, ο Βάρναλης χρη-σιμοποιεί στα λογοτεχνικά του κείμενα ανόθευτη δημοτική, χωρίς παραχωρήσεις στη «μικτή» γλώσσα, πολύ κοντά στον «ψυχαρικό κανόνα», τόσο στα ποιήματα όσο και στον πεζό λόγο του (π.χ. Η αληθινή απολογία του Σωκράτη και αργότερα Το ημερολόγιο της Πηνελόπης). Δεν είναι ο μοναδικός λογοτέχνης που το κάνει αυτό, αλλά είναι ο επιφανέστερος και ο δημιουργικά μακροβιότερος. Στα μη λογοτεχνικά πεζά του, όπως και στα χρονογραφήματά του, ο Βάρναλης χρη-σιμοποιεί γλώσσα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικτή ή έστω όχι ανόθευτη δημοτική. Αυτό το παραδέχεται, όταν επιστολογράφος του τον κατηγορεί για αντί-φαση, και συνεχίζει: Αλλ’ αν ήθελε ο επιστολογράφος μου να αποδείξει πως αντι-φάσκω, θα έπρεπε να κοιτάξει το λογοτεχνικό μου έργο. Τότε θα έβλεπε πως γράφω όσο μπορώ την πιο κανονική δημοτική, ακολουθώντας τις ακόλουθες βασικές αρ-χές: 1) Από δυο όρους, που ο ένας είναι δημοτικός κι ο άλλος καθαρευουσιάνικος (έστω και δημοτικοποιημένος), προτιμώ πάντα τον πρώτο· και 2) Όσους όρους της λόγιας παράδοσης χρησιμοποιώ, τους υποτάζω πρώτα στο τυπικό και τη φθογγο-λογία της δημοτικής. Ό,τι κάνω με τις λέξεις κάνω και με τη σύνταξη. Κοιτάω να γράφω όπως ο λαός όταν ομιλεί. («Δημοτικιστικός αττικισμός Β΄», 30.1.1943). Στα χρονογραφήματα του παρόντος τόμου υπάρχουν πολλές δεκάδες αναφορές στον Ψυχάρη, ως συνειδητή υπεράσπιση της μνήμης του και κριτική σε άλλους λόγι-ους που είχαν εκφραστεί αρνητικά για τον Ψυχάρη. Μάλιστα, ενώ ο Βάρναλης είχε 20 Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, εκδ. Πόλις 2006. 26 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
στη δεκαετία του 30 διαχωρίσει το γλωσσικό έργο του Ψυχάρη από τις πολιτικά αντιδραστικές θέσεις του, στα χρονογραφήματα του τόμου αυτού στέκεται απο-κλειστικά, και εγκωμιαστικά, στην προσφορά του Ψυχάρη στον δημοτικισμό. Όμως ο Βάρναλης γράφει 10 έως 25 χρόνια μετά τον θάνατο του Ψυχάρη, όταν στον δημοτικισμό έχουν επικρατήσει πιο μετριοπαθείς φωνές και έχουν γίνει συμβιβα-σμοί σε σχέση με το ψυχαρικό πρότυπο, όπως και προσπάθειες τυποποίησης, ιδίως από τους λογοτέχνες της γενιάς του 30. Ο Βάρναλης είναι κατηγορηματικά αντίθετος με τους συμβιβασμούς του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και των δημοτικιστών της γενιάς του 30, αφού θεωρεί ότι πρόκει-ται για «μισή γλώσσα». Γράφει το 1942: Πριν είκοσι και τριάντα χρόνια απάνου στη βραχυχρόνια εξόρμηση του πολιτισμού μας να συγχρονισθεί, παρουσιαστήκα-νε οι μεγαλύτεροί μας τεχνίτες του στίχου και του πεζού λόγου. Κι αν δεν είπανε μεγάλα πράγματα, όμως φροντίζανε πολύ και το στίχο και τη γλώσσα τους. Απ’ αυτήν την άποψη μας δώσανε σελίδες αριστουργηματικές. Αλλά η εξόρμησή μας εκείνη «ανεκόπη» γρήγορα. Και ο παραδαρμός των τεχνιτών φάνηκε περισσότερο απ’ όλα στην αφροντισιά του στίχου και της γλώσσας. Ο δημοτικισμός, ένα από τα πιο προοδευτικά πνευματικά κινήματα του τόπου, έχασε όλα του τα εδάφη. Στην πρόζα και στην ποίηση εκυριάρχησε η γλωσσική αναρχία. Και η «μισή γλώσσα» (ο συμβιβασμός) έγινε το όργανο του εντέχνου λόγου.21Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βάρναλης είχε ασκήσει κριτική στις θέσεις του Τριαντα-φυλλίδη και νωρίτερα, ας πούμε στην (ανυπόγραφη, αλλά ολοφάνερα δική του) επιφυλλίδα του 1938, που τη δημοσιεύουμε στο Επίμετρο.Ωστόσο, όταν ο Τριανταφυλλίδης και η γραμματική του δέχτηκαν επίθεση από συ-ντηρητικούς καθαρευουσιάνικους κύκλους, ο Βάρναλης παραμερίζει τις διαφωνί-ες του και τον υποστηρίζει: Τη Γραμματική του κράτους τήνε χτυπήσαμε κι εμείς πολλές φορές από αυτήν εδώ τη στήλη. … Αλλά φαίνεται πως ο «κοινός κίνδυνος» πρέπει να μας ενώσει όλους σε μια κοινή κι οργανωμένη άμυνα.22Το ίδιο άλλωστε συνέβη και με την υπόθεση του καθηγητή Ιω. Κακριδή, ο οποίος είχε «τολμήσει» να εκδώσει μια ομιλία του σε μονοτονικό σύστημα το 1941. Ενώ στο πρώτο χρονογράφημά του (11.2.42) ο Βάρναλης κρίνει ότι «η καινοτομία του κ. Κα-κριδή είναι τελείως ανώδυνη» και στο επόμενο (31.5.42) ότι η διάλεξη του Κακριδή «αν καινοτομεί ως προς τη γραφή δεν καινοτομεί καθόλου κατά το περιεχόμενο», από τη στιγμή που οξύνθηκαν οι εναντίον του Κακριδή διώξεις από το καθηγητικό κατεστημένο ο Βάρναλης αλλάζει στάση και συμπαραστέκεται ανεπιφύλακτα (βλ. το έξοχο σατιρικό «Η δίκη των τόνων» στις 28.11.42 ή το χρονογράφημα της 11.6.43, όπου καταρρίπτει ένα προς ένα τα επιχειρήματα κατά του Κακριδή). Σε ένα ενδιαφέρον χρονογράφημά του, γραμμένο την ίδια περίπου εποχή ο Βάρ-ναλης κατηγορεί τους καθαρευουσιάνους ότι ενώ μιλούν για «ποθητή συνάντη-ση» δημοτικής και καθαρεύουσας, στην πράξη αρνούνται να ενσωματώσουν στην «επίσημη» γραπτή γλώσσα τους εξής τύπους της καθομιλουμένης, ώστε να επέλθει αυτή η συνάντηση:ο πληθυντικός της προσωπ. αντωνυμίας εμείς, εσείς· το θηλυκό εις -η των επιθέτων της β΄ κλίσης φρόνιμη, νόστιμη· το άρθρο οι για τα θηλυκά ονόμα-τα: οι γυναίκες· η μετοχή σε -όντας: λέγοντας, μιλώντας· τα ρήματα σε -άω: 21 «Φιλολογική συζήτηση», 17.1.1942.22 «Οι αναρμόδιοι», 22.5.1943.27ΕΙΣΑΓΩΓΗ
πονάω, μιλάω, κοιτάω· η κατάργηση της αύξησης και του αναδιπλασια-σμού των ρημάτων: πάτησα, κίνησα, μιλημένος· η πρόθεση για αντί διά κλπ. Όπως δέχτηκε ως τώρα η καθαρεύουσα το θα, το να, το ας και τον περιφρα-στικό παρακείμενο έχω γράψει, πρέπει να δεχτεί κι όλ’ αυτά που είπαμε κι άλλα τόσα, που είναι καταπόνηση του αναγνώστη να τα σημειώσουμε, αν θέλει να επιφέρει την «ποθητήν συνάντηση».23Σήμερα, όλοι αυτοί οι τύποι και άλλοι τόσοι έχουν ενταχθεί στην κοινή νέα ελλη-νική. Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, έχει γίνει αυτό που πρόβλεψε ο Βάρναλης σε ένα σημαντικό του χρονογράφημα: «οι λόγιες λέξεις θα υποκύψουν στο τυπικό της δη-μοτικής και όχι οι δημοτικές στο τυπικό της καθαρεύουσας» («Ποίος είναι ο γλωσ-σικός νομοθέτης», 21.12.1939). Σε πολλά από τα γλωσσικά του χρονογραφήματα, ιδίως μεταπολεμικά, ο Βάρναλης συνεχίζει μια συνήθεια που είχαν οι δημοτικιστές του Νουμά: να εντοπίζει γλωσσι-κά σφάλματα σε κείμενα γλωσσαμυντόρων καθαρευουσιάνων. Αυτή η ενασχόληση, πέρα από τη διασκέδαση, είχε σκοπό να δείξει πως ακόμα κι εκείνοι που υποστήρι-ζαν πως η καθαρεύουσα ήταν η φυσική γλώσσα του έθνους δεν μπορούσαν να τη γράψουν χωρίς λάθη –ενώ τη δημοτική όλοι την έγραφαν σωστά, άρα η δημοτική ήταν η φυσική γλώσσα του έθνους. Αυτός ο σκοπός δικαιώνει τη λαθοθηρική δραστηριότητα των δημοτικιστών, διότι δεν απέβλεπε στο να θεωρηθούν αμόρφωτοι εκείνοι που διέπρατταν λάθη, αλλά στο να καταδειχθεί η ματαιότητα της καθαρεύουσας. Ο Βάρναλης, σαν φιλόλογος που ήταν, μπορούσε βέβαια να εντοπίζει αμέσως τα γλωσσικά αστοχήματα, αλλά κρίνοντας σήμερα τις επισημάνσεις του δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε όλες. Πράγματι, συχνά εμφανίζεται να πρεσβεύει ότι όσοι χρη-σιμοποιούν καθαρεύουσα δεν επιτρέπεται να αναμιγνύουν στα κείμενά τους δημο-τικότερους τύπους, ότι οι αρχαίοι τύποι πρέπει να μένουν ανεξέλικτοι· πράγματι, ο Βάρναλης υποστηρίζει, ας πούμε, ότι οι σωστοί τύποι είναι, ας πούμε, «μεταφράστης κι όχι μεταφραστής· εγκληματίζω κι όχι εγκληματώ· εξυγιάζω κι όχι εξυγιαίνω»,24 επειδή έτσι ήταν στα αρχαία. Βέβαια, αυτό, όπως διευκρινίζει, ισχύει για τους «γλωσ-σαμύντορες» –είναι δηλαδή σαν να τους λέει ότι αν είστε συνεπείς, αφού δεν δέχεστε την εξέλιξη της γλώσσας προς τη δημοτική, δεν πρέπει να τη δεχτείτε καθόλου.Ωστόσο, τα «λαθολογικά» αυτά χρονογραφήματα, εκτός του ότι συχνά προσφέρουν αναγνωστική τέρψη, αφού είναι γραμμένα με πολύ κέφι, έχουν επίσης μεγάλο ενδι-αφέρον για τον μελετητή της γλώσσας διότι μας δίνουν μια πολύτιμη φωτογραφία της γλωσσικής χρήσης πριν από 80 χρόνια. Έτσι, για παράδειγμα, όταν ο Βάρναλης εντοπίζει σε κείμενα του 1950 λάθη τύπου «των πληγέντων περιοχών» αυτομάτως καταρρίπτεται το επιχείρημα πως αυτά τα λάθη οφείλονται τάχα στην «παρακμή της γλώσσας» μετά τη μεταπολίτευση και αντίθετα δικαιώνονται όσοι υποστηρίζουν πως πρόκειται διαχρονικά για μια προβληματική περιοχή της ελληνικής γλώσσας. Ο Βάρναλης διόρθωνε την καθαρεύουσα των γλωσσαμυντόρων και για έναν ακόμα λόγο. Πίστευε ότι στην εκπαίδευση έπρεπε να διδάσκεται η καθομιλουμένη και, όπως εύγλωττα δείχνει σε χρονογράφημα του 1954, θεωρούσε, όχι άδικα, την καθα-ρεύουσα ως ένα πρόσθετο μέσο υποταγής του λαού:Ένας λαός που δεν έχει γλώσσα είναι λαός που δεν μπορεί να σκεφτεί. Αυτό ακρι-23 «Η προστασία τους», 1.6.1943.24 «Κινεζοελληνικά», 17.9.1952.28 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
βώς θέλει κι η περίφημη ηγετική μας τάξη: να μη σκέφτεται ο λαός.25Κάτι ανάλογο υποστηρίζει, άλλωστε, στα πολλά χρονογραφήματά του από το 1950 και μετά, που έχουν ως αντικείμενο την κακή κατάσταση της εκπαίδευσης, τόσο από πλευράς έλλειψης πόρων και ανεπαρκών υποδομών όσο και λόγω του αυταρχικού πλαισίου. Βλέπει τη δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση ως δικαίωμα, που η «ηγεμών τάξη» προσπαθεί να στερήσει από τον λαό ή να το περιορίσει μόνο στο δημοτικό σχολείο. Να σημειώσουμε πάντως ότι ο Βάρναλης είναι υπέρμαχος της αυστηρότη-τας από πλευράς εκπαιδευτικών και δεν δικαιολογεί τους μαθητές που ατακτούν σε διαμαρτυρία για την αυστηρή συμπεριφορά καθηγητών τους (βλ. π.χ. «Ο κακός μαθητής», 20.12.1942).* * *Όπως και στους προηγούμενους τόμους, επειδή ο Βάρναλης συνηθίζει να διανθίζει τα χρονογραφήματά του με παραθέματα στίχων και φιλολογικές αναφορές, αλλά και με αναφορές στην πνευματικήν επικαιρότητα της εποχής, ο επιμελητής έχει πολ-λή δουλειά να κάνει, κι έτσι ο τόμος έχει εκατοντάδες υποσημειώσεις. Προτίμησα να σχολιάσω και κάποια πράγματα που ορισμένοι αναγνώστες θα τα βρουν γνωστά ή ακόμη και αυτονόητα. Πολλές φορές, ο Βάρναλης αναφέρεται σε άρθρα περιοδικών ή σε βιβλία της εποχής, τα περισσότερα από τα οποία είναι προ πολλού εξαντλημένα και εκτός κυκλοφορίας. Ωστόσο, χάρη στην ψηφιοποίηση, κάποια από τα βιβλία ή τα περιοδικά αυτά είναι πλέον διαθέσιμα στο Διαδίκτυο σε ελεύθερη πρόσβαση· επομένως, δίνω κάποιες ηλε-κτρονικές διευθύνσεις για τον φιλέρευνο αναγνώστη που θέλει να μάθει περισσότερα.Η απόφαση για θεματική οργάνωση των τόμων αναπόφευκτα βάζει τον επιμελητή σε δύσκολα διλήμματα. Δυο ή τρία χρονογραφήματα του παρόντος τόμου έχουν δημοσιευτεί και στον προηγούμενο τόμο Αττικά (Εκδόσεις Αρχείο 2016), καθώς αναφέρονται και σε τοπόσημα της Αθήνας, όπως π.χ. το «Η ‘δόξα’ των ποιητών». Έκρινα ότι δεν έπρεπε να λείπουν και από εδώ. Τα κείμενα έχουν μετατραπεί σε μονοτονικό και στη σημερινή ορθογραφία, κάτι που πιστεύω πως πρέπει να είναι ο γενικός κανόνας όταν εκδίδουμε σήμερα παλαι-ότερα νεοελληνικά κείμενα, με μια εξαίρεση: όταν έχουμε παραθέματα από κείμενα της καθαρεύουσας δεν εκσυγχρονίζω πάντα την ορθογραφία.Ευχαριστώ τον Νίκο Αλπαντάκη για την πολύτιμη τεχνική βοήθεια στην επιμέλεια. Ευχαριστώ την Ευγενία Βάρναλη που παραχώρησε τα δικαιώματα της έκδοσης, το Αρχείο Βάρναλη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη για την παραχώρηση της πρόσβασης στο υλικό του και ιδίως την Ελευθερία Δαλέζιου για την πάντα πρόθυμη βοήθεια, καθώς και την κυρία Θεανώ Μιχαηλίδου για διευκρινίσεις σχετικά με το υλικό του αρχείου. Ευχαριστώ τον φίλο Γιώργο Ζεβελάκη, που με είχε ενθαρρύνει να προχωρήσω στην έκδοση αυτών των τόμων. Σε υποσημειώσεις αναφέρω οφειλόμενες ευχαριστίες σε φίλους που μου έδωσαν χρήσιμες πληροφορίες για συγκεκριμένα ζητήματα.Τέλος, ευχαριστίες οφείλω και πάλι στην εκδότρια, τη φίλη Ηρώ Διαμαντούρου, που αγκάλιασε την ιδέα του βιβλίου και επέμεινε να μην περιοριστούμε σε μια χρο-νολογική ανθολογία αλλά να προσπαθήσουμε να εκδώσουμε το μεγαλύτερο μέρος των βαρναλικών χρονογραφημάτων σε θεματικούς τόμους, ενώ επίσης συνδιαμόρ-φωσε την επιλογή του υλικού.25 «Βαρβαροπάζαρο», 13.2.1954.29ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΥπόμνημαΤα χρονογραφήματα παρουσιάζονται με τη χρονολογική σειρά της δημοσίευσής τους. Το έντυπο στο οποίο δημοσιεύτηκε κάθε χρονογράφημα δεν αναφέρεται κάθε φορά, αλλά τεκμαίρεται εύκολα, με βάση την εξής αντιστοιχία:Πρωία 18.8.1939 - 31.8.1944Προοδευτικός Φιλελεύθερος 8.4.1950 - 25.8.1953Αυγή 16.9.1953 - 14.2.1958Τα χρονογραφήματα που δημοσιεύτηκαν στην Προοδευτική Αλλαγή το 1953 επισημαίνο-νται με αστερίσκο πλάι στην ημερομηνία που συνοδεύει τον τίτλο τους.
Φιλολογικά
193918 ΑυγούστουΟ «Ίντεξ» της Αγίας Έδρας - Τα απηγορευμένα βιβλία26Όλοι έχουμε ακούσει για τον Index της Αγίας Έδρας, τον κατάλογο δηλαδή των βιβλίων, που η ανάγνωσή τους θεωρείται επικίνδυνη για τους καλούς χριστια-νούς. Ολίγοι όμως ξέρουνε πότε για πρώτη φορά καταρτίσθηκε αυτός ο κατάλο-γος, πώς λειτουργεί ίσαμε σήμερα η υπηρεσία της σύνταξής του και ποια βιβλία περιέχει μέσα του ως απηγορευμένα. Αυτό το τελευταίο θα ήτανε πολύ δύσκολο να το ξέρει κανείς, αφού ο Κατάλογος που δημοσιεύτηκε τον περασμένο χρόνο από τον πάπα Πίο XI έχει 500 σελίδες μονάχα!Πρώτος ο πάπας Παύλος Γος (αυτός που αφόρισε το βασιλιά της Αγγλίας, τον «Κυανοπώγωνα» Ερρίκο Η΄) σκέφτηκε να λάβει μέτρα κατά της ασυδοσίας των συγγραφέων, φιλοσόφων, θεολόγων (αιρετικών φυσικά) και λογοτεχνών. Στα χρόνια του27 η τυπογραφία είχε εξελιχθεί πολύ και τα βιβλία, που η Εκκλησία τα θεωρούσε επικίνδυνα, κυκλοφορούσανε ευρύτατα. Γι’ αυτό ο Πάπας θέλησε να βάλει τέρμα σ’ αυτό το κακό. Τότε είχε συνέλθει η ιερά σύνοδος του Τριδέντου κι ανάθεσε σ’ αυτήν ο Άγιος Πατήρ να εξετάσει το ζήτημα.Η ιερά σύνοδος εσύνταξε ένα μακρότατον κατάλογο από βλαβερά βιβλία. Και τον κατάλογο αυτόν τόνε δημοσίευσε ο πάπας με τον τίτλο «Index librorum prohibitorum» που θα πει: «Κατάλογος απαγορευμένων βιβλίων».Η παραγωγή όμως βιβλίων εξακολουθούσε και μετά τη διάλυση της Συνόδου του Τριδέντου. Γι’ αυτό χρειάσθηκε να υπάρχει ένα μόνιμο σώμα, που να παρακο-λουθεί και να κρίνει την βιβλιοπαραγωγή. Ο πάπας Πίος ο Ε΄ ανάθεσε αυτήν την φροντίδα στην Ιερά Εξέταση (1571). Ίδρυσε δηλ. ένα δικαστήριο από 26 καρδινα-λίους και 35 συμβούλους (από τους οποίους οι 17 ήσαν κληρικοί) μ’ έναν πρόεδρο, μ’ ένα γραμματέα αιρετό κι έναν ισόβιο.26 Ανυπόγραφο, αλλά σίγουρα γραμμένο από τον Βάρναλη, το πρώτο δικό του χρονογράφημα στην Πρωία μετά τον θάνατο του Γ. Σερούιου. 27 Δηλαδή γύρω στα 1540.
34 ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ* * *Πώς όμως λειτουργούσε αυτό το δικαστήριο; Μέχρι του πάπα Πίου Χ (1905-1914) οι ανώτεροι οφικιούχοι της Εκκλησίας είχαν το χρέος να καταγγέλλουν στο Δικαστήριο τα επικίνδυνα βιβλία. Έτσι πολλά βιβλία ήτανε φυσικό να ξεφεύγουν την προσοχή του δικαστηρίου. Ο πάπας όμως Πίος ο Χ έβγαλε διαταγή πως κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα ν’ αναφέρει στο συμβούλιο όσα βιβλία θεωρεί επιβλα-βή στη θρησκεία. Το βιβλίο παραδίνεται σ’ έναν από τους συμβούλους. Αυτός το διαβάζει, ση-μειώνει τα επιβλαβή μέρη και κάμνει μια σχετική έκθεση. Αυτή η έκθεση μαζί με το βιβλίο θα περάσει από τα χέρια όλων των συμβούλων. Και όταν συνεδριάσει το δικαστήριο λένε τη γνώμη τους. Κατόπιν το βιβλίο, η έκθεση και η γνώμη των συμβούλων θα κριθεί από τους καρδιναλίους. Αυτοί εκδίδουνε την απόφασή τους, η οποία υποβάλλεται στον πο-ντίφικα. Κι αυτός ή επικυρώνει ή ακυρώνει την απόφαση των καρδιναλίων, ή, αν θέλει, αναβάλλει την τελική του κρίση.Όπως σ’ όλα τα δικαστήρια, έτσι και στο εκκλησιαστικό αυτό δικαστήριο του πνεύματος, οι κατηγορούμενοι μπορούνε να υπερασπίσουνε τον εαυτό τους. Υπάρχουνε αρκετοί δικηγόροι στο Βατικανό γι’ αυτή τη δουλειά.Υπάρχει καθιερωμένη συνήθεια, κάθε πάπας, άμα ανεβαίνει στο θρόνο τού αποστόλου Πέτρου, να δημοσιεύει τον κατάλογο των βιβλίων που καταδίκασε ο προκάτοχός του. Και έτσι κάθε φορά στους προηγουμένους καταλόγους ερχότανε να προστεθεί ένα νέο συμπλήρωμα. Μα ο πάπας Λέων ο ΙΓ΄ κατάργησε όλους τους έως τότε εκδομένους καταλόγους, κι αφού τους αναθεώρησε μ’ ένα πνεύμα πολύ φιλελεύθερο, εδημοσίευσε έναν καινούργιο δικό του. Απ’ αυτόν τον κατάλογο λείπουνε πολλά βιβλία, που έγιναν σπάνια και που δεν θεωρούνται επικίνδυνα αν τα διαβάζουν οι λιγοστοί σοφοί και βιβλιόφιλοι. Ο πάπας Πίος ΙΧ έκανε ό,τι κι ο προηγούμενος κι ετύπωσε δικό του κατάλογο, όχι πια στη λατινική, μα στην ιταλική γλώσσα. Αυτό είναι μια μεγάλη καινοτομία. Είναι ένα βιβλίο εις σχήμα 12ο με καμιά πεντακοσαριά σελίδες, όπως είπαμε. Μέσα σ’ αυτόν τον κατάλογο μονάχα έργα αξίας απαγορεύονται. Τα πορνο-γραφικά και γενικά όσα δεν έχουνε μεγάλη φιλολογική αξία, δεν αναφέρονται καν, για να μη γίνονται γνωστά. Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν απαγορεύονται «για την ευγένεια και την καθαρότητα της γλώσσας των· δεν πρέπει όμως να τους δια-βάζουν ανήλικα παιδιά».Όλοι οι μεγάλοι κλασικοί του 17ου αιώνα της Γαλλίας, αρχίζοντας από τον Καρτέσιο και τον Λαφοντέν και φτάνοντας στον Πασκάλ, τον Βοσσουέτο και τον Φενελόν, είναι σημειωμένοι στον κατάλογο. Επίσης όλοι οι εγκυκλοπαιδιστές: Βολταίρος, Ρουσó, Μοντεσκιέ, Ντιντερό. Εκεί μέσα είναι ο Λαμαρτίνος, ο Βίκτωρ Ουγκó, ο Σταντάλ, ο Μπεραντζέ, ο Μπαλζάκ, ο Σεντ-Μπεβ, ο Τεν, ο Φλομπέρ κτλ. Επίσης ο Λέων Ντοντέ, ο Μπέρξον, ο αβάς Ερρίκος Μπρεμόν (ο θαυμαστής του Βαλερί). Ο Ζολά όμως, ο Ανατόλ Φρανς κι ο Ντανούντζιο είναι σημειωμένοι στον κατάλογο για όλο τους το έργο. Οι δυο όμως ρομαντικοί Αλφρέδοι: ο Βινί και ο Μυσέ δεν υπάρχουν στον κατάλογο. Όσα βιβλία έχουνε σημειωμένο μπροστά στον τίτλο τους ένα σταυρό θα πει πως είναι οριστικά κι επίσημα καταδικασμένα. Όσα έχουν έναν αστερίσκο θα πει πως είναι απαγορευμένα «υπό αίρεσιν». Ο συγγραφέας τους μπορεί, αν θέλει, να σβήσει ή ν’ αλλάξει τα επικίνδυνα μέρη και τότε η απαγόρευση του βιβλίου του θα καταργηθεί.
10 ΣεπτεμβρίουΔυο μισάνθρωποι - Α΄: Ο Τίμων του ΛουκιανούΤώρα, που εκατομμύρια ήρωες αρπαχτήκανε αναμεταξύ τους28, ας θυμηθούμε δυο λογοτεχνικούς ήρωες, που τα βάλανε μοναχοί τους με όλο το ανθρώπινο γέ-νος! Είναι ο Τίμων του Λουκιανού κι ο Άλκης (Alceste) του Μολιέρου.Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και κάθε… μισάνθρωπος είναι ένας ξεχωριστός κό-σμος, ένας ιδιαίτερος «μικρόκοσμος». Κι όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι κι οι… μισάν-θρωποι δεν μοιάζουν αναμεταξύ τους. Τους ενώνει ο φόβος ή το μίσος εναντίον των ομοίων τους, μα τους χωρίζει η αιτία της ψύχωσής τους.Από τους δυο «ωραίους» μισανθρώπους, που μας έδωσαν οι δυο κορυφαίοι σατιρικοί, ας ιδούμε πρώτα πρώτα τον Τίμωνα του Λουκιανού.Ο Τίμων ήτανε μια φορά πολύ πλούσιος, μα και πολύ ανοιχτοχέρης. Γι’ αυτό του πέσανε απάνω του οι διάφοροι «φίλοι» και κόλακες και του φάγανε τα λεφτά. Άμα έμεινε απένταρος, όλοι τον εγκαταλείψανε. «Πού σε είδα, πού σε ξέρω»! Κι ο δυστυ-χής φόρεσε μια προβιά, πήρε τη δικέλλα στο χέρι κι έγινε σκαφτιάς μεροκαματιάρης, «υπόμισθος οβολών τεττάρων»!29 Τόνε βρίσκουμε να σκάβει σ’ ένα χωράφι στα ριζά του Υμηττού. Μισεί τον κόσμο και τον αποφεύγει. Δε θέλει να βλέπει «πολλοὺς παρὰ τὴν ἀξίαν εὖ πράττοντας». Πικραμένος όπως είναι όχι τόσο για την κατάντια του όσο για την ατιμία των πρώην φίλων του, μια χτυπάει τη δικέλλα στο σκληρό χώμα, μια σηκώνει το κεφάλι του στον ουρανό και μουτζώνει το Δία. «Ζεῦ φίλιε καὶ ξένιε καὶ ἑταιρεῖε καὶ ἐφέστιε καὶ ἀστεροπητὰ καὶ ὅρκιε καὶ νεφεληγερέτα καὶ ἐρίγδουπε καὶ εἴ τί σε ἄλλο οἱ ἐμβρόντητοι ποιηταὶ καλοῦσι30, τι διάολο έχεις τόσους τίτλους χωρίς να έχεις και τις χάρες; Ούτε βροντάς, ούτε αστράφτεις, ούτε στέλνεις τ’ αστροπελέκι σου να κάψεις τους πονηρούς, τους επίορκους, τους ψεύτες, τους άδι-κους. Τα μάτια σου δε βλέπουν, τ’ αυτιά σου δεν ακούν, τα χέρια σου δεν κουνιού-νται, πάει, γέρασες, ζάβαλη31. Ακόμα και το ναό σου τον κλέβουνε και σένα τον ίδιο σε γδύσανε στην Ολυμπία –και συ κοτζάμ μαντράχαλος κοιμάσαι και άδικα βαστάς στο δεξί σου χέρι έναν κεραυνό… δέκα πήχες! Ξύπνα, κακομοίρη, ξαναθυμήσου τα νιάτα σου και δείξε «χολήν ανδρώδους και νεανικού Διός»… εξόν αν είναι αλήθεια αυτό που λένε οι Κρητικοί, ότι πέθανες και βρίσκεσαι θαμμένος στον Ψηλορείτη…».Ο Ζευς ακούει αυτό το βλαστημίδι και γυρίζοντας στον Ερμή:—Ποιος μωρέ είναι αυτός ο βρομιάρης με την προβιά, που σκάβει εκεί κάτου στον Υμηττό; «Λάλος άνθρωπος και θρασύς».—Μπα! Δεν τον ξέρεις τον Τίμωνα τον Εχεκρατίδου τον Κολυττέα; Πολλές φορές μας πρόσφερε θυσίες κι εκατόμβες, άλλοτε σαν ήτανε πλούσιος. —Είναι κείνος ο πολύ πλούσιος; Πώς κατάντησε έτσι;—Τον καταστρέψανε «η χρηστότης, η φιλανθρωπία και ο των δεομένων οίκτος».32 Τότε ο Ζευς διατάζει τον Ερμή να πάρει μαζί του τον Πλούτο και να πάνε αμέ-σως στον Τίμωνα. Και στο γυρισμό να του φέρει κανένα… μάστορη (έναν Τιτάνα) για να του διορθώσει τον κεραυνό, που του λείπανε μερικά δόντια!28 Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 είχε αρχίσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. 29 Όλα τα παραθέματα είναι από τον Τίμωνα του Λουκιανού. 30 Δία, θεέ της φιλίας, της φιλοξενίας και της συντροφιάς, εφέστιε, αστραπόχαρε, φύλακα των όρ-κων, συννεφομαζώχτη, βαρύβροντε και όπως αλλιώς σε ονομάζουν οι έκθαμβοι ποιητές (μετάφραση Ερμιόνης Ηλιάδου). 31 Ζάβαλης = κακόμοιρος. 32 Η καλοσύνη, η φιλανθρωπία και η συμπόνια για όσους έχουν ανάγκη. 35ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
Ο Πλούτος όμως, ο στραβός και κουτσός θεός, γκρινιάζει. Δεν θέλει να ξανα-πάει σ’ έναν άνθρωπο που δε σέβεται τον… πλούτο.—Θα πάω σ’ αυτόν να με σκορπάει πάλι στους σελέμηδες, στους κόλακες και στις εταίρες;—Μη φοβάσαι, του απαντάει ο Ζευς. Η δικέλλα τού έβαλε μυαλό! Στο δρόμο που πηγαίνανε, ο Πλούτος κάνει το εγκώμιο της… Φτώχειας.—Δεν είμ’ εγώ, που χαλάω τους ανθρώπους. Αλλά μόλις ανοίξει κανείς την πόρτα του για να με δεχτεί, ορμούνε μέσα πριν από μένα «ο τύφος33, η άνοια, η με-γαλοψυχία (= η υπεροψία), η μαλακία (=η τεμπελιά), η ύβρις (αλαζονεία), η απάτη και άλλα μύρια». Ενώ τους φτωχούς τους παραστέκονται όλες οι αρετές: ο Πόνος (=δουλειά), η Καρτερία, η Σοφία και η Ανδρεία».Μόλις τους είδε από μακριά ο Τίμων σήκωσε τη δικέλλα του:—Τι ζητάτε εδώ, καταραμένοι; Τι ερχόσαστε να με φορτωθείτε; Ξεσκουμπι-σθείτε γρήγορα! «Πάντας γαρ άμα και ανθρώπους και θεούς μισώ»!—Όχι νεύρα! Μας έστειλε ο Ζευς. Απ’ εδώ είναι ο Πλούτος. Θα σε κάνει τον πλουσιότερο απ’ όλους τους ανθρώπους. —Δεν έχω ανάγκη. Εδώ βγάζω το ψωμί μου καλά, «ουδέν ορών των εν άστει κακών». Πάρ’ τον γρήγορα, Ερμή, τον Πλούτο σου και ξαναπήγαινέ τον από κει που ήρθε. Οι δυο όμως απεσταλμένοι του Διός επιμένουν να δεχτεί. Είναι ανώτερη δια-ταγή. Και τότε ο Τίμων δέχεται να σκάψει τη γης για να βρει το μεγάλο θησαυρό!...—«Ω Ζευ τεράστιε… πόθεν τοιούτον χρυσίον επίσημον (λίρες δηλαδή!), υπέρυ-θρον και βαρύ;»… Α! από τώρα και στο εξής θα είμαι θηρίο σε όλους. Θα ζω μόνος μου σα λύκος. Καμιά λύπηση για κανένα! Κι όταν ιδώ να πνίγεται κανένας στο πο-τάμι, όχι μονάχα δε θα τόνε σώσω, παρά και θα του χώσω το κεφάλι βαθύτερα στο νερό… Αλλά τι βλέπω; Πω! Πω! Τρεχάλα! Ποιοι είναι αυτοί που έρχονται από πα-ντού λαχανιασμένοι και κατασκονισμένοι; Πώς το μυριστήκανε το χρυσάφι! Μπα! Να τος ο κόλακας ο Γναθωνίδης. Όταν στις φτώχειες μου του ζήτησα ένα οβολό, μου’ δωσε… σκοινί να κρεμαστώ!—«Χαίρε Τίμων ευμορφότατε και ήδιστε και συμποτικώτατε».—Και συ γε, γυπών απάντων βορώτατε!...34Και τόνε στρώνει μπρος με τη δικέλλα.Έρχεται κατόπιν ο Φιλιάδης, «κολάκων απάντων βορώτατος». Κι αυτόν, μό-λις ζύγωσε, του άνοιξε το κεφάλι με τη δικέλλα.Απ’ όλους όμως πιο κατεργάρης είναι ο ρήτωρ Δημέας. Σ’ αυτόν ο Τίμων είχε δώσει 16 τάλαντα για να τον βγάλει από τη φυλακή. Κι όταν αργότερα ο Δημέας μοίραζε τα θεωρικά στην Ερεχθηίδα φυλή, και παρουσιάστηκε κι ο Τίμων να πά-ρει τον οβολό του, ο Δημέας τον έδιωξε:—Δε σε ξέρω για Αθηναίο πολίτη!Αυτός λοιπόν ο Δημέας τού φέρνει ψήφισμα του δήμου Αθηναίων, που μ’ αυτό του εκφράζουν οι συμπολίτες του την ευγνωμοσύνη τους για τις μεγάλες του υπη-ρεσίες στην… πατρίδα: επειδή νίκησε στους ολυμπιακούς αγώνες στην πάλη, στο μποξ, στο άρμα κτλ. και γιατί έσφαξε «δυο μοίρας Πελοποννησίων».—Για στάσου, του λέει, εγώ δεν πήγα ποτές στην Ολυμπία.—Θα πας κάποτε, του απαντάει ο θρασύς Δημέας.33 Η περηφάνια. 34 Πιο αχόρταγε απ’ όλους τους γύπες.ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ36
—Μα εγώ, επειδή δεν έχω όπλα, δεν είμαι γραμμένος στον κατάλογο των στρατευσίμων.—Δεν έχει σημασία.Κι εξακολούθησε: Γι’ αυτά όλα ο δήμος απεφάσισε να σου στήσει χρυσό αν-δριάντα στην Ακρόπολη με τον κεραυνό στο δεξί σου χέρι και με εφτά χρυσές αχτίνες στο κεφάλι… Κι εγώ προς τιμή σου «βάφτισα» το γιο μου Τίμωνα!—Μα που δεν είσαι παντρεμένος!—Άμα παντρευτώ και κάνω παιδί, Τίμωνα θα το βαφτίσω!Για απάντηση ο Τίμων τον αρχίζει κι αυτόν με τη δικέλλα.Εν τω μεταξύ τρέχουνε κι άλλοι «τρακαδόροι», ο φιλόσοφος Θρασυκλής, ο Βλεψίας, ο Λάχης, ο Γνίφων «και όλον το σύνταγμα των οιμωξομένων».35Ο Τίμων ανεβαίνει σ’ ένα βράχο, μαζεύει πέτρες γύρω του και τους βάζει μπρο-στά. Αν φεύγουν αυτοί, θα ξανάρθουν άλλοι. Υποθέτω πως σ’ όλη του τη ζωή ο Τίμων δεν θα κάνει άλλη δουλειά παρά να πετροβολάει.11 ΣεπτεμβρίουΔυο μισάνθρωποι - Β΄: Ο «Μισάνθρωπος» του ΜολιέρουΠερίεργο πράμα. Ο «Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, το αριστούργημα του με-γαλυτέρου κωμικού των νεοτέρων χρόνων, δεν είναι κωμωδία. Οι σύγχρονοι του ποιητού δεχτήκανε το «Μισάνθρωπό» του ως κωμωδία χαρακτήρων. Οι κατοπινοί ανακαλύψανε, πως ήτανε μάλλον ένα αισθηματικό δράμα!Ο Μολιέρος ήθελε να μιλήσει εναντίον των ηθών της εποχής του. Και γι’ αυτό διάλεξε ως τύπο ένα μισάνθρωπο. Δε μπορούσε να χρησιμοποιήσει καλύτερο… μεγάφωνο για το σκοπό του. Και για να του οξύνει την καταφορά του ενάντια στους ανθρώπους, για να τον κάνει δηλ. πιο νευρικό κι ευερέθιστο, τον βάζει ν’ αγαπάει μια γυναίκα φοβερή, κοκέτα, που φλερτάρει μ’ όλον τον κόσμο, αλλά και κουτσομπολεύει όλον τον κόσμο. Έτσι η ωραία αυτή φαρμακόγλωσσα, η Σελιμέ-νη, συμπληρώνει τον φαρμακόγλωσσο Άλκη. Ο Άλκης βρίζει όλους τους άντρες, η Σελιμένη όλες τις γυναίκες –κι έτσι οι δυο τους ξετινάζουν ολάκερο το… Σύμπαν! Λέω σύμπαν, γιατί οι κατηγόριες του Μολιέρου ενάντια στην εποχή του είναι κατηγόριες ενάντια σε κάθε εποχή. Ό,τι λέγει για την κοινωνία του 17ου αιώνα, θαρρείς το λέγει… προφητικά για την κοινωνία του 20ού.Οι μισάνθρωποι κάθε εποχής είναι τύποι αντικοινωνικοί. Είναι χαρακτήρες μο-νοκόμματοι, απόλυτοι, ασυμβίβαστοι· ένα-δυο άμα τους φταίξουνε, τα βάζουνε με ολάκερο το ανθρώπινο γένος. Τέτοιος είναι ο Τίμων του Λουκιανού κι ο Άλκης του Μολιέρου. Συγγενικοί μ’ αυτούς είναι οι δειλοί, οι ονειροπαρμένοι, οι άβουλοι, οι μοιρολάτρες, που με την ελαττωμένη τους ζωτικότητα υποφέρουνε βλέποντας να κυριαρχεί στον κόσμο η αδικία. Στις μεταβατικές μάλιστα περιόδους της ιστορί-ας αυτοί οι τύποι πληθαίνουνε. Δεν καταλαβαίνουνε τι τρέχει· είναι ανίκανοι να προσαρμοσθούν με τις νέες δυνάμεις, που προάγουν τη ζωή και ή κολλιούνται στις αντίρροπες δυνάμεις, που τραβάνε τη ζωή προς τα πίσω, ή φεύγουν από τον κόσμο. Από τον κόσμο φεύγουν και οι Τίμωνες και οι Άλκηδες, που είναι ζωντανοί τύποι, αλλά φοβερά εγωιστές. Οι μισάνθρωποι είναι οι τύποι, που μεταδίδουνε στην κοι-35 Αυτών που θα βογκήξουν. 37ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
38ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣνωνία το φόβο και την ηττοπάθεια. Ως άτομα όμως είναι άνθρωποι ακίνδυνοι. Γιατί είναι άνθρωποι αρνητικοί και κλεισμένοι στον εαυτό τους. Πάντως εκείνοι, που επι-τυχαίνουνε στη ζωή με κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, είναι περισσότερο επικίνδυνοι από κείνους, που αποτυχαίνουν και η αποτυχία τούς φθείρει… «κατ’ ιδίαν».Ο Άλκης του Μολιέρου είναι άνθρωπος ίσος, τίμιος και ειλικρινής, αλλά από-λυτος. Τον κατακαίει ο «πυρετός της εντιμότητος», όπως τον Δον Κάρλο του Σί-λερ. Υποφέρει, που όλη η κοινωνία (η δική του κοινωνία, η αριστοκρατική, γιατί η άλλη δεν υπάρχει) είναι θεμελιωμένη στην ψευτιά, στην αδικία, στον αριβισμό, στην αμάθεια και στη συκοφαντία. Ζητάει σε όλα την άκρα ισάδα, την άκρα τελει-ότητα. Και γι’ αυτό θέλει να φύγει σε μιαν ερημιά, αλάργα από τους ανθρώπους. Όμως τον κρατάει ο έρωτάς του με τη Σελιμένη. Γι’ αυτό ο φίλος του Φιλώτας, που η γνωστικάδα του κι η απάθειά του κάνουνε απότομο κοντράστο με την παράφορη ψύχωση του Άλκη, του λέγει:36Αφού μάχεσαι τα κακά μας ήθηπως αγαπάς εκείνηνε, που τα ’χει;Μήπως δε βλέπεις τα ελαττώματά της ή τα βλέπεις, αλλά τα συχωρνάς; Ο Άλκης ομολογεί, πως δε γελιέται σε τίποτα. Ομολογεί όμως ότι έχει μεγάλη αδυναμία σ’ αυτήν κι ελπίζει πως με τον καιρό θα μπορέσει να την εξαγνίσει… η φλόγα του έρωτά του. Δυστυχώς κανένας άντρας ως τώρα δεν εξάγνισε είτε με την ερωτική του φλό-γα είτε με την καλοσύνη του τη γυναίκα!Μέσα στις πέντε πράξεις της κωμωδίας ξετυλίγεται σε μοναδικές εικόνες η υποκρισία, η επιπολαιότητα, η τσαπατσουλιά των ηθών της κοινωνίας. Η Σελιμέ-νη με τη φιλαρέσκειά της και με τα ραβασάκια της μπερδεύει τόσο τα πράγματα, που όλοι την αφήνουνε και φεύγουν. Κι όταν ο τελευταίος πιστός της, ο Άλκης (κι έμεινε τελευταίος γιατί της είχε δώσει όλο του το είναι) την παρακαλεί να την πάρει αυτός, αλλά να φύγουνε μαζί σε μιαν ερημιά, εκείνη του απαντά:Ν’ αφήσω εγώ τον κόσμο και να φύγω, για να ταφώ στην ερημιά μαζί σας; Η μοναξιά τρομάζει την ψυχή μου, των είκοσι χρονώ· και δεν τολμάω να πάρω τέτοια απόφαση μεγάλη.Και τότε ο Άλκης φεύγει μοναχός του:Προδομένος εγώ κι αδικημένοςαπ’ όλους, φεύγω από τη μαύρη Κόλασηπου βασιλεύει η κάκητα, το κρίμα.Κάπου θα βρω μιαν ήσυχη γωνιά που θα μπορώ να ζήσω άνθρωπος τίμιος.* * *Στην Α΄ πράξη υπάρχει μια σκηνή, που είναι ίσως άσχετη με το κύριο θέμα μας, τη μισανθρωπία, αλλά πολύ γουστόζικη. Χαρακτηρίζει το φιλολογικό ερασι-τεχνισμό της εποχής εκείνης και της… δικής μας.Ένας από τους εραστές της Σελιμένης, ο Ορόντας, έγραψε ένα σονέτο στο πο-36 Ο Βάρναλης έχει μεταφράσει τον Μισάνθρωπο του Μολιέρου (έκδοση Ελληνικά Γράμματα). Όλα τα παραθέματα είναι από τη μετάφρασή του.
39μπώδικο και μακαρονίστικο και εκζητημένο ύφος των… καθαρευουσιάνων σχολα-στικών της εποχής. Και παρακαλεί τον Άλκη να το ακούσει και να του πει τη γνώμη του. Ο μεταφραστής37 νόμισε πως θα μπορούσε να μεταφέρει αυτό το ποίημα στην ελληνική γλώσσα μονάχα με την… καθαρεύουσα. Γιατί η ψεύτικη αυτή γλώσσα ση-κώνει με αξιοπρέπεια κάθε ασημαντολογία και γελοιότητα.Ο τίτλος του ποιήματος είναι «Ελπίς». Το ’γραψε για μια κυρία, που του έδωκε ελπίδες.Άγει και φέρει με η ελπίς.Ματαία ελπίς! Ώσπερ λεπίςεν τη καρδία μου σφηνούταικι όλον το αίμα μου κενούται. Απέναντί μου, ωραία Φυλλίςείσαι φιλόφρων κι αφελής, αν ολιγώτερον πως ήσο, θα ήτο δυσχερές να ελπίσω.Αν ούτω πως αγωνιώνμάτην προσμένω έτη όλα,με της ελπίδος τον ιόνθέλω τινάξει φευ! τα κώλα.Ελπίς, ω λέξις θεσπεσία, κατάντησες… απελπισία!38Ο Άλκης ακούγοντας αυτές τις αρλούμπες του Ορόντα γίνεται έξω φρενών, αλλά του απαντάει με τόση έξυπνη κοροϊδία, που όλη αυτή η σκηνή είναι αληθινό χάρμα λεπτού πνεύματος.Και στο τέλος του απαγγέλλει ο ίδιος ένα λαϊκό ποίημα για να του δώσει να καταλάβει τι θα πει φυσικότητα, αλήθεια, «ύφος απλό και γλώσσα απλή»:Αν μου χαρίσει το Παρίσιο βασιλιάς με το σκοπόπαντοτινά να με χωρίσει απ’ τη γυναίκα, π’ αγαπώ,αλλού θαν του ’λεγα να ορίσεικαι να κρατήσει το Παρίσικι εγώ κρατώ την αγαπώ,γι’ αυτήν τρελαίνομαι πω! πω! 14 ΣεπτεμβρίουΑντιπαιδαγωγικοί μύθοι Α΄Τώρα, που ανοίξανε τα σχολεία και οι ποδιές κι οι τσάντες τρέχουνε να λά-βουν… το «βάπτισμα της σοφίας», ξαναθυμούμαστε οι παλαιότεροι τα παιδικά 37 Δηλαδή ο ίδιος ο Βάρναλης.38 Ο Βάρναλης έχει μεταφράσει δύο φορές αυτό το σονέτο. Η μορφή που υπάρχει στα Άπαντά του είναι διαφορετική.ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ40μας χρόνια, που κάθε Σεπτέμβριο η μικρή μας ζωούλα είχε δυο μεγάλες γιορτές: τη μουσταλευριά και τα… διαλείμματα του σχολείου!Απ’ αυτή τη χρυσή εποχή δε μας μείνανε και πολλά πράγματα. Θυμούνται όμως οι περισσότεροι είτε ολάκερο είτε άκρες μέσες το ποίημα του λαγού. Όλοι οι παλαιότεροι το μαθαίνανε απέξω. Σε πολλά μάλιστα αναγνωσματάρια υπήρχε πάνω από το ποίημα και η εικόνα του λαγού. Ο λαγός της εικόνας καθότανε στα πισινά του και… ποζάριζε, ενώ ο λαγός του ποιήματος έτρεχε κουρνιαχτός, γιατί τον είχανε τουφεκίσει.Δυο στίχοι απ’ αυτό το ποίημα περάσανε στο στόμα του λαού ως παροιμία:Μπαμ! ηκούσθη στον αέρα,πλην τα βόλια πήγαν πέρα! Η παροιμία αυτή λέγεται για τους στραβοκέφαλους, που δεν παίρνουν από λόγια και κάνουν ό,τι τους γουστάρει, και για τους… ξεροκέφαλους, που δεν παίρ-νουνε χαμπάρι από διάφορες λεπτές εξυπνάδες και υπαινιγμούς, που λέγονται μπροστά τους. Για τους νεότερους, που δεν ξέρουνε το ποίημα και για τους παλαιότερους, που το ξεχάσανε, το παραθέτουμε εδώ ολάκερο:Νύχτα ο λαγός εβγήκελαχανόκηπον ευρήκε,μπαίνει μέσα και αρχίζειτην κοιλιά του να γεμίζει.Δυστυχία του, παρέκεικυνηγός με το τουφέκι.Τον πτωχόν παραμονεύειπλησιάζει και σκοπεύει.Μπαμ! ηκούσθη στον αέραπλην τα βόλια πήγαν πέρακαι το ζώον το καημένοετινάχθη τρομαγμένο.Τρέχει ο λαγός ακόμαμε το λάχανο στο στόμακι εδιδάχθη να προσέχειπού εμβαίνει και πού τρέχει!Πόση χαρά νιώθαμε, παιδιά, που τη γλίτωσε, ο λαγός! Η μοίρα του ήτανε μοίρα μας, το πάθημά του, πάθημά μας. Κι εμείς μπαίναμε στα ξένα περιβόλια και κλέβα-με τσάγαλα, μούρα ή αγίνωτα κορόμηλα. Κι όταν μας έπαιρνε μυρωδιά ο νοικοκύ-ρης και χυνότανε με τη μαγκούρα του «μπαμ! ηκούσθη στον αέρα»! Το δίναμε στα πόδια και γινόμαστε κουρνιαχτός.Γι’ αυτούς τους λόγους συμπαθούσαμε το λαγό. Μα κι ολάκερο το ποίημα παίρνει θέση υπέρ του λαγού. Του δείχνει απροκάλυπτη συμπάθεια. Τον λέγει «φτωχόν», «καημένο» και τον λυπάται («δυστυχία του!») που πλησιάζει ο κυνηγός και θα τον τρομάξει. Παράλληλα δείχνει αντιπάθεια εναντίον του κυνηγού και του… λαχανόκηπου!Για όλους αυτούς τους λόγους μάς άρεσε το ποίημα. Επιπλέον το ποίημα αυτό, παρ’ όλες τις χασμωδίες του και την ανακατεμένη γλώσσα, έχει κίνηση και δεν έχει περιττολογίες. Είναι ένα μικρό δράμα. Και κάθε στροφή, μια ξεχωριστή πράξη
41του δράματος. Γι’ αυτό το λόγο απομνημονεύεται εύκολα κι είναι πολλοί που το θυμούνται ακόμα ολάκερο, ύστερα από τρικυμισμένη ζωή… μισού αιώνα!Αλλά το ποίημα αυτό δεν έμπαινε ανελλιπώς στα αναγνωσματάρια του πα-λιού καιρού για λόγους αισθητικούς. Έμπαινε για λόγους παιδαγωγικούς. Όλη του η μορφωτική ουσία είναι το επιμύθιό του. Άμα την έπαθε ο λαγός, εδιδάχθη, όπως κι η γριά της λαϊκής παροιμίας: «άμα την έπαθε η γριά, έβαζε το μάνταλο»!Αλλά τι εδιδάχθη ο λαγός; Να προσέχει άλλη φορά, άμα μπαίνει σε λαχανόκη-πους. Να μην είναι τόσο αφελής και να μπιστεύεται στην καλοσύνη της Φύσης και των ανθρώπων. Να ’χει το νου του, όταν… τρώγει. Να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά· να βάζει αυτί κάθε τόσο μην πλησιάζουνε πατήματα κυνηγού ή σκύλου. Και δεν εδιδάχθη καθόλου, ότι δεν πρέπει να εμβαίνει στο ξένο χτήμα και να κλέβει. Κι εδώ είναι όλη η αντιπαιδαγωγικότητα του μύθου. Είναι σα να λέγει στα παιδιά: μπαίνετε όπου θέλετε και παίρνετε ό,τι θέλετε, μα να ’χετε το νου σας μη σας πιά-σουν! Σπαρτιατική ηθική! Οι νόμοι του Λυκούργου επιτρέπανε την κλεψιά, μα τιμωρούσανε τον κλέφτη, που πιανότανε σαν ηλίθιος, γιατί ρεζίλευε την… τέχνη!Το ποίημα θα ήτανε μορφωτικό, αν το λαγό τον εσκότωνε ή τον πλήγωνε όχι ο κυνηγός (που κάνει την ίδια δουλειά με το λαγό!), παρά ο νοικοκύρης, γιατί του πατήσανε την ιδιοχτησία του. Μα τότε το ποίημα θα ήτανε ανόητο. Γιατί ο λαγός δεν ξέρει από… αστικόν δίκαιον! Άμα θέλει να φάγει λάχανο, θα μπει στο λαχανό-κηπο. Δε θα κατεβεί στην αγορά να το… ψωνίσει!Αλλά βγαίνει κι ένα άλλο αντιπαιδαγωγικό συμπέρασμα. Άμα τον πυροβολή-σανε το λαγό, δεν άφησε το λάχανο και να φύγει. Αλλά το βαστούσε στο στόμα κι έτρεχε. Πρέπει λοιπόν και ο «καλός άνθρωπος», ο οποίος εδιδάχθη κτλ., άμα τον πιάνουνε σκαστό να κλέβει, να μην εγκαταλείπει τη λεία του, μα να την παίρνει μαζί του και να φεύγει…Αλλά το ποίημα έχει κι ένα άλλο λάθος. Ναι μεν οι λαγοί βοσκάνε τη νύ-χτα, όπως λέγει και το παράδειγμα του Συντακτικού («οι λαγώ της νυκτός νέμο-νται39»), οι κυνηγοί όμως δεν κυνηγάνε τη νύχτα. Και γιατί είναι δύσκολο και για-τί απαγορεύεται. Μονάχα οι λαθροθήρες κυνηγάνε τη νύχτα με ηλεκτρικό φανάρι ή στήνουνε καρτέρι στις βρύσες όπου θα πάει το ζώο να πιει. Μα τη νύχτα πώς θα μπορεί να «σκοπεύσει»;Το παιδί ή θα σχηματίσει τη λανθασμένη γνώμη, ότι επιτρέπεται τη νύχτα το κυνήγι, ή άμα ξέρει πως δεν επιτρέπεται, θα νομίσει πως ο καλός κυνηγός παρα-βαίνει τις αστυνομικές διατάξεις!16 ΣεπτεμβρίουΑντιπαιδαγωγικοί μύθοι Β΄Με την τουφεκιά, που έριξε ο ύπουλος κυνηγός επάνω στο λαγό, που γέμιζε ανυποψίαστος την κοιλιά του μέσα στον πρώτο λαχανόκηπο, δεν έφυγε μονάχα τρομαγμένο «το ζώο το καημένο» παρά και το ηθικοπλαστικό νόημα του ποιήματος.Τώρα θα ιδούμε, πώς τα παλιά αναγνώσματα του δημοτικού σχολείου δεν εί-χανε μονάχα ποιήματα αντιπαιδαγωγικά παρά και πεζές ιστορίες. Οι παλιοί συγ-γραφείς διδακτικών βιβλίων βασίζανε όλη τους τη μορφωτική προσπάθεια στη φυσική αφέλεια του παιδιού, στην άγνοια που έχει του κόσμου, στην ανικανότητα 39 Πρόκειται βέβαια για συντακτικό της αρχαίας ελληνικής (ο λαγώς - οι λαγώ). ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
τού να λογικεύεται. Κι έτσι για να τα «μορφώνουν» προσπαθούσανε να τα γελά-νε. Το αποτέλεσμα όμως ήτανε τις περισσότερες φορές αντίθετο. Προκειμένου για τη διάπλαση της παιδικής ψυχής και του παιδικού μυαλού, το μέσο που αγιάζει το σκοπό κι η καλή πρόθεση δε δικαιολογεί το κακό αποτέλεσμα.* * *Ήτανε, λέει, ένας φτωχός, που κατοικούσε σε μια χαμοκέλα αντίκρυ στο μεγα-λόσπιτο ενός πλούσιου άρχοντα. Ο φτωχός δούλευε από το πρωί ίσαμε το βράδυ και δε χόρταινε ψωμί ούτε αυτός ούτε η φαμίλια του. Ενώ ο άρχοντας καθότανε από το πρωί ως το βράδυ και δεν είχε όρεξη να φάγει –είχε χαλασμένο το στομάχι του από την πολυφαγία.Ο άρχοντας άκουγε από το μπαλκόνι του ψηλά τη γκρίνια του φτωχού. Και μια μέρα δε βάσταξε και κατέβηκε κάτου στην αυλή του γείτονά του, μόλις είχε γυρίσει από τη δουλειά, και του λέγει:—Γιατί γκρινιάζεις και κλαίγεσαι ακατάπαυστα και τα βάζεις μαζί μου; Τι σου έφταιξα; —Δουλεύω ολημερίς και προκοπή δεν έχω. Κάθεσαι ολημερίς και δε σου λείπει τίποτα. Πώς να μη γκρινιάζω, αφού βλέπω, πως ο Θεός με αδίκησε;—Δε σε αδίκησε ο Θεός. Σε έκανε πλουσιότατο, μα δεν το καταλαβαίνεις. Και να η απόδειξη: δώσ’ μου το ένα σου μάτι και σου δίνω χίλιες λίρες!—Τι έκανε λέει; Να σου δώσω το μάτι μου; Να χάσω το φως μου για να πάρω χίλιες λίρες! Και δέκα χιλιάδες λίρες να μου δώσεις, δε σου το δίνω!—Δώσ’ μου τότε το ένα σου χέρι!—Δεν είσαι καλά, μου φαίνεται. Να μείνω κουλός σ’ όλη μου τη ζωή για να πάρω χίλιες λίρες! Και δέκα χιλιάδες να μου δώσεις, πάλι δε σου το δίνω!—Δώσε μου τότε το ένα σου πόδι· το πόδι δε σου χρειάζεται στη δουλειά!—Τι λες, αφέντη! Να μείνω κουτσός σ’ όλη μου τη ζωή; Δεν το πουλάω ούτε το δαχτυλάκι μου, κι αν μου δώσεις όλους τους θησαυρούς του Σολομώντα.Τότε λοιπόν έστριψε χαρούμενος τα χέρια του ο άρχοντας και του απάντησε θριαμβευτικά:—Το βλέπεις λοιπόν, πως είσαι… εκατομμυριούχος; Αν λογαριάσεις κάθε σου μάτι, χέρι και πόδι προς 10 χιλιάδες λίρες, τότε είσαι ολάκερος καμωμένος από χρυσάφι! Δεν πρέπει λοιπόν να παραπονιέσαι. Είναι αμαρτία αντίκρα στο Θεό.Όταν τ’ άκουσε αυτά ο… πρώην φτωχός, επείσθη πως είναι πλούσιος. Κι από τότες έγινε… κατά φαντασίαν ευτυχής!Τι λογής μορφωτικό αποτέλεσμα μπορεί να βγει απ’ αυτήν την ιστορία, που ολάκερη στηρίζεται σ’ ένα σόφισμα; Ο φτωχός δεν παραπονιότανε, πως δεν είχε μάτια, χέρια ή πόδια, αλλά πως δεν είχε χρήματα.Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, που τα «κατά συνθήκην ψεύδη» τού χαλάσανε το μηχανισμό του μυαλού του, ευκολότερα μπορεί να γελαστεί απ’ αυτό το σόφισμα παρά ένα παιδί με τη φρέσκη κι άδολη αίσθησή του και με το στενότατο δεσμό του με τη φύση και την πραγματικότητα. Το παιδί ποτές δε θα πιστέψει πως είναι το ίδιο πράμα, αν ένα αχλάδι το τρώει αυτός ή ο σύντροφός του. Χειρότερη απ’ αυτήν την ιστορία του φτωχού και του πλούσιου είναι το παρα-μύθι του λύκου και τ’ αρνιού. Ήτανε, λέει, ένα αρνάκι άσπρο και παχύ. Μα πολύ άταχτο. Έτρεχε, πηδούσε δεξιά κι αριστερά κι όλο έφευγε μακριά από τη μάνα του. Η κυρά προβατίνα το ορμήνευε κάθε μέρα: να είναι φρόνιμο, να μην κάνει τρέλες και προπαντός να μην απομακρύνε-ται από κοντά της, γιατί θα το βρει ο λύκος καμιά ώρα ξεμοναχιασμένο και θα το φάει.Μα το αρνάκι έκαμνε τον κουφό. Ο ήλιος έλαμπε από πάνω, η γης ήτανε γύρω ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ42
γεμάτη πράσινη χλόη κι αγριολούλουδα, το δάσος δίπλα γεμάτο κελαδήματα και μυστήριο, γιατί λοιπόν να μην πηδάει και να χαίρεται τη ζωή του; Φανταζότανε πως η γριά τα παράλεγε!Ένα όμως βραδάκι, που είχε πάει πολύ μακριά, παρουσιάστηκε άξαφνα ο λύκος και το ’φαγε. Ηθικό συμπέρασμα: «Πρέπει τα παιδιά ν’ ακούουν τους γονείς των».Το καλύτερο όμως σχόλιο επάνω σ’ αυτό το παραμύθι το κάνανε δυο παιδά-κια. Το ένα, αφού σκέφτηκε καμπόσο, είπε:—Ήτανε άταχτο το αρνάκι και γι’ αυτό το ’φαγε ο λύκος. Αν ήτανε φρόνιμο, θα το τρώγαμε εμείς!Και το άλλο είπε:—Αν το αρνάκι ήτανε φρόνιμο, θα έμενε κοντά στη μάνα του. Και τότες, αν παρουσιαζότανε ο λύκος, θα τους έτρωγε και τους δυο!Δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα.2 ΟκτωβρίουΝεαροί αγριάνθρωποι Οι περισσότεροι δασκάλοι έχουν την συνείδησή τους εντάξει αν εκτελούνε τα καθήκοντά τους μέσα στην τοπική περιοχή, που ορίζει ο Νόμος: μέσα στην αίθου-σα της παράδοσης και στην αυλή του σκολειού. Όταν το παιδί «παίρνει τη βάση» στη βαθμολογία κι όταν κάθεται ήσυχα, δε χρειάζεται τίποτες άλλο. Στο αναμε-ταξύ περνούνε τα χρόνια, το παιδί παίρνει το χαρτί του και η κοινωνία ανοίγει τις αγκάλες της να δεχτεί πίσω, ό,τι παράδωσε πριν λίγα χρόνια στο δάσκαλο: ένα θηρίο!... Γιατί η οικογένεια γεννάει το θηρίο, η κοινωνία το εξαγριώνει περισσότε-ρο και το σκολειό το… γυμνάζει!Λέγει η παιδαγωγική πως ένα από τα στοιχειώδη καθήκοντα του σκολειού είναι να συνεργάζεται με το σπίτι! Για άλλες πολιτισμένες κοινωνίες αυτή η συνεργασία είναι ευεργετική. Γιατί και το σπίτι, όπως και το σκολειό, θέλουνε το καλό του παι-διού. Μα στους καθυστερημένους λαούς το σκολειό θέλει το καλό του παιδιού και το σπίτι δεν το θέλει. Σε τέτοιες κοινωνίες ο δάσκαλος δε μπορεί να συνεργάζεται με το σπίτι, παρά πρέπει να το πολεμάει. Τι θέλω να πω;Θέλω να πω, ότι το Ρωμιόπουλο παίρνει και από το σπίτι του και από τη γειτονιά τα πιο άγρια ένστιχτα. Σπάζει τα δένδρα, χαλάει τις φωλιές των πουλιών, πετροβολά-ει τους σκύλους και τις γάτες, βασανίζει τους τρελούς, σπάζει τα τζάμια των άδειων σπιτιών κλπ. κλπ., μ’ ένα λόγο βρίσκει τη μεγαλύτερη εσωτερική ικανοποίηση όταν καταστρέφει κι όταν κάνει τους άλλους να πονέσουν. Δεύτερος βαθμός αυτής της αγριότητας είναι η ανευλάβεια των μικρών προς τις γυναίκες και τους γέρους. Φω-νάζουνε, παλεύουνε, βρίζονται μπροστά τους κι όταν τους κάνουν την παρατήρηση, απομακρύνονται «εκτός βολής» κι αρχίζουν να τους περιγελούν και να λένε αισχρό-λογα. Δεν υπάρχουν αλητόπαιδα στην Αθήνα. Είναι παιδιά του σχολειού. Το σκολειό εστάθηκε αδύνατο να διορθώσει αυτήν την «παράδοση» της αγριότητας. Γιατί την διατηρεί και την τρέφει το σπίτι και η κοινωνία. Το σκολειό, λένε οι παιδαγωγοί, είναι δημιούργημα της κοινωνίας κι όλη η κοινωνία δημιούργημα του σκολειού.Ο πατέρας και η μητέρα περηφανεύονται όταν το παιδί τους (αν μάλιστα είναι αγόρι) σπάζει δέντρα και τζάμια, και κεφάλια των ομηλίκων του και σκοτώνει γάτες 43ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ44και σκυλιά. Το θεωρούν παλικαριά. Ένας «άντρας» πρέπει να έχει σκληρή καρδιά και να μην αφήνει τους άλλους να τον αδικούν· πρέπει να τους αδικεί αυτός. Ένας μάγκας και νταής έχει όλα τα προσόντα να προκόψει στη ζωή. Δε θα γίνει ποτές του κορόιδο. Έχουν δίκιο οι γονείς; Και φυσικά έχουν! Γιατί το δίκιο τούς το δίνει η πεί-ρα, δηλαδή η κοινωνία. Όταν λοιπόν η κοινωνία θέλει τον καταχτητή της θηρίο, θα είναι έλλειψη… στοργής από μέρους των γονιών να θέλουν τα παιδιά τους θύματα. Την άνοιξη, που ανθίζουν τα αγιοκλήματα στους φράχτες κι οι μικρούλες ακα-κίες φυτρώνουνε, είναι σπαραγμός να περνάς από τους ξεμοναχιασμένους δρόμους και να βλέπεις τα λουλούδια και τα κλαδιά κομμένα και πεταμένα χάμω. Κι είναι πράγματα, που δεν τρώγονται! Τα καταστρέφουν για την ηδονή της καταστροφής.Προχτές μια κυρία έδιωξε κάτι παιδάκια, που ξεφωνίζανε πρωί πρωί κάτω από το παράθυρό της και δεν την αφήνανε να κοιμηθεί, αφού όλη τη νύχτα είχε αϋπνία. Ένα από τα αγόρια, άμα πήγε λίγο πάρα πέρα, φοβέριξε την κυρία:—Καλά, μας διώχνεις. Μα κι εγώ θα πιάσω το Ριρή να του σπάσω τα πόδια. Τι είναι αυτός ο Ριρής; Το γατί της κυρίας. Χτες η κυρία είδε το Ριρή με σπασμένο το ένα πισινό του πόδι κι άρχισε τα κλά-ματα. Πήγε στη μάνα του μικρού να παραπονεθεί για την αιμοβορία του παιδιού της. Η μάνα την κοίταγε περιφρονητικά γελώντας. Με το γέλιο της, θαρρείς, της έλε-γε: «Ήθελες να προσβάλεις το παιδί μου κι αυτό να σ’ αφήσει έτσι; Άντρας είναι!»…Απ’ αυτά τα παιδιά θα βγει μεθαύριο ο ώριμος πολίτης, που θα σκοτώνει το άλογο του γείτονα επειδής μπήκε στο χωράφι του, που θα σφάζει τα πρόβατα του εχθρού του για να τον εκδικηθεί ή θα του κόβει τις ελιές· απ’ αυτά τα παιδιά θα βγει ο υπηρέτης, που θα του δώσεις να σφάξει μια κότα κι αυτός για να διασκεδά-σει θα της κόψει πρώτα τα πόδια, ύστερα τις φτερούγες και μετά το κεφάλι. Από αυτά τα παιδιά θα βγει ο έξυπνος της ταβέρνας, που θα ρίξει μπενζίνα επάνω στα ρούχα κανενού ζητιάνου ή τρελού και θα του βάλει φωτιά για να γελάσει η παρέα· θα βγει ο ασυνείδητος νοικοκύρης και εργάτης, που θ’ ανοίξει πηγάδι στη μέση του δρόμου ή λάκκο για ασβέστη και θα τ’ αφήσει ασκέπαστα και χωρίς φανάρι τη νύχτα για να πέσει μέσα να σκοτωθεί ο πρώτος ανύποπτος διαβάτης. —Στραβομάρα είχε; Τι φταίω εγώ!Το σκολειό ασφαλώς δε μπορεί να κάνει αγγέλους τα θηρία. Μπορεί όμως να κά-νει «εντατική καλλιέργεια» του συμπαθητικού συναισθήματος στην ψυχή των μαθη-τών και να σηκωθεί αντιμέτωπο προς την οικογένεια, που είναι το κύτταρο της κοι-νωνίας. Και το υπουργείο ας επιτρέψει το άγριο ξυλοκόπημα των άγριων παιδιών, για να μη μπορούν να παραπονιούνται οι γονείς, πως οι δάσκαλοι είναι… άγριοι!16 Οκτωβρίου Ο ΤύποςΕίδατε τι γίνεται αυτές τις μέρες στα βιβλιοπωλεία. Πατείς με πατώ σε! Είναι η εποχή των διδακτικών βιβλίων. Όλοι θέλουνε να κάνουνε πρώτοι τη δουλειά τους. Παιδιά, πατέρες, μάνες, επαρχιακοί βιβλιοπώλες ή παραγγελιοδόχοι με τη σημείω-ση στο χέρι σφίγγονται όλοι μαζί μια μάζα μπροστά στον πάγκο, ιδρώνουν, κοκ-κινίζουν, δε μπορούν να πάρουν ανάσα, κάμνουν αέρα με την εφημερίδα τους, φωνάζουν: «είναι η σειρά μου»! και κάπου κάπου, για την ποικιλία, τσακώνονται αναμεταξύ τους: «τι σπρώχνεις, κύριε»;Σ’ ένα από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία της οδού Σταδίου ο λόγιος με τα γένια ετά-
45χθη να εποπτεύει την τάξη. Βαστάει ψηλά το κεφάλι, στυλώνεται στα νύχια, περι-φέρει τα μάτια του δεξιά κι αριστερά και μαζεύει τις σημειώσεις των πελατών, τις βάζει τη μία κάτω από την άλλη κι έτσι τους δίνει σειρά.Προχθές απάνω στη φωτιά της δουλειάς μπήκε ο «τύπος». Ο έξυπνος και γου-στόζικος Μοραΐτης. Βαστούσε στο κάθε του χέρι και από ένα παιδί: το ένα επτά και το άλλο τεσσάρων χρονών. Κοντοστάθηκε λίγο μακριά κι άρχισε… να ανιχνεύει το έδαφος. Ζητούσε να βρει το αδύνατο σημείο του μετώπου για να… διασπάσει τη γραμμή. Δεν το επιθυμούσε απλώς, είχε την ακλόνητη απόφαση να κάνει τη δουλειά του γρηγορότερα και καλύτερα από τους άλλους. Καθώς έψαχνε δεξιά κι αριστερά αντίκρισε παραπέρα τον «επίσκοπο». Έτσι παρανομιάσαμε το φίλο μας το λόγιο και για τα γένια του και για τα χρέη του να επισκοπεί την τάξη. Ο Μοραΐτης μυρίστηκε αμέσως, πως ο «πατριώτης» έπρεπε να ’χει κάποια εξουσία μέσα στο βιβλιοπωλείο. Τόνε ζύγωσε.—Να με συμπαθάς, πατριώτη. Τι είσαι του λόγου σου εδώ, διανοούμενος; —Α! με προσβάλλεις! Μη λες τέτοια κουβέντα.—Γιατί;—Γιατί οι διανοούμενοι δεν είναι... σοβαροί άνθρωποι, είπε πονηρά ο διανο-ούμενος «επίσκοπος».—Μωρέ γειά στο στόμα σου! Αυτό έλεγα κι εγώ!—Τώρα τι θέλεις;—Να πάρω τα βιβλία του μικρού. Κι έδειξε το μεγαλύτερο από τα παιδιά του. —Δώσ’ μου τη σημείωση.—Τι δώσ’ μου τη σημείωση. Είμαι φτωχός άνθρωπος και τραυματίας. Σε ποιον θα… κλείσω το μάτι να μου κάνει σκόντο;—Αμ! και πόσο σκόντο θα σου κάνουν! Αστεία πράματα.—Ας είναι… έτσι για την ιδέα… Τα βλέπεις αυτά; είπε δείχνοντας τα παιδιά του. Τα έχω αβάφτιστα. Πού να βρω κουμπάρο! Σήμερα για να κάνεις τον κου-μπάρο σού χρειάζονται χίλιες ως δυο χιλιάδες δραχμές. Ντρέπουμαι και να το πω στους φίλους μου. Στο σκολειό δε θέλανε να μου τον γράψουνε τον μεγάλο. Γιατί, λέει, δεν είχε το βαφτιστικό του. —Άθεος θα ’σαι, μου είπε ο δάσκαλος.—Ρε κάνε πέρα του λέω, που θα με πεις εμένα άθεο! Δε βρίσκω κουμπάρο. Αν θες, πάρ’ το και βάφτισέ το του λόγου σου. Επιτέλους μου το γράψανε. Τα άλλα όμως παιδάκια μάθανε το μυστικό και μου… βαφτίσανε το γιο μου. Τόνε βγάλανε Αβάφτιστο. Αβάφτιστος εδώ. Αβάφτιστος εκεί. Τι να κάνω; Μη χολοσκάνεις, λέω. Όλα θα πάνε καλά!... Μα τώρα κι αυτός εδώ (έδειξε το μικρότερο των 4 χρονών) θέλει δυο και καλά να του πάρω κι αυτουνού βιβλία για να μάθει γράμματα…Ο «επίσκοπος» έσκυψε και χάιδεψε το παιδάκι.—Μα είσαι πολύ μικρός, του λέγει. Πρέπει να φας πολύ ψωμί ακόμα για να μεγαλώσεις πρώτα. Και γυρίζοντας στον πατέρα:—Μοραΐτης είσαι, πατριώτη;—Η ρίζα μου κρατάει από τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη. Μα η ιστορία τα λέει τα πράματα, όχι όπως γίνανε, παρά όπως δε γίνανε!... Και πού κατάλαβες, πως είμαι Μοραΐτης; —Από τα μάτια.—Ναι. Εμείς οι Μοραΐτες κοιτάμε τον άνθρωπο με το ένα μάτι. Το άλλο το έχουμε μισόκλειστο για να ψάχνουμε να βρούμε τι υπάρχει πίσω του ή για να συ-νεννοούμαστε με… τον διπλανό μας!ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
46ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ—Δώσε μου τώρα τη σημείωσή σου και πέρνα αύριο να πάρεις τα βιβλία. Θα σου κάνουμε και σκόντο. Την άλλη μέρα με το σούρουπο ήρθε ο φίλος πάλι με τα δυο του παιδάκια. Πήρε τα βιβλία από τον «επίσκοπο» κι ύστερα του λέγει:—Τι μου έκανες! Του είπες του μικρού, πως πρέπει να φάει πολύ ψωμί για να μεγαλώσει. Το πήρε τοις μετρητοίς. Δεν τον προφταίνω ψωμί! Α! αυτός θα γίνει.. διανοούμενος… παρακαλώ… διανοούμενος άντρας!30 Οκτωβρίου Ελληνικά αλαμπουρνέζικαΚαλά εμείς! Έτσι μας αρέσει! Αφού επιμένουμε δυο και καλά να κάνουμε όρ-γανο για την καθημερινή μας συνεννόηση μια γλώσσα νεκρή, που το υλικό της και ο μηχανισμός της (λέξεις, τυπικό και σύνταξη) υπάρχουν μονάχα στα βιβλία, αναλαβαίνουμε και την ευθύνη όλων των βαρβαρισμών και των σολοικισμών, που κάνουμε κάθε μέρα μιλώντας ή γράφοντας σοφοί και άσοφοι, γραμματισμένοι κι αγράμματοι. Μα οι ξένοι; Με ποιο δικαίωμα μας χαλάνε την «αθάνατον ημών γλώσσαν, ήν και θεοί θα ελάλουν, αν έχρηζον ανθρωπίνης λαλιάς»;40 Δεν μας εν-διαφέρουν εδώ τα γλωσσικά λάθη, που ακούει κανείς κάθε μέρα από λαϊκούς ανθρώπους σαν τα ακόλουθα: «τα τραμ είναι… πλήρες», «έμεινε… ψύλλος κρεμάμε-νος», «ο μεν και ο δεν» κτλ. Δεν πρόκειται για τα λάθη των επιστημονικών βιβλίων και των εφημερίδων, που προμηθεύανε χρόνια στο «Νουμά» πλουσιότατο υλικό για το «Βαρβαροπάζαρό» του41. Δεν πρόκειται ακόμη για τα λάθη σοφών καθη-γητών του πανεπιστημίου, όπως η σόλοικη υποταχτική κάποιου γλωσσαμύντορος καθώς και το «μάλλον και ήττον» του ίδιου (αντί «μάλλον ή ήττον») που τ’ αλου-ποτίναξε και τα δυο αυτά λάθη ο αρχιμαλλιαρός Αλέξανδρος Πάλλης. Πρόκειται για τα λάθη που κάνουν οι ξένοι εις βάρος της αθάνατης γλώσσας μας, «ήν και θεοί θα ελάλουν κτλ.». Αυτά τα λάθη είναι εφτάψυχα. Είναι ακατάλυτα. Πραγματικά αθάνατα! Μας έρχονται συσκευασμένα από το εξωτερικό, αφού έχουνε πριν κάνει το γύρο της οικουμένης, έτοιμα και καθιερωμένα από τη χρήση πολλών ετών και τόπων και θέλουμε δε θέλουμε τους δίνουμε αμέσως την ελληνική ιθαγένεια και τα μεταχειριζόμαστε κι εμείς. Είναι τα μόνα ελληνικά που δεν τα κάνουμε λάθος!Πρόκειται για μερικούς επιστημονικούς όρους δήθεν ελληνικούς, που αν τους άκουε ο μουσικότατος θεός Παν, θα βούλωνε τ’ αυτιά του και θα έτρεχε να πιει νερό της Στυγός να φαρμακωθεί. Και όμως εμείς οι απόγονοι των προγόνων δεν νιώθουμε καμιά δυσφορία, ούτε όταν τους ακούμε ούτε όταν τους γράφουμε· γιατί λέμε και γράφουμε πολύ χειρότερα! Να μερικά παραδείγματα στην τύχη:α) Αβαρία. Τέτοια λέξη δε βρίσκεται στα λεξικά της αρχαίας ελληνικής. Μερικοί μάλιστα παραδέχονται, πως η λέξη αυτή είναι… αράπικη. Είναι μάλλον κακοφκιαγ-μένη ελληνική από το αβαρής. Όπως από το αηδής γίνεται το ουσιαστικό αηδία έτσι από το αβαρής κάνανε το ουσιαστικό αβαρία. Η λέξη όμως αβαρής σημαίνει εκείνον, που δεν έχει καθόλου βάρος ή πολύ ολίγο. Και μεταφορικά σημαίνει τον 40 Απόφθεγμα του Κωνστ. Λογοθέτη, καθαρευουσιάνου καθηγητή της Θεολογίας.41 Το περιοδικό Ο Νουμάς, όργανο του μαχόμενου δημοτικισμού στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε καθιερώσει στήλη Το βαρβαροπάζαρο, με γλωσσικά λάθη αθηναϊκών εφημερίδων. Σε πολλά επόμενα χρονογραφήματα του τόμου αυτού, ο Βάρναλης χρησιμοποιεί τον όρο.
47άνθρωπο ή το πράγμα, που δεν μας δίνει βάρος, δε μας ενοχλεί. Πώς λοιπόν η λέξη αβαρία, που θα έπρεπε να σημαίνει απουσία βάρους ή ενόχλησης, σημαίνει γενικά κάθε είδους ζημιά και ειδικά τις ζημιές, που παθαίνουνε τα πλοία και τα φορτία τους; Ο εφοπλιστής, ο έμπορος, ο νομικός κι ο ναύτης δεν αμφιβάλουνε ποτές, πως η ελληνική αυτή λέξη είναι αλαμπουρνέζικη. Τι σημαίνει όμως;42 Είναι ζωντανή. Είναι καθιερωμένη και κανείς δεν μπορεί πια να την ξεκολλήσει από τη ζωή μας. β) Ουτοπία. Κι αυτή η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά της αρχαίας. Είναι λέξη κακοφκιαγμένη από τον Άγγλο Θωμά Μορ στα 1518!43 Τήνε σύνθεσε από το στε-ρητικό oυ και τη λέξη τόπος, ενώ υπήρχε το σωστό ατοπία από το άτοπος, όπως ακαιρία από το άκαιρος. Κι όμως είναι τόσο ζωντανή κι αυτή η ουτοπία, ώστε έχει και παράγωγα ουτοπιστής, ουτοπικός και κάνει τη δουλειά της καλύτερα από το ατοπία. Λοιπόν; Θα μείνει. Άλλωστε έχει δικαιώματα τεσσάρων αιώνων!γ) Φιλοτέλεια ή φιλοτελισμός. Έτσι λέγεται η ασχολία με τη συλλογή και τη μελέτη των γραμματοσήμων. Τον όρο τον έφκιασε στραβά στα 1864 ο Ερπέν από τις ελληνικές φίλος και τέλος! Ενόμιζε ο δυστυχής, πως η λέξη τέλος σημαίνει γραμματόσημο.44 Η λέξη αυτή αφού ταξίδεψε 60 χρόνια σ’ όλον τον κόσμο, «απεβι-βάσθη» και στην Ελλάδα στα 1924 και πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα υπήκοος. Επί δεκαπέντε χρόνια ως τώρα κανένας δεν την έθιξε! Γιατί είναι αναντικατάστατη. δ) Σεξολόγος. Αυτόν τον όρο τόνε βρήκα στις αγγελίες των εφημερίδων: «Ο σεξολόγος ιατρός τάδε δέχεται κτλ.». Αυτός ο μισό γαλλικός, μισό ελληνικός όρος είναι από κείνες τις λέξεις, που οι Ρωμαίοι γραμματικοί τις ονομάζανε «ημιόνους». Τέτοιες λέξεις είναι στην αρχαία λατινική η cryptoporticus (= υπόγειος στοά), σύν-θετη από την ελληνική λέξη κρυπτός και από τη λατινική porticus (= στοά), και στη σημερινή ιατρική η λέξη ορθοπεδικός, σύνθετη από την ελληνική ορθός και από την λατινική pes-edis (= ποδάρι).45 Ο όρος σεξολόγος είναι πολύ φρέσκος. Δεν τόνε συνηθίσαμε ακόμα, γι’ αυτό μας πειράζει. Θα μπορούσαν οι Έλληνες ειδικοί να φκιάσουν έναν όρο καλύτερο. Μα θα μπορούσανε να τον επιβάλλουνε στους ξένους; Αμφιβάλω. Οι ξένοι μάς επιβάλ-λουν τα λάθη τους. Εμείς δεν μπορούμε να τους επιβάλλουμε τους σωστούς όρους. 11 Νοεμβρίου Λευκωματική φιλολογίαΤελευταία οι στήλες της «Πρωίας» ασχοληθήκανε με την ψυχολογία των λευ-κωμάτων, αυτών των τεφτεριών με τα χοντρά φύλλα πολυτελείας, με το «πλού-σιο» δέσιμο και με τα λουλούδια και τα πουλιά, που στολίζουνε τα ξώφυλλά τους. 42 Δηλαδή, τι σημασία έχει ότι η λέξη είναι αλαμπουρνέζικη. Η σύγχρονη ετυμολογική έρευνα θεωρεί την αβαρία λέξη αραβικής προέλευσης, αν και υπάρχουν προτάσεις για ελληνική αρχή της λέξης.43 Η νήσος Utopia εμφανίζεται σε κοινωνικοπολιτικό σατιρικό μυθιστόρημα του Thomas More, γραμ-μένο στα λατινικά, που κυκλοφόρησε το 1516. 44 Εδώ ο Βάρναλης αδικεί τον Γάλλο που έπλασε τη λέξη. Ο γαλλικός όρος είναι philatélie, σύνθετο από τις ελληνικές «φίλος» και «ατέλεια», αφού λειτουργία του γραμματοσήμου είναι να απαλλάσσει τον παραλήπτη από τα ταχυδρομικά τέλη. Η μετατροπή σε «φιλοτελισμό» έγινε στα ελληνικά, από παρασυσχέτιση με τη λέξη «τέλος». 45 Η διαδεδομένη αυτή άποψη δεν είναι σωστή. Η λέξη πλάστηκε στα γαλλικά από τον γιατρό Nicolas Andry το 1741, ο οποίος στον πρόλογο του βιβλίου του δηλώνει ρητά ότι έπλασε τον όρο orthopédie από τις ελληνικές λέξεις «ορθόν» και «παιδίον». ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
48ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣΤα κορίτσια του παλιού καιρού τα συνηθίζανε πολύ. Εκεί μέσα έβρισκε το τελευταίο του καταφύγιο ο ρομαντισμός με την καθαρεύουσά του και με τα «εκ προμελέτης» δάκρυά του, αφού πια τον είχε διώξει η ζωή κι έμεινε ο δύστυχος χωρίς «πτερόν εις τον πίλον»46 και χωρίς γλώσσα στο στόμα! Σ’ όλα αυτά τα παι-δικά λευκώματα έβρισκε κανείς τα ίδια πράματα: τα νεότερα αντιγράφανε από τα παλαιότερα. Ποιος δε θυμάται κάτι τέτοια:Εις σημείον αιωνίαςκαι παντοτινής φιλίαςτ’ όνομα μου εγχαράττω,ως το βλέπεις υποκάτω.Ή:Ο χωρισμός είναι χειμών ψυχών ηγαπημένωνπλην πάλιν και αντάμωσις εις έαρ ανθισμένονΉ:Αν θάλασσα περάσειςκαι ποταμόν διαβείς την φίλην σου Μαρίαν ποτέ μη λησμονείς!Όλοι κλαίγανε για τη ματαιότητα της ζωής, την αστάθεια της φιλίας και του έρωτα, το εφήμερο της ευτυχίας και την… αιωνιότητα του Θανάτου και της Φθο-ράς! Γιατί; Ήτανε ομαδικό παραλήρημα. Όμως κάθε ομαδικό φαινόμενο έχει αιτίες έξω από το άτομο. Πρώτα πρώτα ο ολοφυρόμενος ρομαντισμός πριν μια γενεά ήτανε μόδα. Κι όταν μία μόδα περάσει για την ανώτερη τάξη, μένει στην κατώτερη και στα παιδιά. Έπειτα η νεότητα στην κρίσιμη ηλικία των 13-15 χρόνων κατα-κυριεύεται από αόριστες ανησυχίες. Είναι η στιγμή που αναδύεται μέσα από το χάος του οργανικού και ψυχικού όντος το ωριμασμένο γενετήσιο ένστικτο. Αυτή η «στιγμή» είναι επικίνδυνη για τα παιδιά και των δύο φύλων. Γιατί η κοινωνία φροντίζοντας να σώσει το πρωταρχικό της συστατικό κύτταρο, την οικογένεια, βάζει φραγμούς στην εκδήλωση του γενετήσιου ένστικτου και το υποβάλλει σε πειθαρχία. Αυτό το veto είναι πιο έντονο σε κοινωνικές μορφές καθυστερημένες και συντηρητικές και προπάντων στα μικρά μέρη. Τότες η νεότητα κυριεύεται από μελαγχολία. Δεν έχει επίγνωση του τι συμβαίνει μέσα της· νιώθει όμως τον συ-ναισθηματικόν αντίκτυπο της απαγόρευσης. Από τη μια μεριά όλα τής φαίνονται ωραία: τα βουνά, τα δέντρα, οι κάμποι, οι θάλασσες, οι ήλιοι και τα φεγγάρια· κι από την άλλη όλα αυτά της φαίνονται μάταια κι ανώφελα, μια λαμπερή σκηνοθε-σία σ’ ένα σκοτεινό δράμα. Κι έτσι το ρίχνουνε στη μελαγχολία, την απαισιοδοξία. Κι όχι μονάχα γράφουνε πένθιμα πράματα, παρά και τα σκέφτονται ακατάπαυτα. Τώρα η ζωή στις μεγάλες πολιτείες άλλαξε ρυθμό και σύσταση. Η νεολαία κινιέται. Δε σαπίζει και δε ρεμβάζει. Έτσι δεν είναι μελαγχολική. Μπορεί να βρί-σκονται ακόμα λευκώματα στις μακρινές επαρχίες με πεισιθάνατο ρομαντισμό και με συμβατική καθαρεύουσα. Αλλά κι από κει θα λείψουν.Τώρα στην Αθήνα τη μάστιγα των παιδικών λευκωμάτων την αντικατάστη-σε η μάστιγα των φιλολογικών. Πολλά κορίτσια μαζεύουν αυτόγραφα από τους πεζογράφους και τους ποιητές, μεγάλους και μικρούς, γνωστούς και αγνώστους.Στα λευκώματα αυτά κυριαρχεί η δημοτική, η χαριτολογία και καμιά φορά κι η αληθινή συγκίνηση. Φυσικά οι περισσότεροι λόγιοί μας γράφουνε ανέμελα και 46 «Σπαθί στο πλευρόν / εις τον πίλον πτερόν», στίχος από όπερα, που τον αναφέρει ο Βάρναλης και στα Φιλολογικά απομνημονεύματα.
49βαριεστημένα ή κάνουνε πνεύμα της κακιάς ώρας. Κάποτες όμως συναντά κανείς και ποιήματα με τέχνη. Μερικά απ’ αυτά, που μου έτυχε να συναντήσω τελευταία σε φιλολογικά λευκώματα, τα δημοσιεύω γιατί αξίζουνε τον κόπο. ΕΓΚΩΜΙΟΕγώ ’μαι του πρωτόγερα παιδίκαι του πρωτόπαπα οργισμένο αγγόνιτο βράδυ έχω της χήρας το κορμίκι έχω την κόρη την αυγή, που λιώνει.Μα ξάφνου εσύ περνάς με τη μαντίλια την κεντητή σου μαργιολιές γεμάτη,μ’ αυτό σου το χαμόγελο στα χείλιαμ’ αυτό σου τ’ αλαφίσιο, ωιμέ, το μάτι.Και της ραχομηλιάς ποθώ το μήλονα το ’χω να ευωδά στ’ αρχοντικό μου·προξενιά στους δικούς σου θε να στείλωστεφάνι μου να γίνεις κι αγαθό μου, Ο αλύγιστος κι ο λεύτερος γνωρίζωτη γλύκα της σκλαβιάς, ως σ’ αντικρίζω.Μάρκος Αυγέρης ΣΤΗΝ ΚΛΕΙΩΣτο λεύκωμά σου γράψανε ως την ώρα πολλοίΚι είν’ όλοι τους γνωστοί σ’ όλη τη χώρα καλοίπου ομάδι σ’ αγαπήσανε οι τρελοί. Αλί.Κι εγώ να γράψω κάτι θέλεις τώρα! Πολλήτιμή για με! Τις χάρες σου, Πανδώρα καλήτις τρέμει ο γερο-ραμολί πολύ. Αλί!Στέφανος Ραμάς47Να κι ένα χιουμοριστικό κάποιου άγνωστου ποιητή για μια ρωμιοπούλα από τον Καύκασο:48ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΞΕ ΓΕΛΑΣΕΕυρυδίκη μου, Ευρυδίκη, να με κάψει η Θεία Δίκη, αν δε σ’ αγαπώ πιστά!Είσαι ρείκι και φιρίκι47 Ψευδώνυμο του ποιητή Μάρκου Τσιριμώκου. 48 Φυσικά, το ποίημα είναι του ίδιου του Βάρναλη! Το έγραψε στις 3 Νοεμβρίου 1939 στο λεύκωμα της νεαρής Ευρυδίκης Καραντώνη, βαφτισιμιάς του δημοσιογράφου Λουκά Καστανάκη, που είχε γνωριμίες με πολλούς λογοτέχνες. Το χειρόγραφο του ποιήματος το αναδημοσιεύουμε στο τέλος των χρονογραφημάτων. Η Ευρυδίκη αγαπούσε να μαζεύει στο λεύκωμά της χειρόγραφες αφιερώσεις και κείμενα λογοτεχνών. Το λεύκωμα έχει εκδοθεί σε βιβλίο (εξαντλημένο), με τίτλο Το λεύκωμα της Ευρυ-δίκης. Το αστείο είναι ότι την επόμενη μέρα έγραψε στο λεύκωμα η ποιήτρια Δώρα Μοάτσου, σύζυγος του Βάρναλη, προειδοποιώντας την Ευρυδίκη να μη δίνει σημασία σε γέρους που την πολιορκούν!ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
50ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣκι είμαι φρίκη!Με τα χείλη τα ζεστάμε τα μάτια τα γλυκά σου. την καραμπογιά το φρύδι,ω τσιγγάνα του Καυκάσου, μου ’γινες αρίδικι έγινα σαρίδι!49Βάλε κόκκινο τσεμπέρι, κι έλα πιάσε μου το χέρι, καλομοίρα, κακομοίρανα μου πεις το μοίρα:να μου πεις να καταλάβω,αν το γράμμα που θα λάβω, καλό θα ’ναι γιά κακό…Να πληρώνω να σ’ ακώ,Να πληρώνω να βυθώστης Λησμόνιας το βυθό!28 Νοεμβρίου 33.333 και 3!Είναι μήνες τώρα, που ο ποιητής της «Οδυσσείας» κ. Καζαντζάκης, ο ερημίτης της Αίγινας,50 ο αρχηγός των ουρανίων ταγμάτων, ο δημιουργός του Θεού και μύ-στης του 16ου βαθμού βάζει σε τραγικό δίλημμα τη σοβαρότητα της νεοελληνικής διανόησης. Κάνει εις βάρος της διάφορες φάρσες. Κι οι φάρσες του πιάνουν. Κι αυτό προξενεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση σε κείνους, που δεν έχουν σε πολύ μεγάλη υπόληψη τους γραμματισμένους της τελευταίας γενεάς. Είμαι, λοιπόν, θαυμαστής του γι’ αυτό του το κατόρθωμα. Η σκυθρωπή και θυμωμένη άρνηση του Πολίτη και του κ. Αποστολάκη51 δε μπόρεσε να έχει το αποτέλεσμα που έφερε η δική του ανοιχτόκαρδη φάρσα. Γελοιοποιώντας τη νεο-ελληνική σκέψη, θα τη γιατρέψει πολύ γρήγορα. Την καλή αρχή την έκαμε ο κ. Κ. Μπορούμε να τη συνεχίσουμε κι εμείς κι ας μην ανήκουμε στον ιερό κύκλο των μυστών της ντόπιας Διανόησης. Θα κάνουμε φάρσα της φάρσας –με το μέτρο των δυνάμεών μας. Η καλή μας πρόθεση επικαλείται την επιείκεια των αναγνωστών για το πενιχρό αποτέλεσμα. Και δε θα θυμώσει ο φίλος κ. Κ. για την ανευλάβειά μας, γιατί, όπως διακήρυξε ο ίδιος στην «περί των βαθμών της μύησης» φάρσα του, το καλό και το κακό συνεργάζονται, τα δυο γίνονται ένα και το ένα… τίποτα!49 αρίδι είναι είδος τρυπανιού, και εδώ μεταφορικά η επίμονη έγνοια, σαρίδι είναι το σκουπίδι, που μαζεύει η σκούπα. 50 Ο Νίκος Καζαντζάκης από το 1937 είχε εγκατασταθεί στην Αίγινα, στο σπίτι που διατηρείται και σήμερα στη βόρεια ακτή του νησιού και ερχόταν σπάνια στην Αθήνα. Ο ίδιος ο Βάρναλης είχε στε-νούς δεσμούς με την Αίγινα από τη δεκαετία του 1920 έως το τέλος της ζωής του. Εδώ ειρωνεύεται τις μεταφυσικές αναζητήσεις του Καζαντζάκη. 51 Ο Φώτος Πολίτης (1890-1934) και ο καθηγητής της φιλολογίας στο ΑΠΘ Γιάννης Αποστολάκης (1886-1947), επιφανείς διανοούμενοι του μεσοπολέμου και ιδεολογικοί αντίπαλοι του Βάρναλη.
Θα περιοριστούμε στην τελευταία του μονάχα φάρσα. Φάρσα… αριθμητική. Ο κ. Κ. λέγει («Νέα Εστία», τεύχ. 310, σελ. 1572)52 πως υπάρχουν δυο λογιών άν-θρωποι: οι άρτιοι 2, 4, 6… και οι περιττοί: 1, 3,5…53 Αλλά «υπάρχουν» θα πει… «δεν υπάρχουν». Γιατί σ’ έναν ανώτερο βαθμό μύησης το εγώ και το συ, το ναι και το όχι, το συν και το πλην εξαφανίζονται –γιατί στη σφαίρα αυτής της μύησης παύ-ουν να λειτουργούν οι στοιχειώδεις λογικοί νόμοι της ταυτότητος και της αντίφα-σης. «Απ’ όλους τους περιττούς (εννοεί αριθμούς) ο αριθμός 3 εξασκεί επάνω μου μια μαγική γοητεία». Γι’ αυτόν το λόγο έκαμε την «Οδύσσειά» του να έχει 33.333 στίχους. Όσο και να είναι μαγικός ο αριθμός 3, η μαγεία των στίχων δεν εξαρτάται από τον αριθμό αυτόν παρά από την ποίηση, που έχουν μέσα τους. Αλλ’ αυτό είναι άλλο ζήτημα.Εμείς βρίσκουμε πολύ μαγικότερο τον αριθμό 1. Αυτός ο 1 υπάρχει σ’ όλους τους αριθμούς και σ’ όλα τα πράγματα, ορατά και αόρατα. Και μέσα στον 3! Ενώ ο 3 δεν υπάρχει μέσα στον 1. Αν δεν έχεις το 1, δεν μπορείς να έχεις τα 3. Κι αν έχεις 3 χωρίς να έχεις το 1, δεν έχεις τίποτα. Αλλά κι αυτός ο 1 μοναχός του είναι αριθμός… λειψός. Πρέπει να ενωθεί με τον -1 για να γίνει η πλατύτερη φιλοσοφική και κοσμογονική έννοια 1-1=0. Το μηδέν είναι το άπαντο των απάντων, δεν έχει αρχή και τέλος, γι’ αυτό είναι στρογγυλό. Δύο μάλιστα μηδενικά πλαγιαστά και κολλημένα παρασταίνουνε το Άπειρο (∞).Ώστε η μονάδα είναι ανώτερη από την τριάδα και το μηδενικό ανώτερο απ’ όλους τους αριθμούς (και γι’ αυτό δεν είναι… αριθμός!) και τα δυο μηδενικά ανώ-τερα από το ένα μηδενικό!Αλλ’ ο κ. Κ. κάνει απιστίες στον ιερό αριθμό 3. Έγραψε την «Οδύσσειά» του σε δεκαεπτασυλλάβους στίχους. Αλλ’ ο 3 που διαιρεί το 33.333 δεν διαιρεί το 17. Ο δεκαπεντασύλλαβος μπορεί να διαιρεθεί με το 3, γιατί ο αριθμός των συλλαβών του είναι πολλαπλάσιον του 3. Και μπορείς να τον παραστήσεις αριθμητικά μονά-χα με τριάρια και με πολλούς τρόπους· π.χ. 3+3+3+3+3 ή (3x3) + (3+3) ή 3x (3+3)-3 ή 33-(3+3+3+3) κλπ.Επομένως ο κ. Κ. έκανε άσχημα να προδώσει τον ιερό αριθμό 3, θεωρώντας τον δεκαπεντασύλλαβο για στίχο στενόχωρο· ας έγραφε τουλάχιστο 18σύλλαβους, γιατί ο αριθμός 18 έχει μέσα του 2x3 φορές το 3! Αυτή η αριθμοφρενία (ας σημειώσουν οι ψυχογιατροί αυτόν τον όρο) δεν εί-ναι καινούργια. Οι Πυθαγόρειοι την είχανε λανσάρει εδώ και 25 αιώνες! Αυτοί λέ-γανε, πως η ουσία του κόσμου είναι ο αριθμός. Οι περιττοί αριθμοί είναι πεπερα-σμένοι, άρα… τελειότεροι από τους άρτιους, που είναι… άπειροι, άρα ατελέστεροι! Κι ο τελειότερος αριθμός απ’ όλους τους… τέλειους είναι ο 10, γιατί περιέχει μέσα του όλες τις αριθμητικές, τις γεωμετρικές και μουσικές αρμονίες: 1+2+3+4! (γιατί 1=σημείο, 2=γραμμή, 3=επιφάνεια, 4=σώμα!).Αργότερα οι γνωστικοί φιλόσοφοι είχανε την πετριά της αριθμοφρενίας. Όλοι έχουν ακουστά τον Αβρασάξ, ή Αβραξάς του Βασιλείδη.54 Είναι ο καβαλιστικός αριθμός, που εκφράζει με το άθροισμα των γραμμάτων του (κατά την αρχαία αριθμοσημαντική) τον αριθμό 365, όσοι είναι οι… ουρανοί ή οι κόσμοι.52 Πρόκειται για επιστολή του Καζαντζάκη με τίτλο «Ένα μικρό σχόλιο για την Οδύσεια», διαθέσιμη ονλάιν στη διεύθυνση: http://www.ekebi.gr/magazines/ShowImage.asp?file=66625&code=378253 Για την ακρίβεια, ο Καζαντζάκης γράφει ότι υπάρχουν δυο λογιών αριθμοί, άρτιοι και περιττοί, και δυο λογιών άνθρωποι, όσοι αγαπούν τους άρτιους και όσοι αγαπούν τους περιττούς, όπως ο ίδιος.54 Ο Βασιλείδης, κορυφαία μορφή του χριστιανικού γνωστικισμού, έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 2ο αιώνα μ.Χ.ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939 51
52ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣΑ = 1 β = 2 ρ = 100 α = 1 σ = 200 α = 1 ξ = 60________Αβρασάξ = 365Εγνώρισα έναν άλλο διάσημο φιλόσοφο –τον πλουσιότερο άνθρωπο, που εγέννησε ποτές η Γης. Επειδή οι κοινοί αριθμοί δεν ημπορούν να μετρήσουν την περιουσία του και τα βασίλειά του, εφευρήκε δικούς του. Μονάδα είναι το μύριο (= χίλια εκατομμύρια). Τα χίλια μύρια κάνουνε μια μυριάδα· οι χίλιες μυριάδες κάνουνε μια μιλλιάδα· οι χίλιες μιλλιάδες κάνουνε ένα μιλλιούνο· οι χίλιοι μιλ-λιούνοι κάνουν ένα μυριούνο. Και τελευταίος αριθμός είναι ο… άμμος, που ισο-δυναμεί με το άπειρο. Ο Αντώνης Μ. (έτσι λέγεται… ινκόγνιτο) έχει 400000 μύρια άμμους… ημισφαίρια! Προς το παρόν κάθεται στο ψυχιατρείο.55Ένας άγνωστός μου μου έστειλε το ακόλουθο…. Σάλπισμα Ε΄. Γιατί Σάλπισμα και γιατί Ε΄; Έτσι θέλει! Αντιγράφουμε:«Επιστήμονες, Πού αποδίδετε, παρακαλώ, τας κάτωθι εξισώσεις; Μεταφέρατε τα γράμματα των ονομάτων ημερών της εβδομάδας εις τας αντιστοιχούσας των αριθμητικάς δυ-νάμεις (α=1, β=2, γ=3 κλπ.) και προσθέσατε αυτάς:Πρώτη = 1442 Κυριακή = 713Δευτέρα = 963 Δευτέρα = 969Τρίτη = 872 Τρίτη = 872Τετάρτη = 1168 Τετάρτη = 1168Πέμπτη = 657 Πέμπτη = 667Έκτη = 487 Παρασκευή = 969Έβδομη = 283 Σάββατον = 1130_______ _______588856 6488- Κύριος Αμήν 899 - Κύριος Αμήν 8994989 5589Και η αριθμητική δύναμις των γραμμάτων του ονόματός μου του γεγραμμένου (Αποκάλ. Ιωάν. ΙΘ΄ 12-13) κατ’ αιτιατικήν είναι 4989 και κατ’ ονομαστικήν 5589.Εγώ λέγω ότι εγώ τα έταξα με την αρμονίαν αυτήν προ αιώνων έδωκα τοι-αύτα ονόματα εις τας ημέρας της εβδομάδας (ημέρα Πρώτη, ημέρα Δευτέρα κλπ.), ώστε η αριθμητική των δύναμις να εξισούται με την αριθμητικήν δύναμιν του ονόματός μου κατ’ αιτιατικήν και ότι ονόμασα την πρώτην ημέραν Κυριακήν, την 55 Ο Βάρναλης είχε κάνει εκτενές ρεπορτάζ στο Δημόσιο Ψυχιατρείο. Τα άρθρα του δημοσιεύτηκαν στην Πρωία και μετά στο βιβλίο Αληθινοί άνθρωποι (σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος με τον τίτλο Άνθρωποι). Για τον Αντώνη Μ. βλ. Άνθρωποι, σελ. 157 κε.56 Με όλο τον σεβασμό στον επιστολογράφο του Βάρναλη, το άθροισμα είναι 5872 και μετά την αφαίρεση γίνεται 4973.
53έκτην Παρασκευήν και την εβδόμην Σάββατον διά να δώσουν τον αριθμόν του ονόματός μου κατ’ ονομαστικήν.Σεις τι λέτε;Ageir Gramen»Εμείς τι να πούμε! Τους ξεπεράσατε όλους, Κύριε Ageir Gramen. Όλους τους περιττούς τους κάνατε… περιττότατους!11 Δεκεμβρίου Ποίος είναι ο γλωσσικός νομοθέτηςΗ δημοτική ποίηση της Μάνης είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες της νεοτέρας Ελλάδος. Γιατί η Μάνη μάς έδωσε τα περίφημα μοιρολόγια της και γιατί, ενώ σ’ όλην την άλλην Ελλάδα έχει στερέψει η πηγή της δημοτικής ποίησης από πολλά χρόνια, εκεί ακόμα διατηρείται ακμαία. Κι ακόμα αυτοσχεδιάζονται εκεί είτε μοι-ρολόγια είτε άλλα επίκαιρα τραγούδια ίσαμε σήμερα.Η γλώσσα των μανιάτικων τραγουδιών είναι εξαιρετικά ωραία και γραφι-κή. Έχει μεγάλη πλαστική δύναμη κι έκφραση, και παρ’ όλες τις επιδράσεις της σημερινής λογίας παραδόσεως, εξακολουθεί να σώζει την αγνότητά της και την αυτάρκειά της. Κι αφομοιώνει κάθε ξένο στοιχείο, που θα εισχωρήσει μέσα της και το υποβάλλει κάτου από τους αυστηρούς γραμματικούς και συντακτικούς της νόμους. Έτσι αυτά τα στοιχεία δε διασπούνε την ενότητά της και δε χαλάνε την ομοιογένειά της. Γιατί είναι πάρα πολύ μεγάλη η αφομοιωματική ζωτικότητα. Έτσι συμβαίνει με όλες τις ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις κάθε φορά που συγκρού-ονται με άλλες οπισθοδρομικές.Τα μοιρολόγια, τα ιστορικά, τα σατιρικά, τα γιορταστικά και του γδικιωμού τα τραγούδια δεν είναι όλα της ίδιας αξίας. Τα παλιότερα μοιρολόγια (σε δεκα-πεντασύλλαβο) είναι συνήθως αριστουργηματικά. Τα νεότερα (σε οχτασύλλαβους ιαμβικούς) έχουνε περισσότερο λαογραφικό και γλωσσολογικό και ψυχογραφικό ενδιαφέρο παρά αισθητικό. Αυτά τα ποιήματα όμως μας δίνουνε την συντριπτική απάντηση στο ερώτημα: πάνω σε ποια βάση θα γίνεται ο συμβιβασμός της γλώσ-σας του λαού με τη γλώσσα των λογίων; Η απάντηση αυτή είναι η εξής: οι λόγιες λέξεις θα υποκύψουν στο τυπικό της δημοτικής κι όχι οι δημοτικές λέξεις στο τυπικό της καθαρεύουσας. Αυτήν τη λύση δίνει ο λαός (δηλαδή το έθνος) κι όχι εκείνην, που δίνουνε οι μισογλωσσίτες, οι νεοδημοτικιστές, που κάνουνε την περίφημη αναπροσαρμογή της γλώσσας μας με τις «καινούργιες πραγματικότητες» εις βάρος της δημοτικής.Και να πώς δουλεύει στην πράξη αυτός ο νόμος. Φυλλομετρώντας τη συλλογή «Μανιάτικα μοιρολόγια και τραγούδια» του αλησμόνητου φίλου και ποιητή Κώ-στα Πασαγιάννη57 (1928) βρίσκουμε στα σύγχρονα δημιουργήματα της μανιάτικης Μούσας πολλά καινούργια πράγματα, που η ακριτική και κλέφτικη ποίησή μας δεν τα είχε γνωρίσει. Βρίσκουμε τις λέξεις και τις φράσεις: δικηγόρος, βουλευτά-δες, αρχαίο πρόσωπο, ωχ άριστέ μου κυνηγέ, επαρχία, βγάνω λόγο, χωρίς καμιάν υπόθεση, εύγε σας, ματαεύγε σας, σαν τετράποδα, στο λοχαγό, ν’ ανοίξουνε οι 57 Ο Κώστας Πασαγιάννης (1872-1933) ήταν κορυφαία μορφή του δημοτικισμού. Το βιβλίο του υπάρχει σε ψηφιακή μορφή στον ιστότοπο anemi.lib.uoc.gr. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
54ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣφυλακές58 κι όλα τα δικαστήρια, έκαμαν τις ανάκρισες, ανακριτής, εκλογή, να λειτουργιέται ολημερνώς, ε! τώρα φεύγω, αναχωρώ, μωρή γιατί μου τ’ αφαιρείς, που ξέρει κι αποκρίνεται, μόν’ ήτανε φευγόδικος, (υ)πόληψη, χωροφυλάκοι, πρώ-τα και δε και καταρχάς κτλ.Όλες αυτές οι λέξεις και οι φράσεις έχουνε μπει στη γλώσσα και στην πείρα του λαού από την οργάνωση του νεότερου ελεύθερου ελληνικού κράτους, που δη-μιουργήθηκε μετά την επανάσταση του 21. Δεν υπάρχουν οι παλαιοί όροι: βεζίρης, ζαπιέδες, νταϊφάς,59 φιρμάνι, πασάς, δερβέναγας κτλ. που εκφράζουνε την διοικητι-κή και στρατιωτική οργάνωση του τουρκικού κράτους. Όλοι λοιπόν οι νέοι αυτοί όροι μπήκανε στη γλώσσα του λαού κι αφομοιωθήκανε γραμματικώς.Απ’ όλες τις νέες λέξεις μονάχα τα επιρρήματα ολημερνώς και παντοτινώς (το πρώτο κατ’ αναλογίαν με το δεύτερο) διατηρήσανε τον καθαρευουσιάνικο τύπο τους. Αλλά τέτοια επιρρήματα υπάρχουνε κι άλλα στη γλώσσα του λαού όπως το στανικώς. Μπορούνε να μείνουν.Ωραίος είναι ο τύπος ανάκρισες. Αυτός ο τύπος είναι ο σωστός δημοτικός: βρύσες, σύβρασες, πράξες, δύναμες, υπόθεσες κτλ. Μέσα στα μανιάτικα μοιρολό-για βρίσκεται και η απάντηση ποιος είναι ο σωστός δημοτικός τύπος της γενικής του ενικού των ουδετέρων, που λήγουν σε α· όπως λέμε: του κυμάτου, του γαλά-του, έτσι βρίσκουμε και τους τύπους: του μαλαμάτου, του παραπονεμάτου.Είναι αληθινό ξανάσαμα να διαβάζει κανείς τα μανιάτικα μοιρολόγια και τραγούδια και μάλιστα τα νεότερα. Δυο απ’ αυτά τα νεότερα σατιρικά τ’ αντι-γράφω εδώ για να πάρει μιαν ιδέα ο αναγνώστης τού πώς αντικρίζει ως σήμερα ο Μανιάτης (και προπάντων οι Μανιάτισσες) και τα πιο πεζά πράγματα της καθη-μερινής ζωής. Το πρώτο δε θυμάμαι πού το διάβασα·60 το δεύτερο το παίρνω απ’ τη συλλογή του Κ. Πασαγιάννη.Ήρθανε, ωραία κόρη,ήρθαν οι Αμερικάνοι.Ήρθαν οι Αμερικάνοιμέρα νύχτα στο σεργιάνι.Με γαρούφαλο στο πέτο,για να παντρευτούνε φέτο.Τα κορίτσια τα καημέναβγαίνουν όξω στολισμένα.Φρούτσου φρούτσου το φουστάνι:πάρτε μας Αμερικάνοι.Μη γυρεύετε παράδεςτου διαβόλου κερατάδες!Είναι πιθανότατα τραγούδι του χορού. Οι στίχοι του τροχαϊκοί οχτασύλλα-βοι. Να και το δεύτερο, που το επιγράφει ο Πασαγιάννης: «Προξενιές» και φαίνε-ται, πως κι αυτό θα είναι τραγούδι του χορού:Ήρθαν και με ζητήσασιτρία Κατωπαγκιάτικα58 Στην εφημερίδα έχει τυπωθεί «φύλακες», αλλά προφανώς είναι τυπογραφικό λάθος. 59 ζαπτιές ή ζαπιές ο χωροφύλακας, νταϊφάς ή ταϊφάς το στρατιωτικό σώμα, το απόσπασμα. 60 Πολύ αργότερα, ο Βάρναλης χρησιμοποίησε τέσσερις στίχους από το τραγούδι αυτό ως μότο στο ποί-ημά του «Παρωδία», που περιέχεται στη συλλογή Οργή λαού, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του. Σύμ-φωνα με τον Γιώργο Ζεβελάκη, το δημοτικό τραγούδι περιέχεται σε εργασία του Φαίδωνος Κουκουλέ.
55μα κείνα ήτα61 Σταυριάτικα.Πρώτα και δε και κατ’ αρχάςο δάσκαλος ο Καβαντζάς.Δε μ’ ήθελε για λόγου τουπαρά για το ζεμπέκι του (1)Και με τη δεύτερη σειράτο Κωστάκη το ζουρλό, που πρώτο μπαίνει στο χορόκι ήτα ψηλός χρηματαντζής και κουντουνούσα οι τσέπες του·Κι αλάι (2) με το δεύτεροο Παναγιώτης του Ποτιά,που θα ’ρχεται στου ψωμαθιάν’ αράζει την μπρατσέρα του να βγαίνουν απ’ όξω στο λιακό62να καίγεται η καρδιά του.(1) Τον υπηρέτη του(2) Αμέσως24 Δεκεμβρίου ΑΩΟ΄Την 1ην Μαΐου του ΑΩΟ΄ (1870) ο Θεόδωρος Ορφανίδης, καθηγητής της Βο-τανικής και ποιητής,63 διάβασε στη μεγάλη αίθουσα του «Αθήνησι» πανεπιστημί-ου την έκθεση της κριτικής επιτροπής για το Βουτσιναίο ποιητικόν διαγωνισμό της χρονιάς εκείνης.64 Πρώτη Μαΐου! Αθηναϊκή λιακάδα. Τα μάρμαρα της αίθου-σας και των προπυλαίων αστράφτανε. Η Ακρόπολη αντίκρα ερόδιζε κι ο γαλλο-γερμανικός πόλεμος ήθελε ακόμα τρεις μήνες για να… εκραγεί· ο δε φυσιολάτρης και φθισιολάτρης Αχιλλεύς Παράσχος έδρεπε ατιμωρητί:«…ευδαίμονας ναρκίσσους εις του Μαΐου τους φαιδρούς κι ευώδεις παραδείσους»65δηλ. στο γραφείο του (αν είχε!) ή στο καφενείο.Πάντως, ο ποιητικός διαγωνισμός της πρωτομαγιάς του ΑΩΟ΄ ήτανε πολυ-ανθής και… πολυάχυρος. Θα ήτανε ατύχημα αν ο «φιλογενής αγωνοθέτης» δεν ετύπωνε «ιδία δαπάνη» την κρίση του αγώνος του. 61 ήταν.62 λιακό ή λιακωτό: ταράτσα ή βεράντα εκτεθειμένη στον ήλιο.63 Θεόδωρος Ορφανίδης (1817-1886), από τους κορυφαίους ποιητές της Α΄ αθηναϊκής σχολής αλλά και βοτανολόγος.64 Οι ποιητικοί διαγωνισμοί ήταν μέγα φιλολογικό γεγονός στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο Βουτσιναίος ποιητικός διαγωνισμός διεξήχθη με αθλοθέτη τον Ιωάννη Βουτσινά μεταξύ του 1862 και του 1877 αλλά όχι κάθε χρόνο. 65 Ο Βάρναλης αποκαλεί «φθισιολάτρη» τον Παράσχο, επειδή σε γνωστό ποίημά του είχε γράψει: «ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην» την αγαπημένη του. Ο στίχος για τους ναρκίσ-σους είχε γίνει αντικείμενο ειρωνείας επειδή οι νάρκισσοι δεν φυτρώνουν τον Μάιο. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
Ενώ έξω έλαμπε ο ήλιος, ο κοντόχοντρος εισηγητής ανέβηκε στο βήμα συννε-φιασμένος. Μπροστά στο επίσημο βήμα καθόντανε τα τρία άλλα μέλη της επιτρο-πής: ο πρύτανης Παύλος Καλλιγάς κι οι δυο καθηγητές Θεόδωρος Αφεντούλης και Γεώργιος Μιστριώτης. Μέσα στο ακροατήριο σκορπισμένες ινκόγνιτο χτυπούσαν από την αγωνία οι καρδιές των διαγωνισθέντων.Ο Ορφανίδης ήτανε θυμωμένος, που τον υποχρεώσανε να διαβάσει τόσες αμέ-τρητες βλακείες με… μέτρο κι έβγαλε το άχτι του, όσο του επέτρεπε το επίσημο βήμα και η κακή ψυχρή καθαρεύουσα: «Από τινος χρόνου μεγάλη κατάχρησις γίνεται της υπομονής των κριτών… Διά τούτον μάλιστα τον λόγον ελαττούται κατ’ έτος ο αριθμός των κριτών και αυξάνει ο των… διαγωνιζομένων».«Τριάκοντα πέντε ποιήματα υπεβλήθησαν εφέτος, τουτέστι περισσότερα των υποβληθέντων εις πάντας τους μέχρι σήμερον τελεσθέντας διαγωνισμούς». Τα ποι-ήματα αυτά ήσαν 1 «βουκολικόν», 11 λυρικά, 4 επικά, 18 δραματικά. Κι ο δυστυ-χισμένος κριτής μετράει τους στίχους, κάνει τη μεταφορά του αθροίσματος από σελίδα σε σελίδα και βγάζει τη συνολική σούμα: 47.075 στίχους, «ήτοι τριπλασίους της Ιλιάδος ολοκλήρου»!Ο εισηγητής αποφεύγει «να έμβει» στην ανάλυση των ποιημάτων αυτών για να μη κουράσει τους ακροατές του. «Το διαγώνισμα τούτο του φιλομούσου Βου-τσινά δεν αποβλέπει… προς γύμνασιν της απειρίας, αλλά προς άμιλλαν της εμπει-ρίας». «Τα ποιήματα του παρόντος διαγωνισμού διηρέθησαν εις τρεις κατηγορίας· εις τα κακά και απορριπτέα, εις μέτρια, εν οις απαντώνται ίχνη τινά αισθήσεως του καλού και εις άξια προσοχής και λεπτομερεστέρας εξετάσεως, εν οις τάσσο-νται και τα άξια επαίνου ή και γέρατος».Τον ταλαίπωρο τον κριτή τόνε βασάνισε ο πλεονασμός των δραματικών έρ-γων. «Πλέον του ημίσεος των ποιημάτων εισί δραματικά. Εκ των δραμάτων τού-των τα πλείστα εισί… τερατώδη, ξενίζοντα κατά τε την ύλην και την πλοκήν και την έκτασιν. Διατί δε χωρίς να ζει το ελληνικόν θέατρον ρέπει η Μούσα της ποιή-σεως προς το δράμα;».Ο Ορφανίδης, αν και απέφυγε «να έμβει» στην ανάλυση των έργων, αναγκά-στηκε ωστόσο ν’ αναφέρει και μερικούς στίχους από τα περισσότερα για δείγμα. Αλλά πρώτα ας παρελάσουνε μερικοί τίτλοι των έργων· είναι τόσο περίεργοι και «ξενίζοντες» ώστε είχε δίκιο ο κριτής ν’ απορεί και να εξίσταται: «Τα Βουκολικά της Βοσκίνης», «Μελέται κοινωνικαί», «Γραμμαί», «Η ηρωίς», «Συλλογή επτακαί-δεκα ωδών διαφόρων μέτρων», «Ο Γλαύκος και η Κορώνα», «Ο Αρίστων», «Θε-όδωρος και Ελευθερία», «Ρεμόνδος», «Εκδίκησις», «Ο τελευταίος Γατελούζος», «Έβρος ο Θραξ», «Η έξωσις του Ταρκυνίου», «Η Δαιμονία» κτλ. Και τώρα ας παραθέσουμε και μερικούς στίχους για να καταλάβει ο σημερινός αναγνώστης το βάθος της «υομουσίας»66 των ποιητικιζόντων νεοσσών της μακα-ρίας εκείνης εποχής:Και πλησιάσας προς αυτήν φωνάζει, ω Ελένη, συ είσαι, ω φιλτάτη μου γλυκεία…. Μελπομένη;Όπου η Ελένη γίνεται Μελπομένη, όπως και στο παρακάτου δίστιχο:Όθεν και χαίρε του λοιπού, ωραία μου Ελένη, και μη πλέον αδημονείς, γλυκεία….Μελπομένη.(«Τα βουκολικά της Βοσκίνης»)66 Λέξη του Αριστοφάνη (Ιππής), από το υς = γουρούνι. Γουρουνομουσική, χοιρωδία. ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ56
Ποία άρα είν’ αυτή, που μοχλεύει σύμπαν παν και πολλών μετεωρίζει και μετέωρα κρατεί,φέρει πάνθεον εικόνα της πανθέου μου θεάς;(«Η ηρωίς»)Όσον που και το σπαθί τουεχωρίσθηκε στη μέ- ση κι εξέφυγε κι εκείνο, που δεν ξέφευγε ποτέ.(«Δάφναι»)«Εάν ταύτα είναι δάφναι, ερωτώμεν τι δύνανται να ονομάσθωσι τεύτλα ανά-λατα;»«Ώστε τοις κύκλω αγροίς τε και λόφοις τοις παρακειμένοιςους καλλωπίζουσαι μόναι ανθούσαι αι αμυγδαλέαιως και αι αειθαλείς μηδικαί καρποφόροι μηλέαι και λεμονοκιτριαί τών εκτός της κοιλάδος ωραίων κήπων και μαγευτικών αληθώς χιακών παραδείσων».(«Συλλογή επτακαίδεκα ωδών»)Οι χασμωδίες, οι κουτσοί στίχοι καθώς και οι με περισσευούμενα ποδάρια, οι ακυρολεξίες, οι φτωχές ρίμες και τα ηλίθια νοήματα είναι οι αρετές των περισσό-τερων έργων. των χρόνων απεξήρανεν ο ήλιος τα άλλοτε με μύρα περιχρίσαντα αμβρόσιατην ύπαρξίν μου ευμειδή αισθήματα.(«Έβρος ο Θραξ»)Ριγών τε και πεινών αείπλειν ή τριάκονθ’ ημέρας του μηνός εκάστου.(«Ο αποτυχών νυμφίος»)Ο νυμφίος αυτός «υπάγει εις τον οίκον της μνηστής» του με βελάδα. Ας… υπά-γει και εις τον… Διάβολον «φαγών την χυλόπιταν»!Κι ο καταθυμωμένος εισηγητής ερωτά: «Αμάθεια παχυλή, αταξία ιδεών, άγνοια και των στοιχειωδεστέρων κανόνων του γράφειν, στέρησις φυσικής και επικτήτου αισθήσεως του καλού, άγνοια πλήρης των εν τη φύσει, είναι προσόντα διά την συγ-γραφήν ποιήσεων;»Είναι και παραείναι, φαίνεται, διά συγγραφήν υπερρομαντικών ποιήσεων εις την καθαρεύουσαν!* * *«Μετά τον εισηγητήν αναβάς το βήμα ο πρύτανης κ. Παύλος Καλλιγάς απε-σφράγισε τα δελτία των βραβευομένων και επαινουμένων ποιητών. Και του μεν «Αννίβα εν Γόρτυνι» ποιητής… εφάνη ο κ. Βερσής, του δε «Φρονήματος των Χρι-στιανών» ο και άλλοτε επαινεθείς κ. Αντωνιάδης, γυμνασιάρχης Πειραιώς.Του δε επαινεθέντος δράματος «Ο Κόμης των Σαλώνων» ανεδείχθη ποιητής ο κ. Σπυρίδων Λάμπρος, του δ’ επικού ποιήματος «Ο Θησεύς» ο κ. Αριστομένης Προβελέγκιος, αμφότεροι νεότατοι διά πρώτην φοράν επαινούμενοι». 57ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ58Ο Σπυρίδων Λάμπρος ήτανε τότε 19 ετών κι ο Προβελέγγιος 20!67Ευτυχισμένη εποχή όπου η διαφορά ανάμεσα στους κακούς και τους καλούς ποιητές δεν ήτανε και πολύ μεγάλη.25 Δεκεμβρίου Η χριστουγεννιάτικη φιλολογίαΠού και πότε δημιουργήθηκε η συνήθεια να δημοσιεύουν τα περιοδικά και οι εφημερίδες με την ευκαιρία των Χριστουγέννων το απαραίτητο χριστουγεννιάτι-κο διήγημα; Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται εδώ και πολλούς αιώνες σ’ ολάκερο τον κόσμο και ωστόσο χριστουγεννιάτικα διηγήματα ούτε γραφόντανε ούτε δη-μοσιευόντανε πριν δυο-τρεις γενεές.Το χριστουγεννιάτικο διήγημα πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αγγλία πριν ένα αιώνα. Κείνην την εποχή είχαν ιδρυθεί κι αποχτήσει ευρύτατο αναγνωστικό κοινό μεγάλα φιλολογικά περιοδικά, ως ισχυροί οικονομικοί οργανισμοί, που επλούτι-ζαν τους εκδότες των κι εξασφαλίζανε στους συνεργάτες τους γενναίες αμοιβές. Τότε αρχίσανε τα περιοδικά αυτά όχι μονάχα να στέλνονται στους ταχτικούς συν-δρομητές τους παρά να πουλιούνται και στα βιβλιοπωλεία κατά τεύχη. Κι ήτανε τόσο ενδιαφέρουσα η ύλη τους και είχανε τόσο ωραίες εικόνες, ώστε μια συνδρομή στο περιοδικό ή και ένα τεύχος μοναχό αποτελούσε ένα δώρο όχι πλούσιο, πά-ντως όμως λεπτού γούστου.Αφού λοιπόν οι αναγνώστες και οι αγοραστές των περιοδικών ήσαν περισσό-τεροι τα Χριστούγεννα, κάποιος διευθυντής περιοδικού (δεν ξέρουμε ποιος) έκανε την απλούστατη και λογική σκέψη να ευχαριστήσει κάπως ξεχωριστά τους πελάτες του αυτήν την ημέρα δίνοντάς τους ένα επίκαιρο χριστουγεννιάτικο διήγημα. Αυτή η σκέψη έπιασε τόσο πολύ, ώστε δεν έμεινε περιοδικό που να μη δημοσιεύει τα Χρι-στούγεννα το χριστουγεννιάτικό του διήγημα κι οι εκδότες προσπαθούσανε ποιος θα πρωτοαγκαζάρει τη συνεργασία των μεγαλύτερων συγγραφέων της Αγγλίας.Και να στον κατάλογο αυτών των συγγραφέων δυο θαμπωτικά ονόματα: Ντί-κενς και Θακερέι. Ο Ντίκενς δειχνότανε πρόθυμος και πολύ γρήγορα πληρωνότανε για ένα τέτοιο διήγημα τόσο μεγάλη αμοιβή, που ένας μετρημένος άνθρωπος θα μπορούσε να περάσει μ’ αυτήν ολάκερη τη χρονιά του. Ο Θακερέι ήτανε κι αυτός το είδωλο της καλής κοινωνικής τάξεως της Αγγλίας κι έπαιρνε μεγάλες αμοιβές για τα διηγήματά του. Μα ήτανε τεμπέλης. Έγραφε ζόρικα και πολλές φορές ακύρωνε τις συμφωνίες, που έκαμνε, και γύριζε πίσω την μπροστάντζα, που του δίνανε. Όταν, με τα χρόνια, τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα πληθύνανε, κάποιος εκδότης μάζεψε τα καλύτερα και τα έβγαλε σε βιβλίο με τον τίτλο «Χριστουγεν-νιάτικα διηγήματα». Ο εκδότης αυτός έκανε την τύχη του. Ένα τέτοιο βιβλίο, με καλές εικόνες και σε καλό χαρτί και με όμορφο δέσιμο, αποτελούσε το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο. Από την Αγγλία μεταδόθηκε η συνήθεια αυτή και στη Γαλλία επί της δευτέρας αυτοκρατορίας.68 Το χριστουγεννιάτικο διήγημα πέρασε τη Μάγχη κι έφτασε στο 67 Ο Σπυρίδων Λάμπρος (1851-1919) έγινε ιστορικός με σημαντικό έργο, καθηγητής πανεπιστημίου, ενώ ασχολήθηκε και με την πολιτική και διετέλεσε πρωθυπουργός το 1916. Ο Αριστομένης Προβε-λέγγιος (1850-1936), γνωστός ποιητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. 68 Δηλαδή μεταξύ 1852 και 1870.
59Παρίσι μαζί με το τσάι και την πουτίγκα κι ένα σωρό άλλες αγγλικές μόδες. Η μόδα παρέσυρε και τον μισάνθρωπο και περήφανο ποιητή Αλφρέδο ντε Βινί κι έγραψε ένα χριστουγεννιάτικο ποίημα, όπου διηγότανε το μυστικό γάμο της θυγατέρας τού Καρλομάγνου. Το ποίημα αυτό ήτανε από τα πιο αποτυχημένα έργα του ευγενικού ποιητή. Ο Θεόφιλος Γκοτιέ χάρις στη μίμηση που έκανε των λαϊκών τραγουδιών, κατόρθωσε να γράψει χριστουγεννιάτικο ποίημα, που έγινε γρήγορα αγαπητό στη Γαλλία και σχεδόν κάθε χρόνο το αναδημοσιεύουνε τα περιοδικά. Ο αληθινά με-γάλος μυθιστοριογράφος της νατουραλιστικής σχολής, ο Αλφόνσος Ντοντέ, με την ευκολία που είχε να γράφει κάθε θέμα και να συγκινιέται ειλικρινά, θα μπορούσε να σκαρώσει χριστουγεννιάτικα διηγήματα, που θα είχανε αναμφισβήτητη λογο-τεχνική αξία. Αλλ’ ο Ντοντέ απέκρουε με αηδία αυτό το «είδος». Ωστόσο «Οι τρεις μυσταγωγίες» του μπορούνε να λογαριαστούνε για χριστουγεννιάτικο διήγημα, που το διακρίνει φινέτσα και ειρωνεία και κάποια συναισθηματική αγωνία.Η μόδα βαστάει ακόμα, αλλά σε μεγάλη παρακμή. Από τη Γαλλία πέρασε και στην άλλη Ευρώπη ίσαμε τις τελευταίες της άκρες. Εδώ στην Ελλάδα άρχισε να θεωρείται, πριν τριάντα περίπου χρόνια, το χριστουγεννιάτικο διήγημα απαραί-τητο τις ημέρες αυτές στις εφημερίδες και στα περιοδικά. Συγγραφείς και δημοσι-ογράφοι βάζανε όλο τους το φιλότιμο να ευχαριστήσουν και να συγκινήσουν το νοήμον κοινόν με μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, ανάμνηση ή λαϊκή παράδοση. Σε μια εποχή, που η πνευματική μας ζωή δεν είχε ακόμα κατασταλάξει, διάβαζες όλων των ειδών τις γλώσσες κι όλων των ειδών τα σκαρώματα, από το χρονογρά-φο ίσαμε την ηθογραφία κι από την ηθογραφία ίσαμε το αληθινό διήγημα. Μέσα στο πλήθος των γνωστών και αγνώστων ονομάτων, που υπογράφανε όλα αυτά τα ετερόκλητα κι αμφιβόλου αξίας κείμενα, στέκεται στην ανώτερη λογοτεχνική κο-ρυφή το όνομα του Παπαδιαμάντη. Αυτός μας έδωσε αριστουργηματικά χριστου-γεννιάτικα διηγήματα, καθώς και πασχαλινά. Γιατί εδώ στην Ελλάδα επεκτείναμε τη συνήθεια του επικαίρου διηγήματος από τα Χριστούγεννα στην Πρωτοχρονιά κι από την Πρωτοχρονιά στο Πάσχα.31 Δεκεμβρίου «Αι ευχαί της πρωτοχρονιάς του 1870»Στα 1870 ο κ. Αντώνιος Φατσέας, «γεννηθείς» στα 1817 και «εκμετρήσας το ζην» στα 1873, θεολόγος, φιλόλογος, μαθηματικός, ποιητής και γλωσσομαθέστα-τος, απόφοιτος της Ιονίου Ακαδημίας, ήτανε καθηγητής στο Ναύπλιο. Είχε ως τότε εκδώσει μαθηματικά, γεωγραφικά, κοσμογραφικά, ιστορικά, παιδαγωγικά βιβλία κι είχε μεταφράσει το Σαλλούστιο με πολλή γλαφυρότητα και ακρίβεια. Ένα χρό-νο αργότερα (1871) εδημοσίευσε τον «Μπερτόλδο», σειρά από κωμωδίες. Ο Α. Φατσέας ήτανε δαιμόνιος άνθρωπος κι είχε για την εποχή του πολύ προοδευτικές ιδέες. Ήτανε δημοτικιστής. Στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό του 1870 είχε υποβάλει ένα σατιρικό ποίημα «Αι ευχαί της πρωτοχρονιάς του 1870». Ο Θεόδω-ρος Ορφανίδης, που έγραφε κι αυτός τις σάτιρές του σε μια συμβιβασμένη δημοτι-κή, ήταν ο εισηγητής του ποιητικού διαγωνισμού. Σε άλλο μας άρθρο μιλήσαμε για την κριτική έκθεση του εισηγητού.69 Σήμερα όμως επανερχόμεθα στο ίδιο ζήτημα 69 Βλ. το χρονογράφημα της 24.12.1939. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
60ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣόχι γιατί μας ενδιαφέρει ο διαγωνισμός, δηλ. η νοοτροπία της εποχής εκείνης και ο βαθμός της πνευματικής τότε στάθμης κριτών και αγωνιζομένων, όσο οι «Ευχές» του Αντωνίου Φατσέα. Νομίζεις, πως γραφτήκανε σήμερα.Και ιδού πώς τις κρίνει ο Ορφανίδης: «Το εις κοινήν γλώσσαν, αλλά μετ’ ευτρα-πελίας και χάριτος πολλής συγγραφέν τούτο ποίημα, δεν έχει μύθον. Υπό το πρό-σχημα απλών ευχών της πρωτοχρονιάς πολλάς της πολιτείας και των ηθών και των έξεων ημών κακίας ο ποιητής αυτών μετ’ αγαθότητος αδελφικής, ή μάλλον ειπείν πατρικής, στηλιτεύει. Πολλά και καλά συμβουλεύων αρτύει τα πάντα δι’ επιχαρί-του σωκρατικής ειρωνείας. Σκώπτει ουχί διά να λυπήσει, αλλά διά να διορθώσει. Δι’ ό και υπό το σκώμμα του διαγινώσκει τις το φρόνημα αγαθού πολίτου και ενα-ρέτου πατριώτου. Εις όλας δε τας σελίδας αυτού φαίνεται πείρα του κόσμου και θέλγητρον τοιούτον, ώστε λυπείται ο αναγνώστης, όταν φθάσει εις τον τελευταίον του ποιήματος στίχον. Ιδίως δε ησθάνθησαν ταύτην την αρετήν του οι κεκμηκότες70 κριταί, οι απαντήσαντες αυτό ως όασιν εις τας μέχρι τούδε απαριθμηθείσας ανύ-δρους και… θηριώδεις θίνας (= λόφους αμμώδεις κλπ.) της ποιητικής ερήμου.Διά να λάβει δε το φιλόμουσον τούτο ακροατήριον αληθή του πράγματος ιδέαν, πρέπει να αφήσομεν αυτόν τον ποιητήν να λαλήσει υπέρ του έργου του. Το ποίημα άρχεται ούτω»:Σαν το νερόν ο χρόνος αγαπητοί περνάει,σαν ποταμός, που τρέχει και πίσω δεν γυρνάει.Το φετινόν γεννάει το περασμένον έτος, του χρόνου θα θερίσεις ό,τι έσπειρες εφέτος.Σας εύχομαι, κορίτσια, καλά να πανδρευτείτε, κρασί να γένει ο πόντος και τα καράβια κούπεςκαι οι λαγοί ψημένοι να βγαίνουν απ’ τις τρούπες.Φιλήδονοι, τα πλούτη σας εύχομαι του Κροίσου, φιλάρεσκοι κυρίαι, τα κάλλη του Ναρκίσσου...............................................................................................Θα ευχηθώ στο έθνος να έλθει στα σωστά τουνα οικονομεί τον χρόνον και τα κεφάλαιά του, να μένει στα αρχαία ομηρικά του ήθηκαι του Χριστού η αύρα να του πληροί τα στήθη.Ο ποιητής εύχεται κατόπι να βοηθούν οι πολίτες ο ένας τον άλλον χάριν του δημοσίου καλού. Και να αγαπούν την τάξη και την πειθαρχία κι όχι να κλέβει ο ένας τον άλλο.Αν κατοικείς εις πόλιν, που είναι αναρχία,κλεπταποδόχος είναι η δόλια δημαρχίακαι πρέπει να φυλάττεις την νύκτα μη σου πάρει ο γείτων από το στάβλο το βόιδι ή το μουλάρι, σαν όρνιθα να κλειέσαι, ο ήλιος άμα δύσει,μη χάσεις την καπότα, ο γείτων μη σε γδύσει.Την νύκτα από τους πύργους καθείς με το τρομπόνι στον άντικρύ του πύργον τον αδελφόν σκοτώνει.Αλλ’ αν στην πόλιν μέσα η τάξις βασιλεύει,καθένας τη δουλειά του σαν μέλισσα γυρεύει70 εξουθενωμένοι, κουρασμένοι.
61κι οι φύλακες φυλάττουν με προσοχήν τα τείχηκι ακέραιος βαστάζει ο δικαστής την πήχη,ο κάτοικος την νύκτα αξέγνοιαστος κοιμάται, υπό της πανσελήνου το φως περιπλανάται, επάνω στη μηλιά του το μήλον θα ωρμάσει στην έπαυλιν το θέρος ο πρίγκιψ θα περάσει.Λησταί; Ποιος ετρελάθη να πάει σαν βουβάλιεις τον τουρβά μονάχος να βάλει το κεφάλι!«Περί δε το τέλος του ποιήματος, όπερ κατά μίμησιν των μουσουργών αποκαλεί ουράν, πραγματεύεται μετά της αυτής πάντοτε ευτραπελίας και περί άλλων εθνικών ζητημάτων και ιδίως περί γλώσσης. Εν αυτώ δε εκθέτει ιδέας και γνώμας διαφω-νούσας προς τας κοινώς υπό της ολομελείας των λογίων της ελευθέρας και δούλης Ελλάδος παραδεδεγμένας, αλλά διά της επαγωγού Μούσης του κατορθοί να πα-ραστήσει αυτάς κάπως ορθάς… Λυπούμεθα μη δυνάμενοι να στέψομεν τας εν αυτώ αυτοσέπτους αληθείας, διότι κωλυόμεθα υπό ρητού όρου του διαγωνίσματος…».Έτσι ο μουσοπόλος καθηγητής «φύσει αγαθός ανήρ, υπό πατριωτικών αισθη-μάτων εμπνευσθείς» είπε τα κάλαντά του στο έθνος στα 1870, αλλά τον διώξανε οι πνευματικοί νοικοκυραίοι της εποχής. Έτσι εμάζευσε την ουράν και του ποιή-ματος και την ιδικήν του κι έφυγε παραπονεμένος πίσω στο Ανάπλι –τουλάχιστο δεν είχε να φοβηθεί τίποτα στο δρόμο (αν πήγαινε διά ξηράς) από τους ληστάς, αφού ήτανε απένταρος. Κι έμαθε πως ήτανε ακόμα πολύ νωρίς να πιστεύει, πως ξενοδόχοι στο χάνι της Ελλάδος ήσαν «αι Τέχναι κι Επιστήμαι»!Και ξενοδόχοι ποίοι; με ερωτάς, κυρ Δήμε.Αν μ’ ερωτάς, σου λέγω: «Αι Τέχναι κι Επιστήμαι».ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1939
194024 ΦεβρουαρίουΑνθολογία… μαργαριτών Αν επρόκειτο να σχηματίσει κανείς γνώμη για την αξία της νεοελληνικής ποιή-σεως από μερικές «Λαϊκές Ανθολογίες», αλίμονο και στον… κανένα αυτόν και στην ποίηση! Είναι αδύνατο να βάλει ο νους του ανθρώπου πόσο οι Ανθολογίες αυτές πε-ριφρονούνε την ποίηση και τον αναγνώστη! Αυτός που συνήθως έχει την επιμέλεια της ύλης, είναι κατά κανόνα άνθρωπος ολότελα άμουσος και από ελληνικά αστοι-χείωτος. Δεν έχει το ελάχιστο αίσθημα του ρυθμού και δε σέβεται ούτε το κείμενο ούτε την ακεραιότητα των ποιημάτων. Συναντάει κανείς στίχους, που τους λείπουνε ολάκερες λέξεις κι άλλους, που τους περισσεύουνε συλλαβές –και ο κ. «επιμελητής» ή δεν παίρνει είδηση ή «διορθώνει», καθώς φαίνεται, το κείμενο: το κάμνει πιο πα-ρουσιάσιμο! Ιδού π.χ. το γνωστό θούριο «Η Τουρκομάχος Ελλάς» του Κ. Κοκκινά-κη, που αρχίζει με τους στίχους: «Ω λιγυρόν και κοπτερόν σπαθί μου», που πριν μια γενεά το τραγουδούσε το πανελλήνιον. Η γ΄ στροφή του δημοσιεύεται έτσι:Στον ουρανόν αστράπτει και βροντάει, βροχή, κατακλυσμός φυσάει.Από το β΄ στίχο λείπει η λέξη «βοριάς»:Βροχή, κατακλυσμός, βοριάς φυσάει.Η 51η στροφή του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού:Τόσα πέφτουνε τα θερι-σμένα αστάχια στους αγρούς.71«διορθωνεται» έτσι:Τόσα πέφτουνε τα θερισμένααστάχια στους αγρούς!71 Σε αυτό τον στίχο, ο Σολωμός κόβει τη λέξη «θερισμένα» επίτηδες στα δύο, για να πετύχει ομοιο-καταληξία με το επόμενο δίστιχο: σχεδόν όλα εκειά τα μέρη / εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ64Αλλ’ ο «Ύμνος» παθαίνει κι άλλες συμφορές. Ένα τμήμα του (από την στροφή 1-86) το καταχωρίζει στο «Μέρος πρώτον» της «Ανθολογίας», που έχει τον τίτλο «Άσματα Ηρωικά». Ένα δεύτερο τμήμα (από τη στροφή 44-77) το καταχωρίζει στο «Μέρος δεύτερον» της «Ανθολογίας», που έχει τον τίτλο: «Άσματα Ιστορικά». Το β΄ αυτό τμήμα περιλαμβάνεται και στο πρώτο. Κι από τα δυο παραλείπονται όσες στροφές δεν του γουστάρουνε του κ. επιμελητή.Αλλά μ’ αυτές τις Ανθολογίες δεν μπορεί να θυμώσει κανείς. Τουναντίον κάνει κέφι. Και μονάχα γι’ αυτό το λόγο όχι τρεις παρά δεκατρείς εκδόσεις θα έπρεπε να έχουν. Μένεις κόκαλο, όταν ιδείς, πως το υλικό της νεοελληνικής ποίησης χω-ρίζεται στα εξής μέρη: Άσματα Ηρωικά, Άσματα Ιστορικά, Άσματα Κλέφτικα, Άσματα Ερωτικά, Άσματα… Λυρικά, Άσματα Βακχικά, Άσματα του Χορού και Άσματα… Νέα. Τα Νέα αυτά είναι οι παλιές καντάδες (αδέσποτες συνήθως) και τα τραγούδια των επιθεωρήσεων: «Αν μ’ αγαπούσες, αν τη σκοτεινιά μου»· «Αν η καρδιά σου συμπαθεί τους δυστυχείς οικτίρει», «Κλάρα μου, Κουκλάρα μου» κτλ. Τα «Λυρικά» και τα «Νέα» αποτελούνε… ξεχωριστό είδος… Λυρικής ποιήσεως!Μια τέτοια λαϊκή συλλογή ποιημάτων έπρεπε ν’ ακολουθείται από τη «Νέα Ανθοδέσμη», ήτοι από την «δι’ ανθέων ανταπόκρισιν της… Καρδίας»: «Αγριο-αχλαδιά = Με τυραννείς», «Γαρύφαλλον καναβουράτον = Δέχομαι τον έρωτα σου», «Δάφνη πικρά = Την ενδεκάτην ώραν μ.μ.», «Ερίκη ή ρίκι = Ζω έρημος και μοναχός», «Λάπαθον = Ματαίως κοπιάζεις», «Λεύκη… τρέμουσα = Ελπίζω να… μαλαχθεί» κτλ. κτλ.Ωραιότατες είναι οι βιογραφικές ή άλλες ιστορικές σημειώσεις, που κοσμούν αυτού του είδους τις «Ανθολογίες». Μαθαίνουμε έξαφνα για το Σολωμό τα εξής: «Ο Σολωμός είναι ποιητής του αισθήματος· ουδέποτε εξωτερίκευε τας ποιήσεις του ίνα… επιδειχθεί, αλλά πάντοτε είχε κεχαραγμένον μέσα εις τα βάθη της ψυχής του εκείνο, το οποίον… έγραφε»! Να λοιπόν πού πρέπει να ψάξουν για να βρούνε τα χαμένα ποιήματα του Σολωμού όσοι πιστεύουν, πως έγραψε κι άλλα εκτός απ’ αυτά που σωθήκανε. Ας πάνε στον άλλον κόσμο να τ’ αντιγράψουν από την ψυχή του, όπου είναι «κεχαραγμένα»!Επίσης μαθαίνουμε τα εξής για τον λόρδο Βύρωνα: «Είς εκ των διασημοτέρων Άγγλων ποιητών και των θερμοτέρων φιλελλήνων. Εγεννήθη εν Λονδίνω τω 1788. Ελθών τότε εις την Ελλάδα» (δηλ. μόλις γεννήθηκε) κτλ. Και για το Θεόδωρο Ορφανίδη διαβάζουμε τα εξής: «…ήλθεν εις την Ελλάδα έφηβος έτι εκπαιδευθείς εν των Πανεπιστημίω, μεθ’ ό απεστάλη εις την Ευρώπη, ένθα εσπούδασε την Βο-τανικήν, προς ήν έτρεφεν ακατάσχετον έρωτα και… εξ ής επανακάμψας διετέλεσε καθηγητής εν των Πανεπιστημίω… μέχρις εσχάτων»! Ακόμη μαθαίνουμε, πως «Κλέ-φτας ωνόμαζον οι… Τούρκοι τους προ της Επαναστάσεως επί των ορέων διαιτω-μένους αδουλώτους Έλληνας».Είναι αλήθεια, πως ο Σολωμός έγραφε τα ποιήματά του εις τα… βάθη της ψυ-χής του. Όσα όμως έγραψε στο χαρτί, αυτά τα ξέρουν όλοι. Αλλ’ ο επιμελητής της εκδόσεως ξέρει και μερικά από τα… άγραφα ποιήματα του Σολωμού. Στη σελίδα 194 (Άσματα Ερωτικά) υπάρχουν δυο ποιήματα του Σολωμού που θα δημοσιεύο-νται πιθανότατα επί πολλές γενεές στην Ελλάδα κι όμως κανένας δεν τα πρόσεξε. Είναι τα ποιήματα «Χωρισμός» και «Μαρία». Το πρώτο αρχίζει:Φεύγεις, φως μου, και μ’ αφήνειςεις μίαν άκρ’ απελπισιά, πες ο μαύρος τι θα γένωαπό σένα μακριά;
Και το άλλο:«Μόλις έφεγγε τ’ αστέριτης αυγής γλυκά γλυκά, μόσχους έχυνε τ’ αέριστην ωραία Πρωτομαγιά…»72Είναι λοιπόν ή δεν είναι θησαυροί οι Λαϊκές Ανθολογίες; Κι όχι μονάχα προ-ορίζονται για τον αμόρφωτο λαό παρά κι αυτοί που τις συντάσσουν και τις υπο-μνηματίζουν, δεν διαφέρουν πολύ από το λαϊκό συγγραφέα του «Καζαμία».29 ΜαρτίουΣέλμα ΛάγερλεφΗ ονομαστή Σουηδή συγγραφεύς Σέλμα Λάγερλεφ πέθανε πριν ολίγες μέρες σε ηλικία 82 χρονών. Είχε γεννηθεί στα 1858. Άρχισε να γράφει πολύ νέα. Και στα 1909 πήρε το βραβείο Νόμπελ της λογοτεχνίας κι αργότερα έγινε μέλος της Ακα-δημίας της Στοκχόλμης (1914). Η Σέλμα Λάγερλεφ είδε το φως στο πατρικό της χτήμα Μαρμπάκα της διοι-κήσεως Βέρμλαντ. Ήτανε από μια παλιά οικογένεια γαιοκτημόνων. Το τοπίο με τα δάση, τα βουνά και τα ποτάμια γύρω ήτανε μαγευτικό. Τ’ άλλα της τ’ αδέρφια, αγόρια και κορίτσια, ταχτικά βγαίνανε στην εξοχή και τρέχανε και παίζανε και το χειμώνα με τα χιόνια και το καλοκαίρι με τα λουλούδια. Η Σέλμα όμως είχε κράση ασθενική και προτιμούσε να μένει στο σπίτι. Εκεί μην έχοντας τι άλλο να κάνει διάβαζε ποιητάς και διηγηματογράφους: τους ρομαντικούς ποιητάς Ρύνεμπεργκ και Τέγκνερ, που και οι δυο τους υπήρξαν καθηγητές της ελληνικής φιλολογίας (ο Ρύνεμπεργκ ήτανε Φιλανδός και έγραψε στη σουηδική) και προπάντων τα πα-ραμύθια του Άντερσεν. Για τον Άντερσεν είχε πραγματικό πάθος. Η ευαισθησία, η καλοσύνη, η χάρη και η θερμή φαντασία του Δανού συγγραφέως ταιριάζανε πάρα πολύ με την ψυχολογία του αισθηματικού κοριτσιού, που ζούσε πάντα ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Ο πατέρας κι η μητέρα της φοβόντανε μήπως η Σέλμα με τη μόνωσή της αυτήν καταντήσει ψυχοπαθής και της κρατούσανε συχνά συντροφιά. Ο πατέρας της ήτα-νε παλιός απόστρατος αξιωματικός και από οικογένεια χωροδεσποτών. Αυτός της διηγότανε διάφορους παλαιούς θρύλους της Σουηδίας καθώς και πολεμικές ιστο-ρίες. Η μητέρα της ήτανε κόρη κι εγγονή παστόρων. Αυτή της διηγότανε ιστορίες της Γραφής, που η μικρή τις τοποθετούσε μέσα στο πλαίσιο του σουηδικού τοπίου. Έτσι μεγάλωσε η Σέλμα, ώσπου τέλειωσε το κολέγιο στη Στοκχόλμη κι έγινε δασκάλα σε κάποιο χωριό. Για πρώτη φορά μαθήτριες είχανε τέτοια εξαιρετική δασκάλα. Μετά τα μαθήματα μάζευε τα παιδιά και τους διηγότανε διάφορες ιστο-ρίες, που είτε τις είχε διαβασμένες είτε τις έπλαθε η ίδια. Τον ίδιο καιρό η δασκάλα έγραφε στίχους, που τους δημοσίευε σε διάφορα περιοδικά της πρωτεύουσας. Έτσι ζούσε η Σέλμα ανάμεσα, όπως είπαμε, στο όνειρο και στην πραγματικό-τητα, στον κόσμο της φαντασίας και στον κόσμο τον αληθινό. Αυτούς τους δυο κόσμους τους ένωσε σε έναν μέσα στο έργο της. Κάποια Χριστούγεννα ήρθε στο πατρικό της κτήμα να περάσει τις γιορτές –κι εκεί ξαναείδε τη γνώριμη φύση του 72 Ο Βάρναλης εννοεί ότι τα ποιήματα αυτά δεν είναι του Σολωμού και κακώς αποδίδονται σε αυτόν. 65ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ 1940